Όπως παραδέχεται η διοίκηση του ΕΦΚΑ με την διευκρινιστική εγκύκλιο που εξέδωσε, όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες συμπεριλαμβανομένων των γιατρών, πληρώνουν διπλή εισφορά. Στην εγκύκλιο, φαίνεται ότι γιατρός που απασχολείται ως μισθωτός σε ιδιωτική κλινική και συγχρόνως διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο με υποχρέωση ασφάλισης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2016 στο πρώην ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ και για τις δύο δραστηριότητες πληρώνει ΕΦΚΑ.
Μηνιαία εισφορά για το εισόδημα που προέρχεται από τη μόνιμη σχέση παροχής υπηρεσιών, και ασφαλιστική εισφορά για το εισόδημα από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης πληρώνει ο κάθε ιδιώτης γιατρός.
Δηλαδή καταβάλλει εισφορά για το εισόδημα που προέρχεται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας και εισφορά για το εισόδημα που προέρχεται από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 περί κατωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος.
Το άθροισμα του εισοδήματος από την εξαρτημένη εργασία και το ελεύθερο επάγγελμα δεν μπορεί να υπολείπεται του κατωτάτου ορίου εισοδήματος, δηλαδή του ποσού των 586,08 ευρώ ή 410,26 ευρώ για τους ασφαλισμένους κάτω της πενταετίας και να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, δηλαδή το ποσό των 5.860,80 ευρώ.
Έτσι, γιατρός που παρέχει μισθωτή εργασία σε ιδιωτική κλινική και ταυτόχρονα διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο και για τις δύο δραστηριότητες μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2016 υπαγόταν υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ. Ωστόσο, από την 1η Ιανουαρίου 2017, ο ασφαλισμένος θα καταβάλλει:
-Εισφορά για το εισόδημα που προέρχεται από την παροχή μισθωτής εργασίας.
-Εισφορά για εισόδημα που προέρχεται από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος.
Για τους αυτοαπασχολούμενους, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το πέμπτο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
Από την 1η Ιανουαρίου 2018, τα παραπάνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές.
Πηγή: iatropedia.gr