Ηταν μια συνηθισμένη μαγιάτικη μέρα σε ένα χωριό της Ζακύνθου το 1957. Πατέρας, μητέρα και τα δύο παιδιά τους τρώνε φιδέ στο οικογενειακό τραπέζι. Λίγο αργότερα ο άντρας της οικογένειας σηκώνεται για να επισκεφτεί έναν γείτονα, αλλά τελικά καταλήγει στο νοσοκομείο με αφόρητους πόνους στην κοιλιά. Οι γιατροί θα διαγνώσουν μια μικρή τροφική δηλητηρίαση και δεν δίνεται καμία συνέχεια στην υπόθεση. Μετά από ένα δεκαήμερο που παραμένει κλινήρης, σηκώνεται ξανά στα πόδια του, αλλά λίγο αργότερα θα φύγει από την ζωή, ξανά μετά από ένα περιστατικό που είχε ομοιότητες με το προηγούμενο.
Όπως θα αποδειχθεί αρκετά αργότερα, ήταν το πρώτο θύμα ενός σατανικού σχεδίου που σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, υλοποίησε η ίδια η κόρη του, με την «μαεστρική» καθοδήγηση του θετού παππού της ο οποίος ήταν ο ιθύνων νους και ηθικός αυτουργός πίσω από το φρικτό έγκλημα. Μια δολοφονία που πάντως δεν ήταν η μόνη, καθώς την τύχη του πατέρα είχε και ο αδελφός της 19χρονης κοπέλας, ενώ από τύχη απέφυγε τον θάνατο η μητέρα.
Το δηλητήριο που είχε χρησιμοποιηθεί ήταν το αρσενικούχο νάτριο, όμως οι γιατροί απέδωσαν τον θάνατο σε ουραιμία, μια ασθένεια που συσχέτισαν με την νεφρική ανεπάρκεια που ταλαιπωρούσε τον 49χρονο άνδρα. Παρά τα συμπτώματα, δεν υπήρξε η παραμικρή υποψία για εγκληματική ενέργεια. Η οικογένεια βυθίστηκε μεν στο πένθος, αλλά συνέχισε την ζωή της μέχρι που η συμφορά χτύπησε ξανά το σπιτικό της.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, μαζεύονται να φάνε και πάλι μαζί. Δύο πράγματα έχουν αλλάξει. Το ένα είναι το φαγητό, καθώς σε αντίθεση με τον φιδέ και τον λαγό στις δύο απόπειρες εναντίον το πατέρα, εκείνη την ημέρα σερβιρίστηκε βακαλάος. Το δεύτερο είναι ότι στο τραπέζι αυτή τη φορά κάθεται και ο παππούς. Όπως θα προκύψει αργότερα, είναι εκεί για να επιβλέψει ότι η νεαρή κοπέλα δεν θα κάνει λάθος στην ποσότητα του δηλητηρίου που θα έριχνε στο πιάτο του ίδιου του 17χρονου αδελφού της…
Ο έφηβος παραπονιέται για πόνους οι οποίοι δεν λένε να τον εγκαταλείψουν. Ούτε ένας ιδιώτης γιατρός της περιοχής ούτε εκείνοι στο νοσοκομείο του νησιού αντιλαμβάνονται τι έχει συμβεί και το παιδί μεταφέρεται στην Πάτρα. Εκεί η διάγνωση για τροφική δηλητηρίαση είναι ξεκάθαρη, όμως το προσωπικό θεωρεί ότι δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει και ζητά την μεταφορά του νεαρού στην Αθήνα. Καθ’ οδόν ξεψυχά, αλλά παρά τις οφθαλμοφανείς «συμπτώσεις», για ένα λόγο που ποτέ δεν εξηγήθηκε ικανοποιητικά, η υπόθεση δεν φτάνει στην αστυνομία.
Όμως τρεις μήνες αργότερα όταν και η μητέρα καταλήγει στο νοσοκομείο όπου καταφέρνει τελικά να ξεφύγει τον θάνατο μετά από νοσηλεία 20 ημερών, είναι αδύνατο να αποδοθεί σε καπρίτσια της μοίρας και κακοτυχία όλο αυτό που συμβαίνει στα μέλη της ίδιας οικογένειας σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου. Οι Αρχές αναλαμβάνουν δράση και η εξιχνίαση της υπόθεσης είναι εύκολη, αλλά οι λεπτομέρειές της σοκταριστικές.
Όλα φαίνεται πως είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια νωρίτερα. Η γιαγιά έκανε δεύτερο γάμο και ο… νέος παππούς έδειξε εξ αρχής μια ιδιαίτερη αγάπη για την εγγονή του. Της αγόραζε γλυκά, την συνόδευε στο σχολείο, της έκανε τα χατίρια. Όμως, όπως κατήγγειλε η ίδια η κοπέλα, όταν εκείνη ήταν μόλις 13 ετών, την κακοποίησε για πρώτη φορά σεξουαλικά και στη συνέχεια –εκτός από το κορμί της- βίαζε συστηματικά και το μυαλό της. Αφού την απείλησε για φρικτά αντίποινα σε περίπτωση που αποκάλυπτε οτιδήποτε, σταδιακά την έπεισε ότι αυτοί οι δύο έπρεπε να είναι ζευγάρι και γι’ αυτό χρειαζόταν να βγει από την μέση οποιοσδήποτε μπορούσε να τους ανατρέψει τα σχέδια.
Έτσι, έβαλε σε εφαρμογή το αρρωστημένο σχέδιο για την δηλητηρίαση των μελών της οικογένειας, με την νεαρή κοπέλα να αποτελεί το εκτελεστικό όργανο που θα λέρωνε τα χέρια της με αίμα. Η αιτία του θανάτου αποδείχθηκε όταν η αστυνομία ξέθαψε τις σωρούς και πραγματοποίησε νεκροψία, ενώ στη συνέχεια κλήθηκε να διαλευκάνει πλήρως την υπόθεση.
Η 19χρονη σχεδόν αμέσως παραδέχθηκε την εμπλοκή της. Επέμεινε, όμως, μέχρι τέλους ότι όλα συνέβησαν με την χειραγώγηση του παππού. Εκείνος από την πλευρά του αρνήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή οποιαδήποτε ανάμειξη. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η κοπέλα ήταν αμφιβόλου ηθικής, έκανε λόγο για παράλληλες ερωτικές σχέσεις με διάφορους άνδρες και τόνισε ότι σκότωσε την οικογένειά της για να μπορεί να συνεχίζει να ζει όπως θέλει. Με αυτή τη θέση συντάχθηκαν και ορισμένοι συγχωριανοί, χωρίς βέβαια κανείς να γνωρίζει τα ακριβή κίνητρά τους.
Το δικαστήριο ωστόσο δεν επηρεάστηκε από τις φήμες που ακούγονταν στο χωριό ούτε από τους όρκους αθωότητας του παππού. Η ετυμηγορία του ήταν καταπέλτης αφού καταδίκασε τόσο τον ίδιο όσο και την εγγονή του δις ισόβια για τους ισάριθμους φόνους και 20ετή κάθειρξη για την απόπειρα δολοφονίας της μητέρας. Όσο για τα ονόματα, αν βρεθείτε ποτέ στην Ζάκυνθο, μην μπείτε καν στον κόπο να ρωτήσετε. Τα στόματα έκτοτε παραμένουν κλειστά για να μην στιγματιστεί άλλο η συγκεκριμένη οικογένεια.