Οι τελευταίες λέξεις της 32χρονης Αγγελικής πριν “φύγει” μαζί με το αγέννητο παιδί της ακόμα ηχούν στα αυτιά των αγαπημένων της.
Το τραγικό γεγονός
Η άτυχη Αγγελική περίμενε με ενθουσιασμό το πρώτο της παιδί, που μόλις λίγες ημέρες πριν είχε πληροφορηθεί ότι ήταν αγόρι και ήταν γεμάτη χαρά. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η νιόπαντρη Αγγελική που είχε όνειρα και μόλις ξεκινούσε την ζωή της, βρήκε τόσο φρικτό θάνατο και κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες.
Έφυγε μαζί με το αγέννητο μωρό της
Ήταν 14:00 το μεσημέρι, όταν στη διάρκεια πορείας προς το Σύνταγμα, άγνωστοι κουκουλοφόροι έσπασαν την τζαμαρία του υποκαταστήματος και έριξαν στο εσωτερικό μολότοφ, αδιαφορώντας για τις κραυγές των εργαζομένων.
Η φωτιά εξαπλώθηκε αμέσως, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει πανικός. Κάποιοι κατάφεραν και βγήκαν σώοι, άλλοι πηδούσαν από τα μπαλκόνια στο κενό για να σωθούν, ή σκαρφάλωναν στα μπαλκόνια του διπλανού κτηρίου προκειμένου να ξεφύγουν από τον καπνό. Τρεις όμως δεν τα κατάφεραν
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα στελέχη της τράπεζας δεν επέτρεψαν την ώρα των επεισοδίων στους υπαλλήλους να φύγουν από το χώρο εργασίας, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι το ζητούσαν. Επίσης, γίνεται αναφορά σε παραλείψεις που εντοπίστηκαν σε θέματα ασφαλείας, που είχαν ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν και στη συνέχεια να χάσουν τη ζωή τους οι τρεις άτυχοι υπάλληλοι.
Τις τελευταίες λέξεις που άκουσε από την έγκυο σύζυγό του Αγγελική Παπαθανασοπούλου, περιέγραψε στην κατάθεσή του στη δίκη των υπευθύνων της Τράπεζας ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας, Χρήστος Καραπαναγιώτης.
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως την ημέρα εκείνη, που ήταν προγραμματισμένο μεγάλο συλλαλητήριο στο Κέντρο για την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου, είχαν κανονίσει να φύγει από την δουλειά της η 32χρονη σύζυγός του στις 3, γιατί είχαν στις 4 ραντεβού με το γυναικολόγο.
Τα τελευταία λόγια
Όπως κατέθεσε ο κ. Καραπαναγιώτης: «Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος: «Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο». Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: «Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι». Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Ο μάρτυρας τόνισε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος – έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. «Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».