Οι παιδίατροι συνιστούν ότι ο θηλασμός πρέπει να είναι η αποκλειστική τροφή ενός νεογέννητου, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των έξι μηνών, διότι έτσι μειώνεται ο κίνδυνος του μωρού για λοιμώξεις στα αυτιά και στο αναπνευστικό σύστημα, αλλά μειώνεται και ο κίνδυνος για το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, για αλλεργίες, για παιδική παχυσαρκία και για διαβήτη.
Πολλά βρέφη που θηλάζουν δεν παίρνουν αρκετή βιταμίνη D, επειδή οι μητέρες τους προτιμούν να μην τους δίνουν συμπληρωματικές σταγόνες με την συγκεκριμένη βιταμίνη, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Επειδή το μητρικό γάλα συνήθως δεν περιέχει αρκετή βιταμίνη D, για να βοηθήσει το μωρό να αναπτύξει υγιή οστά, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συμβουλεύει τις θηλάζουσες μητέρες να δίνουν στα μωρά τους καθημερινά συμπληρώματα των 400 IU (διεθνείς μονάδες μέτρησης) από βιταμίνη D. Ως εναλλακτική λύση, οι μητέρες μπορούν να λάβουν βιταμίνη D οι ίδιες (4.000 – 6.000 IU ημερησίως) και να περάσουν στο παιδί τους την δόση που χρειάζεται μέσω του μητρικού γάλακτος.
Θηλασμός και βιταμίνη D: Τι έδειξε η νέα έρευνα
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες ανέλυσαν τις περιπτώσεις 184 νέων μητέρων, εκ των οποίων μόνο οι 44 έδιναν στα μωρά τους βιταμίνη D, εκτός από μητρικό γάλα.
«Πολλές μητέρες δεν είχαν επίγνωση της ανάγκης για συμπληρώματα βιταμίνης D, ή ο γιατρός τους δεν τους είχε συστήσει κάτι τέτοιο», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δρ Tom Thacher, ερευνητής στην κλινική Mayo στο Ρότσεστερ της Μινεσότα και πρόσθεσε: «Άλλες πίστευαν ότι το μητρικό γάλα διέθετε όλα τα αναγκαία διατροφικά στοιχεία για το μωρό τους και άλλες δήλωσαν ότι αποτελεί ταλαιπωρία για εκείνες να δίνουν έξτρα συμπλήρωμα με βιταμίνη D, ή ότι είχαν κακή πρότερη εμπειρία όταν το έκαναν σε προηγούμενο παιδί τους».
Η σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε ραχίτιδα, σε μαλακά οστά και σε επιληπτικές κρίσεις λόγω του χαμηλού ασβεστίου, ή μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε καρδιακή ανεπάρκεια στα βρέφη. Ενώ οι ενήλικες μπορούν να δημιουργήσουν βιταμίνη D μέσω την απευθείας έκθεσης στον ήλιο, αυτό δεν συνιστάται για τα μωρά.
Ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει βιταμίνη D μόνο μέσω της άμεσης έκθεσης στον ήλιο, τα μωρά δεν μπορούν να παράγουν όση βιταμίνη χρειάζονται. Οι περισσότερες μητέρες στην έρευνα (περίπου το 76%) είπαν ότι έπαιρναν οι ίδιες βιταμίνη D και οι περισσότερες εξ αυτών προτιμούσαν τα καθημερινά συμπληρώματα παρά εκείνα που λαμβάνονται πιο λιγότερο συχνά και είναι μακράς δράσης. Συνολικά, σχεδόν 9 στις 10 γυναίκες δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να λαμβάνουν οι ίδιες συμπληρώματα με βιταμίνη D παρά να δώσουν σταγόνες στα μωρά τους. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι η ανασφάλεια που νιώθουν σχετικά με το να δίνουν στο μωρό τους οτιδήποτε άλλο πέρα από το μητρικό γάλα που τους προσφέρει ο θηλασμός.
Θηλασμός και έλλειψη βιταμίνης D: Άλλα συμπεράσματα από την έρευνα
Ένας περιορισμός της συγκεκριμένης μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Annals of Family Medicine, είναι ότι σε αυτήν συμμετείχαν ως επί το πλείστον λευκές μητέρες, οπότε τα ευρήματα μπορεί να μην ισχύουν για γυναίκες άλλων φυλετικών ή εθνοτικών ομάδων, ή για γυναίκες με ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Παρόλα αυτά, οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη να «εκπαιδευτούν» οι νέοι γονείς σχετικά με την ανάγκη για βιταμίνη D και να διαβεβαιωθούν οι θηλάζουσες μητέρες ότι είναι ασφαλές να λαμβάνουν συμπληρώματα για τον εαυτό τους ή να δώσουν σταγόνες στο μωρό τους, όπως δήλωσε η δρ Lydia Furman, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο Case Western Reserve και Rainbow Babies και στο Νοσοκομείο Παίδων στο Κλίβελαντ του Οχάιο.
«Τα βρέφη μπορούν να λάβουν επαρκή βιταμίνη D μόνο εάν οι μητέρες τους λαμβάνουν επαρκή βιταμίνη D, που σημαίνει ότι θα υπάρχει επαρκής βιταμίνη D στο μητρικό γάλα, ή εάν λαμβάνουν συμπλήρωμα», δήλωσε η δρ Furman, η οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Πηγή: .iatropedia.gr