Ο Λάκης Παπαστάθης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 79 ετών και το αντίο του Διονύση Σαββόπουλου ραγίζει καρδιές.
Πώς γνωρίστηκαν
«Υπήρξε άνδρας αυστηρός με τον εαυτό του, ακέραιος, δημιουργός με βάθος πεδίου, ψυχή ρομαντική, φίλος μου. Κάναμε μαζί τον “Θίασο Σκιών” στο Κύτταρο, το “Χαίρω πολύ Σαββόπουλος” στην τηλεόραση, το βίντεο κλιπ για τον “Χρονοποιό”. Με φώναξε πολλές φορές στο “Παρασκήνιο” να πω κάτι και άλλωστε εκεί πρωτογνωριστήκαμε. Στην Σινετίκ πίσω από το Μουσείο. Περνούσα τυχαία με ένα φίλο, μου συστήθηκε και μου ζήτησε αν ήθελα να δω εκεί στο γραφείο στην μουβιόλα, την ταινία του “Γράμμα από την Αμερική” που είχε φτιάξει μόλις. Μου κάνε εξαιρετική εντύπωση, όχι μόνο γιατί ήταν ένα μικρό αριστούργημα αλλά και γιατί ήταν εντελώς θαρραλέα κόντρα με την θολούρα που επικρατούσε τότε στον νέο ελ. κιν/γράφο. Ήταν επιτέλους ένα φωτάκι. Όπως και ο Παντελής Βούλγαρης τότε, στο “Προξενιό της Άννας”, έτσι και ο Παπαστάθης -σε μικρότερη κλίμακα- έπαιρνε ένα περιστατικό μικρό και ασήμαντο και με την κινηματογραφική του αφήγηση το έκανε μεγάλο και σπουδαίο. Το ίδιο που έκανε μετά και με τις μεγάλου μήκους ταινίες του, με τους ληστές των ωραίων, στην απόσυρση και την παρακμή τους, με τον κουρασμένο ταξιδιώτη που επιστρέφει στην βάση του, στην Μυτιλήνη και με τους χλωμούς αγγέλους, τον ζωγράφο Θεόφιλο και τον διηγηματογράφο Βιζυηνό, όπου ο Παπασστάθης διακρίνει την μεγάλη λάμψη τους και την προβάλλει για λογαριασμό μας».
Τα λόγια του για τον Λάκη
Και συνεχίζει ο τραγουδοποιός: «Ήταν ψηλός, λεπτός, με ευγενικούς και κάπως στοχαστικούς τρόπους. Σε κοίταζε βαθιά στα μάτια όταν σου μιλούσε και όταν σ’ άκουγε. Λάτρευε τους δασκάλους του, τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, τον καθηγητή Παναγή Λεκατσά. Μιλούσε συχνά για αυτούς, μέχρι βιβλίο έγραψε για τα γυρίσματα της “Ευδοκίας” όπου ήταν βοηθός του Δαμιανού. Μιλούσε με πάθος για τους νέους μας ζωγράφους, το αμερικάνικο σινεμά, την μεγάλη λογοτεχνία. Είχε κυκλοφορήσει και δικά του ωραία διηγήματα με το ίδιο πάντα πνεύμα, που το μικρό και το ασήμαντο αποκτούν ξαφνικά ύψος. Τον απορροφούσε ο 19ο αιώνας, οι επαναστάτες του ’21, οι φιλέλληνες αλλά κομμάτια του 20ου: ο Περικλής Γιαννόπουλος ας πούμε ή ο Αχιλλέας Μαδράς, ή ζωγραφιές και λιθογραφίες από τον πόλεμο στην Μικρασία. Είχε κάνει δουλειές πάνω σε αυτές. Ανήκει νομίζω σε αυτό που λέμε ελληνική γραμμή με έναν εντελώς δικό του τρόπο ο Παπαστάθης. Στα νιάτα του ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού στην Κύπρο. Τα Καλοκαίρια που κάναμε μαζί διακοπές στο Πήλιο μας διηγιότανε περιστατικά από εκεί. Πίστευε αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: το θαύμα ζει ακόμα».
«Την Τρίτη είδα τον Κυριτσόπουλο και το ‘φερε η κουβέντα για τον Λάκη που ήταν στο νοσοκομείο. Φαίνεται επηρεάστηκα από την συζήτηση και χθες το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου: τον περιμέναμε με την Άσπα σ’ ένα μεγάλο κλαμπ που μας είχαν καλέσει, εκεί βρήκαμε γνωστούς, καθίσαμε μαζί τους και ύστερα ήρθαν και άλλοι γνωστοί και ανησυχούσα που ο Λάκης αργούσε και δεν θα βρίσκαμε κάθισμα για αυτόν. Όμως άρχισε το πρόγραμμα και απορροφήθηκα. Από έναν μαγικό μουσικό στην σκηνή έβγαινε μια υπέροχη, μια τόσο ευτυχισμένη μελωδία! Ξαφνικά άδειασε η σάλα, άδειασε η σκηνή και εκεί βγήκε ο Λάκης και μου κάνε νεύμα να ανέβω και εγώ. Στο φόντο ήταν μια κουρτίνα και έπαιζε κινηματογράφο. Με πήγε πίσω απ’ την κουρτίνα και εκεί ήταν μια άλλη τεράστια κουρτίνα και πάνω της σε ένα μικρό καρέ προβάλλονταν, σαν τηλεόραση μια φωτογραφία της Έλλης Λαμπέτη τόσο μα τόσο όμορφη που σου έρχονταν δάκρυα στα μάτια απ’ την ομορφιά της. Του ζήτησα να την φωτογραφίσουμε, να την έχουμε αυτή την εικόνα. Το κάναμε αλλά η δική μας φωτογραφία έβγαινε θαμπή και ξεθωριασμένη όσο και αν προσπαθήσαμε. Ξυπνάω και η Άσπα μου λέει πέθανε ο Λάκης».
«Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του. Στον Αργύρη, στην Υβόννη. Πάει ο Λάκης μας», καταλήγει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Το σπαρακτικό αντίο