Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους στην Ελλάδα που έκανε χθες, Κυριακή 27 Δεκεμβρίου, την πρώτη δόση του εμβολίου ενάντια στον κορονοϊό. Όπως είπε, στόχος είναι άπαντες να εμβολιαστούν άπαντες στη χώρα.
Η ίδια θέλησε να μοιραστεί δημοσίως τα συναισθήματά της όσον αφορά τον εμβολιασμό της. Όπως είπε: «Ένιωσα συγκίνηση, χαρά και μία ηθική ικανοποίηση, ότι η προσδοκία πολλών μηνών έφτανε σε μία αρχή, που είναι αυτή των εμβολίων» και πρόσθεσε: «Στόχος μας είναι να μην μείνει ούτε ένα άτομο στη χώρα μας που να μην εμβολιαστεί. Βαθμιαία θα έρχονται ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες εμβολίων».
Εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη για μία προτεραιοποίηση, η οποία έχει στηριχθεί στα δεδομένα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και βασίζεται και σε κανόνες της βιοηθικής», είπε, για να αναφερθεί στα κριτήρια που θα γίνει ο εμβολιασμός:
1. Ο αυξημένος κίνδυνος από νόσηση. Έχει διαπιστωθεί ότι η μεγάλη ηλικία αποτελεί τον Νο1 κίνδυνο.
2. Είναι ο αυξημένος κίνδυνος λόγω έκθεση στον ιό. Η κύρια ομάδα είναι οι υγειονομικοί. «Με μεγάλη ικανοποίηση μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ευρεία αποδοχή του εμβολίου από τους υγειονομικούς. οι οποίοι αποτελούν και τον φωτεινό φάρο για τους υπόλοιπους για τον εμβολιασμό», υπογράμμισε η κ. Θεοδωρίδου.
3. Η διασφάλιση της φροντίδας και της νοσηλείας ατόμων ευάλωτων, ατόμων ηλικιωμένων, ατόμων που ζουν σε ειδικές δομές, σε δομές αποκατάστασης ή και οι χρονίως πάσχοντες.
4. Λίγοι αλλά απαραίτητοι υπάλληλοι για τη λειτουργία του κράτους. «Ο αριθμός που εμβολιάστηκε είναι λιγότεροι από 50», σημείωσε.
Επίσης, στον εμβολιασμό «δεν περιλαμβάνονται άτομα κάτω των 18 ετών. Δεν υπάρχουν μελέτες για τις ηλικίες αυτές και ευτυχώς σε αυτές τις ηλικίες η νόσηση είναι ήπια και σπάνια έχει κάποια σοβαρότητα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις αλλεργίες από τα εμβόλια, για τις οποίες είπε ότι «είναι εξαιρετικά σπάνιες. Ο κορονοϊός και παλιότερα και τώρα και στο μέλλον θα επιδείξει μεταλλάξεις. Είναι φυσιολογική εξέλιξή του. Η επιστήμη πρακολουθεί αυτή την εξέλιξη, όπως και ο ΠΟΥ, αλλά μέχρι σήμερα είναι ξεκάθαρο, ότι αυτές οι αλλαγές στον ιό δεν αποτελούν μία μεγάλη μεταβολή στη σοβαρότητα της νόσου του κορονοϊού ή ανάγκη τροποποίησης του εμβολίου».
Μόνο «αναφυλακτικές αντιδράσεις, πιο σοβαρές που οδηγούν ένα άτομα στο νοσοκομείο» μπορεί να χρειάζονται πριν τον εμβολιασμό και τη γνώμη του γιατρού ή του αλλεργιολόγου, όπως σημείωσε.