ριν από 36 χρόνια, σημειώθηκε ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα πάθους που συγκλόνισαν τη χώρα μας τη δεκαετία του 1980. Ο Παναγιώτης Φραντζής είχε εξαπολύσει τη βίαιη επίθεση που κατέληξε στη δολοφονία της τότε συζύγου του, Ζωής Γαρμανής. Αφού την έπνιξε, επέλεξε να κόψει το σώμα της σε έντεκα μικρά κομμάτια και στη συνέχεια, πέταξε τα ανθρώπινα υπολείμματα στα σκουπίδια προκειμένου να τα εξαφανίσει.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Παναγιώτης Φραντζής μίλησε για τον χρόνο που χρειάστηκε για να εκτελέσει αυτήν την απάνθρωπη πράξη, καθιστώντας την επιλογή της θανατικής ποινής έναν προτεινόμενο τρόπο τιμωρίας (παρότι η θανατική ποινή είχε καταργηθεί από το 1972). Ο εισαγγελέας της υπόθεσης είχε προτείνει τη θανατική ποινή, ενώ ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής είχε απευθύνει στον κατηγορούμενο τη σκληρή επισήμανση “πήγαινε να αυτοκτονήσεις”. Τελικά, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία με πρόθεση και βάναυση μεταχείριση του πτώματος και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Παναγιώτης Φραντζής: Άρχισε μια νέα ζωή
Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια μετά την τραγική εποχή της δολοφονίας, ο Παναγιώτης Φραντζής έχει κάνει σημαντικές αλλαγές στη ζωή του. Κατόπιν της αποφυλάκισής του τον Οκτώβριο του 2005, μετά από 18 χρόνια πίσω από τα κάγκελα, αποφάσισε να αφήσει πίσω το παρελθόν και να ξεκινήσει μια νέα φάση στη ζωή του, ενσωματώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά από λίγα χρόνια της αποφυλάκισής του, ο Φραντζής ερωτεύτηκε μια γυναίκα, με την οποία, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, δημιούργησαν μια οικογένεια. Παρά τις δύσκολες συνθήκες και την πολύπλοκη πορεία της ζωής του, ο ίδιος δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει τη χώρα, όπως θα μπορούσαν να κάνουν κάποιοι στη θέση του. Αντιθέτως, ζει τη ζωή του, προσπαθώντας να κάνει ένα νέο ξεκίνημα.
Το χρονικό της ανακάλυψης:
Στις 25 Ιουνίου 1987, στα Κάτω Πατήσια, ένας ρακοσυλλέκτης ανακάλυψε μια τρομακτική σκηνή ανάμεσα στα σκουπίδια: το τεμαχισμένο σώμα μιας γυναίκας χωρίς το κεφάλι της. Αρχικά, η αστυνομία δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την ταυτότητα του θύματος, αλλά σύντομα ανακαλύφθηκε ότι ανήκε στην 18χρονη Ζωή Γαρμανή και ότι ο δράστης ήταν ο σύζυγός της, Παναγιώτης Φραντζής, 27 ετών.
Ο Φραντζής βρέθηκε σε πανικό, προσπαθώντας να εξαφανίσει τα αποδεικτικά στοιχεία της φρικτής εγκληματικής πράξης. Όμως, είχε ξεχάσει μια απόδειξη από ένα κρεοπωλείο μέσα σε μια από τις σακούλες με τα ανθρώπινα μέλη, που θα μπορούσε να αποκαλύψει τα ίχνη του. Κατανοώντας ότι η πίεση αυξάνεται γύρω του, αποφάσισε να παραδοθεί μόνος του στις αστυνομικές αρχές. Ομολόγησε το φοβερό έγκλημά του και αποκάλυψε την τοποθεσία όπου είχε εγκαταλείψει το κεφάλι της Ζωής.
Ο Φραντζής παραπέμφθηκε σε δίκη για ανθρωποκτονία απο πρόθεση και κατά την απολογία του, στους δικαστές είχε πει : «Ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα, σταματούσα και ξανάρχιζα.Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα …Καυγαδίσαμε, βγήκα εκτός εαυτού. Την έσπρωξα κι εκείνη χτύπησε στην κόγχη του κρεβατιού.Όταν έσκυψα να τη σηκώσω, κατάλαβα ότι ήταν νεκρή. Δεν τη στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς. Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή, λογική εξήγηση.Τύψεις θα έχω σε όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωή».
Η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ότι η Ζωή Γαρμανή είχε πεθάνει από στραγγαλισμό, με ευρήματα ασφυξίας στον πνεύμονα και την καρδιά της. Ενώ η επιστημονική ανάλυση υποδεικνύε την εγκληματική φύση του θανάτου, ο Παναγιώτης Φραντζής επέμενε ότι πρόκειται για ατύχημα. Αντιμετώπιζε την υπόθεση με δήλωση αγάπης για τη Ζωή, παρόλο που αυτό προφανώς διακρινόταν ως αντιφατικό με την πραγματική φύση του εγκλήματος.
Η Ζωή Γαρμανή ολοκλήρωνε το Λύκειο όταν την στραγγάλισε και την τεμάχισε ο Παναγιώτης Φραντζής. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί και παντρευτεί όταν εκείνη ήταν μόλις 16 ετών, και εκείνος ήταν φοιτητής στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.
Η Ζωή ήταν μια όμορφη και γοητευτική νεαρή γυναίκα, και αυτό προκαλούσε έντονη ζήλια στον τότε 27χρονο Φραντζή, που συχνά οδηγούσε σε συνεχείς καυγάδες μεταξύ τους. Ωστόσο, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα στο δικαστήριο, κάθε καβγά τους έληγε όταν τους κατακλύζε ξαφνικά ένας παράφορος έρωτας.
Σε εκείνο το μοιραίο βράδυ, μετά από έναν ακόμη έντονο καβγά που είχε η Ζωή μαζί του, συναντήθηκαν ερωτικά, αλλά κατά τα λεγόμενα του Φραντζή, η Ζωή τον αποκάλεσε ανίκανο στο κρεβάτι, προκαλώντας έναν ακόμη έντονο καυγά μεταξύ τους.
Αυτός ο καβγάς ήταν αρκετός για να τον οδηγήσει στο έγκλημα. Το μυαλό του “γύρισε” και αποφάσισε να τη σκοτώσει. Μόλις διαπίστωσε ότι η 18χρονη Ζωή είχε πεθάνει, πήρε ένα κουζινομάχαιρο και ένα σφυρί για να την τεμαχίσει και να την αποκεφαλίσει. Τέσσερις ολόκληρες ώρες χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει αυτό το μακάβριο έργο. Στη συνέχεια, πέταξε τα τεμάχια στα σκουπίδια στην ελπίδα ότι θα μπορούσε να εξαφανίσει κάθε ίχνος, διατηρώντας το παράνομο σενάριο ότι η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει.
Ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού, και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Παρέμεινε στη φυλακή για 18 χρόνια, μέχρι που αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε ότι βγήκε από τη φυλακή «συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του».