Ένα αποτρόπαιο έγκλημα που συντάραξε την ελληνική κοινωνία και κατέκτησε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την εποχή εκείνη, έλαβε χώρα πολύ πριν εισαχθεί ο όρος «γυναικοκτονία» στην καθημερινή μας ορολογία. Ήταν Οκτώβριος του 1966, όταν το πτώμα της 18χρονης Ειρήνης Ζερβού, η οποία εργαζόταν ως κομμώτρια, ανακαλύφθηκε στο σπίτι του Χριστόφορου Φαντή, επίσης 18 ετών, στο Παλαιό Φάληρο.
«Την αγαπούσα και τη σκότωσα»
Ο Φαντής, σε μια πράξη αδιανόητης βίας, στραγγάλισε την άτυχη κοπέλα ενώ κοιμόταν, χρησιμοποιώντας μία ζώνη. Στη συνέχεια, προχώρησε σε ανατριχιαστικές κινήσεις, ζωγραφίζοντας με ιώδιο έναν σταυρό στο στήθος της νεκρής και τοποθετώντας πάνω της ένα κολιέ σε σχήμα καρδιάς. Ακόμη, άφησε φωτογραφίες και ένα σημείωμα προς τη μητέρα του, στο οποίο έγραφε με θλιβερή παραίτηση: «Δεν είναι ανάγκη να ψάχνετε. Θα σας φέρουν γρήγορα το πτώμα μου. Την αγαπούσα και τη σκότωσα».
Η αστυνομία τον συνέλαβε μέσα σε 24 ώρες από την ανακάλυψη του εγκλήματος, και εκείνος επιχείρησε να απολογηθεί, υποστηρίζοντας πως η κοπέλα τον απατούσε. Υποστήριξε επίσης ότι είχε προηγηθεί καυγάς, κατά τη διάρκεια του οποίου το θύμα τον χλεύασε και τον υποτίμησε, γεγονός που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, τον οδήγησε σε αυτή την ακραία και φρικτή πράξη.
«Την ώρα που γελούσε και με κορόιδευε έπιασα τη μία άκρη και την έδεσα με την άλλη. Της τύλιξα τον λαιμό με τη ζώνη της πιτζάμας, ενώ αυτή συνέχιζε να με βρίζει και να γελά. “Σ’ αγαπώ”, της είπα, αλλά αυτή απάντησε “Δεν με ενδιαφέρει”.»
Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης του αποτρόπαιου εγκλήματος, ο δράστης, υπό την πίεση της συναισθηματικής έντασης, «σπάει» και αποκαλύπτει την αλήθεια, περιγράφοντας τα γεγονότα όπως πραγματικά εκτυλίχθηκαν. Όπως αποδείχθηκε, η άτυχη κοπέλα δεν ήταν θύμα μιας στιγμιαίας έξαρσης θυμού, αλλά της αρρωστημένης ζήλειας που είχε κυριεύσει τον δράστη. Η ζήλεια αυτή τον οδήγησε στο να αφαιρέσει βίαια τη ζωή της νεαρής κοπέλας.
Μάλιστα, ολοκληρώνοντας την αναπαράσταση της φρικτής πράξης, ο δράστης έκλεισε με τη συγκλονιστική φράση: «Ευχαριστήθηκα έτσι, γιατί δεν θα την έπαιρνε πια κανένας άλλος».