Η κατσαρόλα κι η Ελληνίδα μάνα!
16 Σεπτέμβρη του 1994 απόγευμα Παρασκευής φτάνω για πρώτη φορά στο Heathrow κι η ζωή μου παίρνει μιαν άλλη τροπή.
Μετά από αμέτρητες ανατροπές και μπόλικη ανακατωσούρα τελικά εγκαταστάθηκα στις φοιτητικές εστίες ζώντας ένα απόλυτο χάος. Λίγες μέρες μετά φτάνουν τα λιγοστά πράγματα που είχα στείλει από την Ελλάδα με φορτωτική. Κάτι παπλώματα, κουβέρτες και χειμωνιάτικα ρούχα. Οι ελλείψεις μου πολλές οπότε αρχίζω να ψάχνω που είναι η αγορά για να ψωνίσω τα βασικά.
Βρίσκω ένα μαγαζί του αίσχους – ότι πάρεις 100- από όπου ψώνιζαν όλοι και παίρνω δυο πιάτα δυο ποτήρια και κάτι κατσαρολάκια όπου το πολύ χωρούσε να βράσεις ένα αυγό.
Ψάχνω απεγνωσμένα για κάτι πιο μεγάλο μια κατσαρόλα κανονική για σούπα κάτι τέλος πάντων…βρήκα τελικά ένα κατσαρόλι που χωρούσε δυο αυγά και μια πατάτα..Μοιράζομαι το διαμέρισμα της εστίας με ένα Άγγλο, μια Αγγλίδα, έναν Μαλαισιανό, μια Νιγηριανή κι έναν Ολλανδό. Έξι άτομα από τελείως διαφορικές κουλτούρες. Μεγαλεία! Οι υπόλοιποι συγκάτοικοι έχουν βολευτεί πλήρως και μαγειρεύουν, ψήνουν, τηγανίζουν κανονικά. Εγώ δεν μπορώ να βγάλω άκρη με το γκάζι, δυσκολεύομαι να βράσω πράγματα στον φούρνο μικροκυμάτων, δεν μπορώ να ψωνίσω πράγματα από το Σούπερ μάρκετ γιατί όλα είναι τυποποιημένα ακόμη και τα φρούτα και τα λαχανικά και γενικά δυσκολεύομαι με όλα.
Αφού κουτσά στραβά αρχίζω να μπαίνω στο νόημα και στις διατροφικές συνήθειες του λοιπού διαμερίσματος, δηλαδή, τσάι, ατέλειωτο τσάι, κρασί, βραστές πατάτες με κονσέρβα φασόλια και τοστ με πατατάκια κι αφού έχουμε τακτοποιήσει όλα τα πραγματάκια μας στο ψυγείο με καρτελάκια με ονόματα, η μπανάνα του Μένο, το γιαούρτι του Μαρκ και το αυγό της Κατερίνας…κι όλα φαντάζουν μια χαρά στη θέση τους….στα μέσα του Οκτώβρη…επιτέλους καταφθάνει το Ιππικό.
Η Ελληνίδα παύλα, Πόντια μάνα!
Ήταν και η μοναδική μάνα που κατέφθασε ποτέ στο διαμέρισμα μας, αλλά και στις εστίες των λοιπόν διαμερισμάτων.
Σκάει μύτη λοιπόν το Μαρικάκι στο Gatwick με δάκρυα στα μάτια και δυο βαλίτσες ίσαμε το μπόι μου. Τι κουβαλάς μέσα στις βαλίτσες ρε μαμά. Ε! τα βασικά αγάπη μου.
Να σημειώσω πως εκείνη την περίοδο η Ελληνίδα παύλα Πόντια μάνα ήταν μικρότερη από την ηλικία που έχω εγώ τώρα!!!! Δηλαδή 42! Δηλαδή κοριτσάκι!!!!! Επίσης ήταν εργαζόμενη γυναίκα, και ζούσε στας Ευρώπας αφού είχε έρθει από Γερμανία που ήταν η χώρα διαμονής των γονιών μου….Ευρωπαία, εργαζόμενη, νεότατη γυναίκα δηλαδή….Αλλά η Ελληνίδα παύλα Πόντια μάνα ασχέτως της ηλικίας και λοιπών στοιχείων, έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις πληθωρικές γιαγιάδες του χωριού, που μαγειρεύουν φροντίζουν και δίνονται, με τρόπο αποκλειστικό. Είδος που την καθιστούν πλάσμα μοναδικό στον πλανήτη….
Μπαίνουμε στο μετρό κι εκεί μέσα στο χαμό ένας τύπος παίζει μουσική, με ένα μουσικό πολυόργανο. Μια ωραία μελαγχολική μουσική…τόσο γλυκιά που ξάφνου ένα νεαρός στο κάθισμα απέναντι κι ακριβώς μπροστά μας αρχίζει να κλαίει. Έκλαιγε και τα δάκρυα κυλούσαν βουβά στα μάτια του ποτάμι. Κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία….ενώ εκείνη άρχισε να στριφογυρνά….
Αχ βρε αυτό το πουλάκι μου τώρα γιατί κλαίει; Ποιος ξέρει ρε μαμά θα έχει τα δικά του….
ΑΑΑΑΑχ το γιαβρί μου ποιος ξέρει τι πόνο έχει. Τι θα θυμήθηκε! Πες του βρε Κατερίνα τι έχει το παιδί;
Εγώ έπρεπε να παίξω το ρόλο του μεταφραστή …Δεν είσαι καλά που θα ενοχλήσω τον ξένο τον άνθρωπο.
Κάλε τι ενόχληση μπορεί κάτι να χρειάζεται το πουλάκι μου….
Όχι!
Σιωπηλή για λίγο με σκουλήκια στο κάθισμα…Κατερίνα μήπως να του δώσω μια σοκολάτα έτσι για να χαρεί…Γιατί ως γνωστόν με μια σοκολάτα όλοι χαίρονται. Μαμά μην τυχόν ανοίξεις τις βαλίτσες κι αρχίζεις να ψάχνεις σοκολάτες θα γίνει χαμός….
Σιωπηλή αλλά με βλέμμα λυπηρό κατευθείαν πάνω του ενώ εκείνος σκούπιζε τη μύτη του κι η Ελληνίδα παύλα Πόντια μάνα, να τον κοιτά ψιθυρίζοντας…αχ πως το λυπάμαι το γιαβρί μου….
Φτάνουμε επιτέλους στο διαμέρισμά κι ανοίγουν οι βαλίτσες και ξεπηδούν από μέσα τα απαραίτητα…γιατί τότε στις καλές εποχές τα απαραίτητα έμπαιναν και σε αεροπλάνο! Ξεχύθηκαν λοιπόν, μακαρόνια, σαλάμια, λουκάνικα, κασέρια τυρί φέτα, σοκολάτες, βάζα με nutellες, μέλια, ελιές, ρύζια, λάδι….και μια κατσαρόλα Ελληνική! Ξέρετε τις δικές μας τις κανονικές. Εκεί όλοι οι συγκάτοικοι σοκαρίστηκαν, ενώ εγώ επιτέλους γελούσα ευτυχισμένη!!! Μια κανονική κατσαρόλα ρε φίλε να κάνεις τη σουπάκλα σου να γουστάρεις….Έχουν μείνει όλοι σέκος. Κατσαρόλα μέσα στην βαλίτσα, σου λέει δεν μπορούσαν να το διανοηθούν. Τι λες αγόρι μου! Εμένα πάλι με ξάφνιασε που η κατσαρόλα ήταν άδεια και δεν είχε μέσα κάτι εξαιρετικά απαραίτητο όπως…φρέσκα αυγά!
Ο Ολλανδός με ρωτά, για το στρατό θα μαγειρέψετε; Όχι αυτή είναι μια κανονική κατσαρόλα του λέω, για οικογένεια. Σε τέτοιες μαγειρεύετε; με ρωτάει με μάτια γουρλωμένα, σοβαρά;
Μας κοιτούν όλοι σαν εξωγήινους…Φέτα, λάδι!
Στο λάδι αρχίζουν τα επιφωνήματα. Δεν είχαν ξαναδεί τόσο μεγάλη συσκευασία. Εγώ είχα φροντίσει βέβαια να μιλήσω με τον μπαμπά στο τηλέφωνο και να ενημερώσω ότι το λάδι ήταν πανάκριβο και το πουλούσαν σε βαζάκια γυάλινα σαν άρωμα…Δεν είναι να τα αφήνεις στην τύχη αυτά είναι καίρια θέματα! Άκου λάδι σε μικρό μπουκάλι!Έφριξε ο μπαμπάς που ήτο κι εστιάτορας και γνώστης της καλής και πάνω από όλα πληθωρικής Ελληνικής κουζίνας!
Ε Μα!Φάρμακο θα πιούμε;
Αστεία το λες; Πως θα λαδώσει το άντερο χωρίς την λαδούμπα σε τενεκεδάρα!
Πρώτη μέρα λοιπόν η Ελληνίδα παύλα Πόντια μάνα αφού έχει φέρει βόλτα όλη την κουζίνα μου ζητά να της φέρω κιμά κι αυγά και λεμόνια μπόλικα και κάνει την αθάνατη γιουβαρλόσουπα με τριάντα γιουβαρλάκια να κολυμπούν στο απόλυτο αυγολέμονο….Στρώνει τραπέζι με ψωμιά, σαλάτες, φέτες, ελιές και τα τοιαύτα. Όποιος μπαίνει στην κουζίνα ξαφνικά γίνεται προσκεκλημένος.
Πες στο παιδί να φάει μαζί μας ένα πιάτο φαΐ. Δεύτερο σοκ οι συγκάτοικοι. Άνοιγε η μάνα την κατσαρόλα και δωστου…η γιουβαρλόσουπα. Μια κουτάλα για σένα, μια κουτάλα για τον άλλο κι από τρία τέσσερα γιουβαρλάκια να στυλωθείς βρε παιδί μου!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γουρλωμένα τους μάτια σαν έβλεπαν την ποσότητα του φαγητού κι ύστερα άλλο σοκ σαν καταλάβαιναν πως αυτό το πιάτο ήταν για εκείνους ( για μένα;…ναι ναι για σένα καλό μου)…κι έπρεπε να το φάνε μαζί με μποοοολικο τυρί και ψωμί ε! και χωρίς σαλάτα θα φάνε τα παιδιά;
Μεγαλεία!!!
Και το ίδιο σοκ που έπαθαν οι συγκάτοικοι με την υπερβολή της Ελληνίδας παύλα Πόντιας μάνας το έπαθε εκείνη σαν άνοιξε το ψυγείο και είδε…μια ντομάτα με ένα όνομα πάνω…Ποιος είναι ο Μπεν και γιατί τρώει μια ντομάτα μόνο…μα μία;;;;; και που να έβλεπε πως ο Μπεν έκοβε την ντομάτα στη μέση έτρωγε τη μισή κι έβαζε την άλλη μισή στο ψυγείο! Μεγάλα χουβαρνταλίκια.
Η Ελληνίδα παύλα Πόντια μάνα ήρθε σαν σίφουνας. Έψησε πίτες και παστίτσια. Γλυκά, σούπες και ρυζόγαλα, γέμισε μυρωδιές, γεύσεις και χαρά το κρύο διαμέρισμα της εστίας κι έφυγε με άδειες βαλίτσες και ήσυχο κεφάλι αφού είχε ελέγξει που και με ποιους ζει το καμάρι της!
Έκτοτε εγώ κατάφερα και συνδέθηκα με τον Ελληνικό φοιτητικό πληθυσμό του Πανεπιστημίου και πολύ πολύ συχνά Έλληνες και κάθε λογής ξένοι συγκάτοικοι απολαμβάναμε και μοιραζόμασταν την χαρά που ερχόταν σε μεγάλες κούτες αποκλειστικά και μόνο από τις Ελληνίδες μάνες…γιατί η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήρθε δέμα από Γερμανίδα, Αφρικανή, Ινδή, Γαλλίδα, Σκωτσέζα, Κινέζα ή μικρή Ολλανδέζα μάνα…Τα δέματα με τα ταψιά μουσακάδες και πίτες, οι τενεκέδες με λάδι και φέτα, τα μαγειρεμένα κρέατα με τις σάλτσες ( βράσε κι ένα μακαρονάκι στα γρήγορα κι έχεις έτοιμο φαΐ παιδί μου!) και τα βρασμένα μοσχαρίσια νουά (όταν γυρίσεις κουρασμένος πέτα μια πατάτα στο νερό με το βρασμένο κρέας κι έτοιμη η σούπα βρε κορίτσι, αγόρι, γιαβρί, πουλάκι, τσιγιέρι μου).
‘Όλα, όλα μα όλα, ακόμη και οι μπακλαβάδες οι τυλιγμένοι με μαεστρία μην χυθούν τα σορόπια, ήταν αποκλειστική έγνοια της Ελληνίδας μάνας! Κι όσοι στις εστίες συγκατοικούσαν σε διαμερίσματα με Έλληνες, το ήξεραν πως είχαν πιάσει την καλή, γιατί εκτός των άλλων η διαταγή της Ελληνίδας μάνας ήταν, να τα μοιραστείτε με τα άλλα παιδιά παιδί μου, κρίμα είναι…
Την κατσαρόλα…την αθάνατη Ελληνική κατσαρόλα της οικογένειας, την έχω ακόμη. Που και που ξεχαρβαλώνονται λίγο τα χερούλια μα τόσα χρόνια τώρα στέκει αμάσητη κι έχει φιλέψει την δική μου πια φαμίλια και λόχους φίλων και συγγενών. Γιατί η Ελληνική κατσαρόλα είναι σαν την Ελληνίδα με ή χωρίς παύλα Πόντια, Βλάχα, Σαρακατσάνα, Νησιώτισσα, Θρακιώτισσα, Ηπειρώτισσα, Κύπρια (Μάρω ακούς;) και βάλε…μάνα!
Μεγάλη σε μέγεθος και αντοχή! Να χωρά, να βαστάει, να χαίρεται να δίνει, κι εσύ να χαίρεσαι να μαγειρεύεις μέσα της! Κατσαρολάρα ρε φίλε…όχι αστεία! Γιατί ανάμεσα στα άλλα παλαβά που πιστεύει και εννοείται πως ξέρει αποκλειστικά και μόνο η Ελληνίδα μάνα έχει και την πεποίθηση πως για να είσαι καλά πρέπει (εκτός από το να ντύνεσαι καλά) να τρως καλά κι αν τρως καλά…περνάς καλά κι είσαι γερός…κι ευτυχισμένος – και όταν λέμε “καλά”, ξέρουμε όλοι τι εννοεί…
Που τα θυμήθηκα όλα αυτά…δεν ξέρω. Είναι ίσως που αλλάζει ο καιρός κι είπα να κάνω γιουβαρλόσουπα που αλλού…στην κατσαρόλα της Ελληνίδας μάνας…Μόνο που τώρα αυτή η μάνα είμαι εγώ και σαν έρθει εκείνη ώρα, σκοπεύω να σπάσω τα ρεκόρ υπερβολής της μάνας μου! Έχω καλό DNA. Άλλωστε, έχω ήδη αρχίσει προπονήσεις!…
Καλημέρα αγαπημένοι. Καλό Οκτώβρη!!!!Πάντα με γεμάτες με μυρωδάτη χαρά κατσαρόλες….και να σας πω και κάτι…Αν είχα την ευκαιρία, θα πήγαινα πίσω στο χρόνο για να την δώσω την σοκολάτα σε εκείνον τον νεαρό που έκλαιγε στο μετρό! Ναι ρε φίλε θα γίνω χειρότερη Ελληνίδα μάνα, από τη μάνα μου!!!