Ο Νικηφόρος Θεοτόκης γράφει για τον Παράδεισο: «Βλέπουν καί γνωρίζουν τούς δικαίους όχι μόνο τούς γνωστούς, ‘άλλα και τούς αγνώστους· βλέπουν δε και αύτούς πού αδικήθηκαν άπό αύτούς, άλλά από μακρυά, διότι απέχουν πολύ από τήν άπόλαυσι της αιώνιας βασιλείας και δόξας.
Βλέπει ό μέν πλούσιος ό άνελεήμων και το Λάζαρο πού δεν ελεήθηκε άπ’ αυτόν· ή δε άσελγής Αιγύπτια και τη Σωσάννα τη σώφρονα και τόν Ιωσήφ, τόν όποιο πείραξε και συκοφάντησε· ή δε άδικη Ίεζάβελ και τόν Ήλία το δίκαιο και το Ναβουθαί, τόν όποιο άδίκησε· ό δέ Νέρων ό τύραννος και τόν Κωνσταντίνο τόν ίσαπόστολο και τόν Πέτρο και Παύλο και τούς άλλους άγιους πού φονεύθηκαν άπ’ αυτόν. Επιβεβαιώνει τήν έννοια αύτή ό λόγος τού Κυρίου, «όψονται εις όν [τό Σταυρό (πάνω στόν όποιο)] έξεκέντησαν (τρύπησαν [τό Χριστό])»(Ίω I 9, 37)· αύτό τό εκφράζει πιό διεξοδικό ό σοφός Σολομών, λέγοντας· «Τότε στήσεται έν παρρησία πολλή ό δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν και των άθετούντων τούς πόνους αυτού. Ίδόντες, ταραχθήσονται φόβω δεινω και έκστήσονται επί τω παραδόξω τής θεωρίας»(ΣΣολ 5,I -2)
Διευκρινίζει, επίσης: «Αν οί δίκαιοι βλέπουν και άναγνωρίζουν τούς καταδίκους, έπεται τό ότι θλίβονται, επειδή είναι εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι, ή δε θλίψι μικραίνει τήν τελειότητα της χαράς και της μακαριότητας τους. Ή απορία αύτή δέχεται δύο λύσεις, Ιδού ή πρώτη· Οι δίκαιοι δέν βλέπουν καθόλου τούς αμαρτωλούς στόν άδη, λέχθηκε δε αύτό γιά τήν ακολουθία του παραβολικού λόγου, άν και δεν ταιριάζη στό σκοπό της παραβολής, όπως και κάποια λόγια των άλλων παραβολών δεν ταιριάζουν στόν παραβολικό σκοπό…
Ιδού και ή δεύτερη λύσι· Ή παραβολή μιλάει γιά όσα συμβαίνουν πρίν τη Β’ Παρουσία και τήν κρίσι και άπόφασι του Θεού, κατά τόν καιρό πού ούτε οί άγιοι άπολαμβάνουν το τέλειο της μακαριότητος, ούτε οί άμαρτωλοί το τέλειο της κολάσεως· έτσι ή θλίψι των δικαίων από τη συμπάθεια σημαίνει το άτελές της άπολαύσεως της θείας δόξας· αύτό, όμως, διαρκεί ως τήν ημέρα της κρίσεως· θλίβονται δε ως τότε, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τούς κολαζομένους, γιά νά πρεσβεύουν έκτενώς γιά τη σωτηρία και άπολύτρωσί τους•
«Ένας Ούαλός ιεροκήρυκας ρωτήθηκε κάποτε άπ’ τη γυναίκα του, άν θά γνωρίζονταν στόν ούρανό.
—Βεβαίως, άπάντησε εκείνος. Δεν πιστεύω νά νομίζης, ότι εκεί πάνω θά ‘μασθε πιό ατελείς απ’ ό,τι εδώ στή γή.
Κι άφού άφαιρέθηκε γιά λίγο στούς στοχασμούς του, πρόσθεσε:
—Όμως μου φαίνεται, άγαπητή μου, ότι μπορεί νά κάθωμαι δίπλα σου στόν ούρανό χίλια χρόνια, χωρίς νά σέ προσέξω, διότι το πρώτο πράγμα το όποιο θά κάνω όταν φθάσω εκεί θά ‘ναι νά δώ και νά λατρεύσω τόν άγαπητό μου Κύριο κι άλήθεια δεν μπορώ νά σού πώ πότε θά ‘χω μιά στιγμή διαθέσιμη γιά νά δώ κάτι άλλο, εκτός απ’ τόν Λυτρωτή μου».
ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΩΦ. Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ