Θρήνος.. 4.00… Ξημερώματα…

Ο ήχος του κινητού μου εκκωφαντικός.. Όλο το σπίτι τρανταχτηκε… Ντριν, Ντριν ξανά και ξανά.
Με ξύπνησε απότομα.. Ένας τρόμος κυρίευσε το κορμί μου.. Ένας τρόμος και ένα προαίσθημα γέμισε μέχρι απάνω, μέχρι και τα σώθηκα μου, τρόμαξαν…

Ο τρόμος της προαισθησης..

– Καλησπέρα σας, από την αστυνομία τηλεφωνώ… Είστε η μητέρα του Νίκου;

Βιάστηκα να απαντήσω..Βιάστηκα, γιατί ήξερα.. Είναι αυτό το προαίσθημα της μάνας..

Ότι κάτι δεν είναι σωστό, κάτι είναι πέρα για πέρα ΛΑΘΟΣ.
– Μάλιστα, εγώ… Γιατί με περνετε από το κινητό του; που είναι ο Νίκος; Που είναι το παιδί μου;

Μα την απάντηση την ήξερα ήδη.. Είναι απλά εκείνα τα πρώτα λόγια που βγαίνουν αυτόματα από ταραγμενα στόματα..

– Σας παρακαλούμε περάστε από το νοσοκομείο για μία αναγνώριση, έγινε τροχαίο και το παιδί σας είναι νεκρό.. Συνέχισε η βαριά, μελαγχολική φωνή, να μου λέει..

Άκρα σιγή, αν και πιεζα τις φωνητικές χορδές να βγουν, να ξεπηδηξουν από το στόμα, να ξεμπλοκαρουν την γλώσσα, εκείνες παρέμεναν σιωπηλες..

– Κυρία, κυρία με ακούτε;;

Άκουγα με πίεση και απαίτηση, να απαντήσω, από την άλλη άκρη του ακουστικού..

Βογκουσα δυνατά, με πήραν τα κλάματα με λυγμούς, το πρόσωπο αναψοκοκκινησε, η καρδιά σφιχτηκε και με αναφηλιτα, επιτέλους βγήκε η φωνή…

– Μα, δεν πάει έτσι, ψελλισα…

Εμένα πρέπει να θάψει το παιδί μου.. Με καταλαβαίνεις.. Εμένα..Εγω είμαι η μαμά, δεν πάει έτσι.. Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά..

Έκλεισα το ακουστικό και μαζί του έκλεισα και το σπίτι μου…
Μία για πάντα..
Ήταν η στιγμή που πέθανα, ήταν η στιγμή που το κορμί θα στεκόταν όρθιο μηχανικά, χωρίς ψυχή μέσα του, ήταν η στιγμή που έσβησα κάθε στιγμή που θα μπορούσε να μου φέρει έστω ένα χαμόγελο.. Ήταν η κακιά στιγμή.. Που συνεχώς άκουγα γύρω μου…

Εγώ θα το ντύσω το παιδί μου,γαμπρό, εγώ!!! Φώναζα εκεί ψηλά στον ουρανό, μπας και άκουγε ο Θεός, μπας και άκουγε το άδικο που εσπειρε,μπας και έκανε ένα μαγικό και ταλλαζε όλα..
Εγώ θα το ντύσω, ούρλιαζα, ξανά και ξανά!!
Θεε μου και πως να σε συγχωρεσω που μαφησες μόνη και έρμη…συνέχιζα να σιγοψυθιριζω πάνω από το προσκεφαλο του παιδιού μου..

Σωπα, άκουγα γύρω μου!!! Σωπα Μαριώ!!! θα σε γιατρέψει ο χρόνος και σενα,μου λέγαν, ξανά και ξανά εκείνες τις μαύρες ώρες.. Θα σε γιατρέψει.. Πόσες μαυροκαμμενες εχομαι στο νησί μας; σωπα..
Συνέχιζαν να μου συμπαραστεκονται, καθώς, το ‘χα το αγόρι μου, γαμπρό, μέσα στο σπίτι μου γαμπρό, ντυμένο με ολόλευκο κουστούμι. Γαμπρό στο φέρετρο του..

Μέσα στο φέρετρο, να ξεροσταλιαζω πάνω του και να τον παρακαλώ, σήκω παλικάρι μου, σήκω να με σώσεις, σήκω αγόρι μου να σε καμαρωσω με αυτό, το άσπρο το κουστούμι σου, σήκω πάνω, να μου χαμογελασεις, σήκω να σε δω όρθιο και γερό, παλικάρι μου. Σήκω και η δόλια πως θα μπαίνω σε αυτό το σπίτι..

Μα δεν μακουγε το αγόρι μου.. Με κλειστά τα μάτια, συνέχιζε να είναι ακίνητος.. Φώναζα να κάνουν ένα μαγικό, να ανοίξει τα μάτια του, φώναζα να πάρουν το χρόνο πίσω, μα ο χρόνος μου είχε γυρίσει τη πλάτη, ότι και να έλεγα τίποτα δεν γινόταν.. Μόνο σιωπή.

Σιγοψιθυρισματα τριγύρω μου, πως θα αντέξει η καημένη; πως; λέγαν και ξαναλεγαν..

Πως να αντέξω το χαμό σου, αγόρι μου, πως;

Και εγώ αναρωτιόμουν και όσο σκεφτόμουν το χαμό και σε έβλεπα εκια μέσα, στο καταραμένο φέρετρο, τόσο ήθελα εκείνη την ώρα να με έπερνε ο Θεός μαζί σου…Να τελείωνε, εκει ο θρήνος μου..

Σήκω Μαριώ μου ήρθε η ώρα.. Έλεγαν όλοι..Σήκω..

Ποια ώρα; ποια; μη μου λέτε ότι ρθε η καταραμένη ώρα, φώναζα!!!
Αυτή η πονεμένη ώρα, που θα βάλω στο χώμα το παλικάρι μου..
Δεν θέλω αυτή την ώρα! Γιαντα δεν με καταλαβαίνετε πια; τι κακό σας έκανα..

Και τα έβαζα μαζί τους..

Τη μια με αυτούς..
Την άλλη με εσένα θεέ μου..

Και όμως η ώρα, νίκησε..

Και μπήκες εκια χαμό, με ένα σωρό χώματα πάνω σου..

Και φώναζα,
ΜΗ το παλικάρι μου, ΜΗ
Θα θέλει να αναπνεύσει και δεν θα μπορεί..
Γιαντα μωρέ δεν μακουτε; Γιαντα του το κάνετε αυτό;
Γιαντα; που σας έφταιξε το παλικάρι μου; που;

Και με βασταγανε να μην ορμησω και γω μέσα εκια στο βάθος..
Στο βάθος που σε βάλανε, γιε μου.. Με ένα σωρό χώματα επάνω..
Εκια, βαθειά, βαθειά.. Να μην μπορώ να σε φτάσω..

Και τελείωσε.. Και από τότε, πέρασαν δύο χρόνια…
Και έφυγαν όλοι..
Όλοι φύγαν, παλικάρι μου..
Και μείναμε μόνοι.. Μόνοι μας, αγόρι μου, εγώ στα μαύρα και συ στο χώμα.

Μαυροφορουσα, πάνω εδώ στο τάφο σου, να σιγοκλαιω και να ψευτοζω και εσύ, εκια χαμό, βαθειά, πολύ βαθειά, να λιώνεις.. Να λιώνει η κορμοστασιά σου…
Μόνοι μας μείναμε Νίκο..Μονοι μας, παλικάρι μου..

Εγώ και εσύ..Και είμαστε αρκετοί, πια…

πηγή: newsitamea.gr

Related posts

«Τον πέταξαν χωρίς τα ρούχα του»: Φρικτές αποκαλύψεις για το τραγικό τέλος του Χρήστου Μάρκου στα Πατήσια

Αγρίνιο: Η στιγμή του σεισμού των 4,7 Ρίχτερ σε σούπερ μάρκετ – Έτρεχε έντρομη η υπάλληλος

Σκοτwθηκε ο 16χρονος – Καλό παράδεισο άγγελε μου