Γίνεται αντιληπτό ότι το Brexit έγινε για δύο, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος είναι πως η Αγγλία δεν αισθάνθηκε ποτέ φύσει ανήκουσα στην Ευρώπη.
Ο δεύτερος είναι το έλλειμμα δημοκρατίας που χαρακτηρίζει τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και το οποίο οι πολίτες αντιλήφθηκαν και κατήγγειλαν ακούραστα και επί μακρόν.
Ο καθένας καταλαβαίνει πως είναι καιρός να ανακάμψουμε, αν θέλουμε να σώσουμε ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που πλέον δεν αποτελεί ουτοπία, ύστερα από 50 χρόνια προσπαθειών και συγκεκριμένων συμφωνιών σε πάρα πολλούς τομείς. Πάνω απ’ όλα, είναι σίγουρα χρήσιμο να εργαστούμε για να δημιουργήσουμε για την Ένωση, μια πραγματικά δημοκρατική λειτουργία.
Αν όμως επιθυμούμε να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας Ευρώπης που έχει τη δική της δυναμική, είναι απαραίτητο να καλλιεργήσουμε στον Ευρωπαίο πολίτη το αίσθημα του ανήκειν, το οποίο θα καταστήσει την Ευρώπη ένα έθνος (που δεν εξαλείφει κατ’ ανάγκη τα έθνη που το συναποτελούν).
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Ευρώπη θα είναι η Ευρώπη (που πρέπει), όταν θα είναι σε θέση να εδραιώσει μια φιλοδοξία περισσότερο συνεπή προς το πνεύμα της – προς τη νοοτροπία της θα λέγαμε – κι όχι εάν αποτελεί απλώς συμμέτοχο στις υλιστικές πλειοδοσίες του παγκόσμιου «πολιτισμού» που παράγει αμέτρητους απόκληρους και οδηγεί την συντριπτική πλειονότητα των συγχρόνων μας στην ψυχολογική, συναισθηματική και πνευματική εξαθλίωση.
Η ένταξη του πολίτη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνδέεται, κατά την άποψή μας, με μια συμβολική απόφαση η οποία, επιβεβαιώνοντας την ιδιότητά μας ως εχόντων την ευρωπαϊκή νοοτροπία, οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση που μας διασώζει από τις υπερβολές των θανάσιμων αξιών της κυρίαρχης κουλτούρας.
Ως εκ τούτου, προτείνουμε την υιοθέτηση της ελληνικής, ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σίγουρα, η πρόταση αυτή θα προκαλέσει έκπληξη και σαρκασμό, αλλά καλούμε τον αναγνώστη να δεχθεί να δει πέρα από την αρχική του αντίδραση, τη βαθιά αλήθεια που εμπεριέχεται σε ό,τι αποτελεί σήμερα μια ουτοπία. Γνωρίζουμε όλοι, ότι ανεξάρτητα από τα ραγδαία επιστημονικά και φιλοσοφικά κεκτημένα του, το ελληνικό πνεύμα μπόρεσε να ορίσει τις έννοιες της δημοκρατίας και του μέτρου, που αποτελούν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αν θέλουμε να προωθήσουμε μια νέα συνειδητοποίηση αυτής της κληρονομιάς, δεν το κάνουμε απλώς, για να προσκυνήσουμε ένα ιστορικό μνημείο ή, ακόμη λιγότερο, για να αυξήσουμε μια ευρωκεντρική παράνοια, αλλά διότι μας φαίνεται υγιές σε τούτη την περίοδο της αμφιβολίας, να αναζωογονήσουμε τη νοοτροπία μας με αξίες που δίνουν κεντρική θέση στο διάλογο, στο κριτικό πνεύμα, στην αίσθηση του μέτρου ή ακόμη και στη διαχείριση των χτυπημάτων της μοίρας με αδελφοσύνη.
Διότι, η ελληνική γλώσσα, η πηγή ζωής που μας έδωσε τα φώτα, ποτέ δεν έπαψε να τροφοδοτεί δια μέσου των αιώνων το ίδιο πνεύμα το οποίο συγκινούμεθα όταν ανακαλύπτουμε στην Ελλάδα του σήμερα. Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει επαρκώς, το ότι η καθημερινή συμπεριφορά των Ελλήνων, που γοητεύει τον ξένο τουρίστα, αποτελεί απλούστατα έκφραση του ίδιου αυτού πνεύματος;
Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει επαρκώς, ότι η ελληνική είναι μία γλώσσα οι λέξεις της οποίας απηχούν σημασιολογικά, συναισθηματικά και μουσικά, βαθιά νοήματα, τουτέστιν την αλήθεια των πραγμάτων, η οποία επιβίωσε και δεν λησμονήθηκε στην πορεία; Εντέλει, έχουμε πλήρη επίγνωση του ότι αυτή η κληρονομιά, το πνεύμα, και η σημασιολογική απήχηση των λέξεων είναι στοιχεία που εξακολουθούν να είναι παρόντα σε μία γλώσσα ζωντανή;
Κατά τρόπον καλύτερο από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, η ελληνική είναι η γλώσσα του ανθρώπου σε επαφή με το οικουμενικό (όπως, τόσο καλά, το είχε διατυπώσει ο Κώστας Αξελός σε ένα εμπνευσμένο κείμενο).
Όμως, εξαρτάται πλέον μόνον από εμάς (και από τους Έλληνες) το να καταφύγουμε σε αυτήν την γλώσσα και να αντλήσουμε έμπνευση από το πνεύμα που την διέπει. Ας αντιληφθούμε, ότι η ελληνική είναι ο θησαυρός που διαθέτουμε, και θα ήταν ένδειξη πολύ κακής διαχείρισης να τον εγκαταλείψουμε στο ισχύον καθεστώς, μιας γλώσσας που ομιλείται από ολίγους.
Από πρακτικής απόψεως, η υιοθέτηση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναμένεται να συναντήσει μείζονα εμπόδια, ει μη μόνον αυτά των ανέξοδων σαρκασμών. Και ακριβώς λόγω της σημερινής της «βαρύτητας», η ελληνική γλώσσα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίπαλος των μεγάλων γλωσσών της Ευρώπης, έτσι ώστε η υιοθέτησή της ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αποτελούσε περισσότερο ένα γεγονός σε συμβολικό επίπεδο, παρά ένα πραγματικό πολιτικό διακύβευμα.
Διότι το ζητούμενο δεν είναι να επιβληθεί καθολική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά απλούστατα να της αναγνωριστεί – ως γλώσσας που συμβολίζει το ευρωπαϊκό πνεύμα- το στάτους της επίσημης γλώσσας της Ένωσης.
Αυτό που προτείνουμε, είναι ένα είδος μαγικού που μας φαίνεται μάλλον αυτονόητο, παρά τρελό, και που δύναται να μεταμορφώσει τον πολίτη κάθε χώρας σε πραγματικό πολίτη της Ευρώπης. Έχουμε πράγματι την βεβαιότητα, ότι οι Ευρωπαίοι θα κολακεύονταν αν έχαιραν κατ’ αυτόν τον τρόπο μιας απτής αίσθησης του ανήκειν σε έναν πολιτισμό, ο οποίος τους συναρπάζει, ενώ, μέσα από την συμβολική αυτή προσχώρηση θα μπορούσαν να αντλήσουν την ελπίδα και την βούληση για μία Ευρώπη ισορροπημένη, που θα δώσει εκ νέου προτεραιότητα στον άνθρωπο και στην τελείωσή του.
Εν κατακλείδι, τον τελικό λόγο για την ενδεχόμενη απήχηση που θα έχουν τα ελληνικά στην ζωή της Ένωσης, τον έχει ο λαός. Εάν ο συλλογισμός μας επαληθευτεί, θα θριαμβεύσουν, αν πάλι όχι, η υιοθέτηση των ελληνικών ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παραμείνει ως ελάχιστος φόρος τιμής προς την πηγή του πολιτισμού μας.
Μήπως όμως να αφήσουμε την μαγεία να λειτουργήσει;
Πριν ξεκινήσουν για την ίδρυση του Βυζαντίου, οι Έλληνες άποικοι συμβουλεύτηκαν το Μαντείο των Δελφών. Ο σιβυλλικός χρησμός που δόθηκε, είχε ως εξής: «Ιδρύσατε την πόλη σας, έναντι της πόλης των τυφλών».
Απέναντι από ένα χωριό που είχε κτιστεί στην ασιατική όχθη λοιπόν, οι Έλληνες ανακάλυψαν τον Κεράτιο Κόλπο (το χρυσούν κέρας), τοποθεσία απολύτως πρόσφορη για την κατασκευή ενός εξαιρετικού λιμένα και μιας εξέχουσας πόλης, που οι κάτοικοι του χωρίου δεν είχαν κατορθώσει να δουν.
Μήπως λοιπόν είμαστε κι εμείς τυφλοί;
Pierre Berringer, Νίκαια – εκδότηςYves Canier, Μπεζανσόν – καθηγητής κλασικής φιλολογίαςCatherine Teuler, Παρίσι – καθηγήτρια αγγλικής
Μετάφραση: Νίκος Λεγάκης, Γεωργία Πρωτογέρου Επιμέλεια κειμένου: Γεωργία Πρωτογέρου