Μπορεί να φάει και 6.000 σε ένα χρόνο
Έναν οικολογικό τρόπο εξόντωσης των τρωκτικών που καταστρέφουν τις καλλιέργειες και αποτελούν εστίες μόλυνσης, προτείνει ερευνητής, με την αύξηση της αναπαραγωγής του νυκτόβιου αρπακτικού πτηνού τυτώ, καθώς μόλις ένα πουλί του συγκεκριμένου είδους μπορεί να φάει από 3.000 έως 6.000 ποντίκια κάθε χρόνο! Πρώτος που θα εφαρμόσει το πρωτοποριακό αυτό πρόγραμμα φυσικού ελέγχου επιβλαβών τρωκτικών, είναι ο δήμος Λάρισας, ο οποίος πρόσφατα υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την ΑΜΚΕ «Οργάνωση για τη Διαχείριση και Διατήρηση της Βιοποικιλότητας στα Αγροτικά Οικοσυστήματα- ΤΥΤΩ».
Εμπνευστής του προγράμματος είναι ο διδάκτωρ Οικολογίας και Άγριας Πανίδας Βασίλης Μποντζώρλος, ο οποίος τα τελευταία 20 χρόνια μελετάει την τυτώ, που αποτέλεσε και το θέμα της διδακτορικής του διατριβής.
«Η τυτώ είναι φυσικός ρυθμιστής των επιβλαβών τρωκτικών στην ύπαιθρο αλλά έχουμε διαπιστώσει πως ο πληθυσμός της στα αγροτικά οικοσυστήματα μειώνεται, λόγω έλλειψης θέσεων φωλεοποίησης- το πουλί “προτιμά” παλαιά εγκαταλειμμένα κτίρια. Έχουμε παρατηρήσει, δηλαδή, μείωση σχεδόν 50% σε ένα σύνολο κομβικών χωριών της Θεσσαλίας, στα οποία κάνουμε monitoring τα τελευταία 10 χρόνια. Με αυτό το αποτέλεσμα στο μυαλό μας, ξεκινήσαμε την εγκατάσταση των 120 τεχνητών φωλιών, εστιάζοντας αρχικά στα σημεία που είχε χρησιμοποιήσει το πουλί, με στόχο να υποστηρίξουμε τον βασικό αναπαραγωγικό πληθυσμό στις παλιές θέσεις. Στη συνέχεια, θα επεκτείνουμε την τοποθέτηση περισσότερων φωλιών -απλές κατασκευές από κόντρα πλακέ θαλάσσης- φέρνοντας την τυτώ μέσα στην αγροτική εκμετάλλευση, ειδικά στις τρωκτικόπληκτες περιοχές, που χρειάζονται έλεγχο πληθυσμιακών εξάρσεων τρωκτικών», εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μποντζώρλος.
Τα hot-spot των σκαπτοποντικών!
Από τις 120 φωλιές που εγκατέστησε ο κ. Μποντζώρλος, «κατοικήθηκαν» περισσότερες από τις μισές από αναπαραγωγικά ζευγάρια και οι πρώτοι νεοσσοί έκαναν την εμφάνισή τους. Μάλιστα, στο προκαταρκτικό στάδιο και πριν τοποθετηθούν όλες οι τεχνητές φωλιές, ερευνήθηκαν οι τροφικές συνήθειες του είδους με βάση 30 ζευγάρια σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.
«Δημιουργήσαμε μοντέλα απεικόνισης της χωρικής κατανομής των διαφορετικών ειδών ποντικιών/τρωκτικών σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, απεικονίζοντας τις hot-spot, δηλαδή τις περιοχές με τις μεγαλύτερες πυκνότητες επιβλαβών τρωκτικών για τις καλλιέργειες, κυρίως τους σκαπτοποντικούς (γένος Microtus).Διαπιστώσαμε ότι ιδιαίτερα επιβαρυμένες από πληθυσμούς τρωκτικών, είναι περιοχές των δήμων Κιλελέρ και Ρήγα Φεραίου καθώς και ένα νότιο τμήμα του δήμου Λάρισας, όπως βέβαια και τα χωριά δίπλα στην λίμνη Κάρλα. Ωστόσο, θα χρειαστεί σύντομα να επαναλάβουμε μια τέτοια συνολική διερεύνηση για να δούμε στο πέρας μιας δεκαετίας πώς έχουν αλλάξει-μετατοπιστεί η χωρική κατανομή, η αφθονία πληθυσμών, σε σχέση με το αγροτικό τοπίο», αναφέρει ο ερευνητής.
Οικολογική λύση ελέγχου τρωκτικών
Για τον κ.Μποντζώρλο, η τυτώ δεν αποτελεί μόνο την καλύτερη φυσική/βιολογική λύση ελέγχου τρωκτικών, αλλά και τη μοναδική μέθοδο έμμεσης διερεύνησης, σε μεγάλη χωρική κλίμακα, της αφθονίας, κατανομής, διακύμανσης πληθυσμών των μικρών θηλαστικών.
«Στόχος μας επίσης είναι να εγκαταστήσουμε, σε συνεργασία και με συναδέλφους ακαδημαϊκών κέντρων, μόνιμα σχήματα παρακολούθησης της αναπαραγωγικής επιτυχίας της τυτούς στις τεχνητές φωλιές, των πληθυσμιακών διακυμάνσεων των επιβλαβών τρωκτικών και της εναλλαγής των αγροτικών καλλιεργειών και των παραμέτρων αγροτικής διαχείρισης. Διερευνώντας σε μεγαλύτερο βάθος αυτό το πολύπλοκο μοντέλο, σκοπεύουμε να αποκτήσουμε βαθύτερη γνώση, που θα μας οδηγήσει σε ακόμη καλύτερες διαχειριστικές προτάσεις», ανέφερε ο ερευνητής, θέτοντας ως παράδειγμα το Ισραήλ, που από το 2000 έχει το μοναδικό εθνικό πρόγραμμα φυσικού ελέγχου των επιβλαβών τρωκτικών, με 4000 τεχνητές θέσεις φωλεοποίησης, χωροθετημένες σε ολόκληρη την εθνική του επικράτεια.
Σύμφωνα με τον κ. Μποντζώρλο, η ολοκληρωμένη προσέγγιση περιλαμβάνει διαχείριση του πληθυσμού της τυτούς, φυσικό έλεγχο μέσω θήρευσης των επιβλαβών τρωκτικών, μείωση ρίψης τοξικών τρωκτικοκτόνων, μείωση περιβαλλοντικού αποτυπώματος στην αγροδιατροφική αλυσίδα και μείωση δευτερογενών δηλητηριάσεων με αρνητική επίδραση στη βιοποικιλότητα.
«Πρόκειται για ένα πολύπλοκο πεδίο, αλλά είναι αυτό στο οποίο έχουμε ταχθεί ως “ΤΥΤΩ”, και αυτό που πλέον ζητάνε επιτακτικά όλες οι διεθνείς, ευρωπαϊκές, εθνικές στρατηγικές και προτεραιότητες για τη βελτίωση των οικοσυστημικών υπηρεσιών στα αγροτικά οικοσυστήματα, ώστε να αναδειχθεί η βιοποικιλότητα ως θεμέλιος λίθος της πραγματικής, αειφορικής γεωργίας, ενός νέου μοντέλου, το οποίο πλέον ο πλανήτης απαιτεί», καταλήγει ο ερευνητής.