Εδώ κι ένα μήνα ήταν κλεισμένη η συνέντευξη με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου, αλλά όλο ακυρωνόταν από την ίδια λόγω μικρών και περαστικών προβλημάτων με την υγεία της.
Δέσποινα Στυλιανοπούλου: «Θέλω να συγκινηθεί ο κόσμος με τη συνέντευξη αυτή»
Μου έκανε εντύπωση η ευγένειά της κάθε φορά που μου έλεγε από τηλεφώνου να επικοινωνήσουμε ξανά την άλλη εβδομάδα και μετά την επόμενη κ.ο.κ.
Τα καταφέραμε, τελικά, και βρεθήκαμε την περασμένη Δευτέρα στο σπίτι της στο Μαρούσι, εκεί όπου ζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τρομερά φιλική και προσηνής, έγινε αντιληπτό απ’ την πρώτη στιγμή πως δεν είχα απέναντί μου μια γυναίκα «ψημένη» με τις δημόσιες σχέσεις, αλλά έναν άνθρωπο διψασμένο για επικοινωνία. Άλλο που δεν θέλαμε κι εγώ και ο φωτογράφος μας! Παρατηρούσα το διαμέρισμά της που ήταν βαμμένο με έντονα χρώματα, σαν τα ρούχα που φορούσε και η ίδια για να μας υποδεχτεί: μία αγιογραφία του Αγίου Φανουρίου σε περίοπτη θέση στο σαλόνι της, πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους, τιμητικά βραβεία σε τραπεζάκια και ο Χούλιο, ο πανέμορφος 10χρονος γάτος της, να τριγυρνά ανάμεσα στα πόδια μας. Η αλήθεια είναι πως έχω γελάσει πολύ με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου και τις γκαφατζίδικες ατάκες της που έγραψαν ιστορία στο παλιό λαϊκό σινεμά.
Μπορώ να θυμηθώ μερικές μόνο τώρα: «Να σας βλέπουμε πού και πού σπανίως απ’ το σπίτι», «Έκανα πρόβες σ’ ένα τραγούδι εσχάτης εσοδείας» ή «Σε βαρέθηκα, είσαι πολύ μικροβιολογικός τύπος»… Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τη χαρακτηριστική πελοποννησιακή προφορά της, το τραγούδι της, ακόμα και τις φάπες που έτρωγε συχνά από τον Κωνσταντάρα ως υπηρέτριά του; Η Στυλιανοπούλου ήταν ο απόλυτος θηλυκός μπουφόνος του ελληνικού κινηματογράφου, το λαϊκό αμόρφωτο και πάντα καλόκαρδο κορίτσι που μια ζωή έκανε πλάτες στους άλλους, τους πλούσιους και τους έξυπνους, κερδίζοντας στο τέλος την αγάπη του κόσμου όλου. Γνώμη μου είναι πως αν δεν υπήρχε η Στυλιανοπούλου στο σινεμά, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Κι έτσι, οι επόμενες γενιές που θα ‘ρθουν θα γνωρίσουν ένα είδος ανθρώπου, ένα είδος Έλληνα υπό εξαφάνιση, φτιαγμένο από τα πιο αγνά και ανόθευτα υλικά ενός παρελθόντος που σε λίγο θα μοιάζει προϊστορία.
— Όταν μπήκα στο σπίτι σας, είχε αποσπάσει την προσοχή σας ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αλήθεια, υπήρξατε φίλοι, γνωριζόσασταν;
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να στείλω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια. Δεν ξέρω τι πιστεύει ο πολύς κόσμος για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ως πολιτικό, αλλά ως άνθρωπος ήταν υπέροχος, με τρομερό χιούμορ. Δεν είναι ούτε δέκα χρόνια που είχα πάει στην Κρήτη να παραθερίσω. Η φίλη μου η Χριστίνα, που με φιλοξενούσε, μου είπε: «Θέλεις να πάμε στο Μαράθι, να δούμε τον Μητσοτάκη με τη Μαρίκα, που σ’ αγαπάει;». Συμπτωματικά, την ώρα που φτάσαμε, έφτασε και η Μερσεντές με το αμαξίδιο που είχε ρόδες για να τη βάζουν τα παιδιά στη θάλασσα να κάνει μπάνιο. Πριν μπει, όμως −καλή τους ώρα εκεί που είναι τώρα όλοι τους− με βλέπει και μου λέει: «Δέσποινά μου, αγάπη μου, εγώ δεν μπορώ να περπατήσω. Τον βλέπεις τον λεβέντη μου πώς περπατάει και πώς έρχεται;». Έτρεξα εγώ, τον χαιρέτησα, με αναγνώρισε κι αυτός και βγάλαμε μια ωραία φωτογραφία. Έτσι έχω μια ανάμνηση με τον Μητσοτάκη από το Μαράθι. Τον εκτιμούσε και ο πατέρας μου, διότι ήξερε ότι ήταν πάρα πολύ μορφωμένος. Κι εμένα ο πατέρας μου, ξέρετε, ήταν εκπαιδευτικός, αλλά και της Καλών Τεχνών, ζωγράφος! Να, αυτός εκεί ο πίνακας στον τοίχο είναι του Παναγιώτη Κατσουλίδη, που ήταν ο πρώτος μαθητής του πατέρα μου και τώρα εδρεύει στο Παρίσι.
— Μου δίνετε πάσα να ξεκινήσουμε από το οικογενειακό περιβάλλον σας, που ήταν ενός άλφα επιπέδου.
Εκτός από τον πατέρα μου, η μανούλα μου ήταν από μια σπουδαία οικογένεια. Ο παππούς μου, ο Αργυρολιάς, ήταν δήμαρχος στην Πελοπόννησο σε 80 χωριά! Να φανταστείς, αγάπη μου, κάθε πρωί είχε μερικούς εκδορείς που έσφαζαν τρία-τέσσερα αρνιά, τα ψήνανε και σε μια μεγάλη τραπεζαρία τάιζε όσους ψηφοφόρους του περνούσαν. Ενώ, λοιπόν, η μάνα μου είχε αρχίσει να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, το εγκατέλειψε, διότι βρέθηκε ο πατέρας μου και παντρεύτηκαν.
Δεν ξέρω, με τράβαγε η καλλιτεχνία. Δεν ψάχτηκα, παρόλο που έδωσα εξετάσεις στη Νομική και πέρασα. Στο πανεπιστήμιο, όμως, αντί να πάω δεξιά στην πόρτα, ανέβαινα αριστερά επάνω να δω την ορχήστρα του πανεπιστημίου. Από ‘κει άρχισε πια ο μαέστρος, ο Κώστας Χαραλαμπίδης, να με βάζει σολίστ σε άριες του Μπαχ και να δίνουμε κονσέρτα στην Κεφαλλονιά. Θέλω να πω ότι ακόμα και στις κλασικές σπουδές, η Τέχνη με τράβαγε. Από μόνα τους έρχονταν όλα.
— Αδέρφια έχετε, κυρία Στυλιανοπούλου;
Έχω μια αδερφή. Και δυστυχώς, το λέω με πόνο, έχασα πριν από έξι χρόνια τον αδερφό μου, τον Γιώργο, που τον λάτρευα και με λάτρευε. Ήταν μεγαλύτερός μου και ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ, αλλά έφυγε γελαστός, με ένα τραγούδι.
— Αυτό το βρίσκω όμορφο. Με ποιο τραγούδι;
Ήταν παραμονή της γιορτής του. Πήγα δίπλα του, στο κρεβάτι, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του είπα «χρόνια πολλά, αδερφέ μου». «Όχι χρόνια πολλά», μου είπε, «”καλά χρόνια” να μου πεις». Πολύ ωραία κουβέντα! «Θέλεις να τραγουδήσουμε μαζί;» τον ρώτησα, εφόσον στην πατρίδα μας, όταν ήμασταν μικρά, κάναμε ωραίο ντουέτο. «Ναι, ναι, ναι», μου απάντησε όλο χαρά. «Το “Λεμονάκι Μυρωδάτο”;», προτείνω. «Αηδία» μου απαντάει. «Μήπως θες το “Σαν πας στην Καλαμάτα;”» ξαναλέω, πιο πολύ για να τον διασκεδάσω και να του δώσω ζωή. Συμφώνησε, άρχισα να τραγουδάω εγώ κι εκείνος να μου κάνει δεύτερη φωνή. Μετά από έξι ώρες έφυγε απ’ τη ζωή.
— Εξακολουθώ να θεωρώ όμορφο αυτό τον ύστατο χαιρετισμό σας.
Μα, δεν είχε πένθος η σκηνή αυτή. Όπως έζησε μικρός, έτσι έφυγε και μεγάλος, με το τραγούδι στο στόμα.
— Ήσασταν δεμένη οικογένεια, να υποθέσω.
Πάρα πολύ! Οι γονείς μου με λάτρευαν! Στην πατρίδα μου, στη γειτονιά μου, ήμουν ένα διαβολάκι που περνούσε και λέγαν όλοι: «Το Δεσποινάκι περνάει, το κορίτσι του Στυλιανόπουλου». Όταν ο πατέρας μου ήθελε να αγοράσει κρέας ή ψάρι, δεν έστελνε κανέναν άλλο. «Θα πάει η μικρή, η Μύτη» − «μύτη» με έλεγε!
— Πώς κι έτσι;
Όταν πλησίαζα την ψαροκασέλα και μύριζα, έλεγα: «Αυτό το ψάρι είναι δύο ημερών». «Μα, ναι, πώς το γνωρίζεις, βρε Δεσποινάκι;», πεταγόταν ο ψαράς, κι εγώ απαντούσα: «Απ’ το μάτι του» (γέλια). Ήμουν από μικρή πολύ ενεργητική, κοινωνική να πω καλύτερα. Δεν γινόταν γλέντι χωρίς το Δεσποινάκι στο περιβόλι του παππού μου, του Αργυρολιά. Πήγαινα εγώ τις Απόκριες ως Δέσποινα, αλλά σε δυο λεπτά έφευγα, πεταγόμουν δίπλα, φόραγα ένα σακάκι του αδερφού μου που κρεμόταν το ένα μανίκι, έβαζα το χέρι μου στο μαυρισμένο τηγάνι και μουτζουρωνόμουν και μετά εμφανιζόμουν μπροστά σε 50-60 άτομα κι έδινα παράσταση! Οι άλλοι, βλέποντάς με να πέφτω κάτω και να τραγουδάω μαζί τους το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», έλεγαν: «Ρε, αυτό το παιδάκι τίνος είναι;». Κάτι υπήρχε από τότε, από εκείνα τα χρόνια.
— Και πότε αντιλαμβάνεστε, κυρία Στυλιανοπούλου ότι αυτός θα ‘ναι ο δρόμος της ζωής σας;
Δέσποινα θέλω να με λες, μόνο Δέσποινα! Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα. Εκείνος που το κατάλαβε ήταν ο δάσκαλός μου, ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος, που μου έκανε μαθηματικά. Ξέρεις, ακόμα και οι γιατροί ή οι δικηγόροι αγαπούν το θέατρο, τους αρέσει και το δουλεύουν με ερασιτεχνικές, εξαιρετικές καμιά φορά, ομάδες. Μου άρεσαν πολύ τα φιλολογικά μαθήματα τότε και μάλλον έπρεπε να σπουδάσω φιλόλογος, είχα λέγειν. Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω καθηγήτρια ή δικηγόρος. Μια μέρα, μπαίνει ο Κανελλόπουλος στην τάξη και μου λέει: «Στυλιανοπούλου, εσύ από αύριο δεν θα διαβάζεις μαθηματικά, θα σου δώσω κάτι άλλο να διαβάσεις». Σκόπευε να ανεβάσει την παράσταση «Η Φιλική Εταιρεία». Φοβήθηκα, κάνω: «Έγινε κάτι, κύριε καθηγητά, και πρέπει εγώ να το διαβάσω; Σας παρακαλώ, αυτό πρέπει να το πείτε στον μπαμπά μου»! «Αν το πω στον Στυλιανόπουλο, δεν θα σ’ αφήσει», ήταν η απάντησή του. Μου έδωσε να κάνω τη βασίλισσα Ελισάβετ κι έτσι ξεκίνησα πρόβες στο σπίτι, διαβάζοντας φωναχτά όλη νύχτα το κείμενο. Με άκουγε ο πατέρας μου κι έλεγε στη μάνα μου: «Αυτό το παιδί θα διαπρέψει στο σχολείο, όλη νύχτα διαβάζει»! Κι εγώ διάβαζα τον ρόλο (γέλια).
— Πόσων ετών ήσουν τότε;
Στα δέκα ήμουν. Είχαμε συνεννοηθεί και το εξής με τον Κανελλόπουλο: «Εγώ θα παίξω στο θέατρο, αλλά θα μου βάλεις άριστα στα μαθηματικά», που δεν τα πολυέπαιρνα. Το θέμα είναι όμως ότι ο πατέρας μου τον επέπληξε! «Δεν ήθελα, Θανάση», του είπε, «να κάνεις αυτό το κακό στο παιδί μου». Πάλι, όμως, ήμουν η πρώτη που έλεγα ποιήματα στις σχολικές γιορτές. «Άφησέ την, είναι πάρα πολύ καλή», του απάντησε ο Κανελλόπουλος, «τα παιδιά είναι καλό να ξεφεύγουν απ’ τη σχολική καθημερινότητα». Έφτασε η παράσταση και την ώρα που έπρεπε να κάνω τη σκηνή με τον γιο μου πεθαμένο, εκεί που άρχισα να μιλάω δραματικά στα αρχαία, σταματάω κάποια στιγμή, γυρίζω στον καθηγητή μου στην κουίντα και του φωνάζω: «Μα, κύριε καθηγητά, εδώ έπρεπε να μου είχατε βάλει και βιολί!». Έπεσε το θέατρο απ’ τα γέλια! Σταμάτησε η παράσταση, βγήκαν όλοι έξω και ο Κανελλόπουλος έκανε του πατέρα μου: «Αυτό το ταλέντο θες να εμποδίσεις; Άφησέ την, βρε παιδί μου, αυτή από σήμερα έχει φύγει!».
— Ο μπαμπάς το αποδέχτηκε τελικά;
Μέχρι να τελειώσω το Γυμνάσιο, επειδή όλοι έλεγαν «το αηδόνι του Στυλιανόπουλου» κι επειδή ο μπαμπάς μου ήθελε να μάθει βιολί, αλλά δεν τον είχε αφήσει ο πατέρας του, ήθελε να με κάνει τι, λες; Τραγουδίστρια! Της όπερας, όμως, κλασικό τραγούδι, όχι του ελαφρού, που ήταν τότε.
— Άρα, με το θέατρο είχε μόνο πρόβλημα.
Ακριβώς. Ήθελε να τραγουδάω! Σε ηλικία 15 ετών, με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, με έφερε εδώ ο αδερφός μου, που τον είχε διορίσει ο Παπαληγούρας στο υπουργείο Επισιτισμού, και μπήκα στο Ωδείο Αθηνών, εκεί όπου είναι μέχρι σήμερα. Είχα καθηγήτρια τη Νουνούκα Φραγκιά κι έγινα μία από τις καλύτερες μέτζο σοπράνο! Εγώ και η Νάνα Μούσχουρη, που ήμασταν οι πιο αγαπημένες φίλες. Τη βοήθησα πάρα πολύ, γιατί πάντα είχε ένα τρακ και μια συστολή, ήξερε πολύ καλά όμως τα ξένα τραγούδια. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις για κάποια πρωινά που έκανε ο Μίμης Πλέσσας στο Rex τότε − θα τον δω την άλλη βδομάδα στης Ροζίτας Σώκου και θα του το θυμίσω!
— Κάτι ξέρω, ναι, αλλά όχι λεπτομέρειες…
Ο Πλέσσας, λοιπόν, με είχε ακούσει σε μια συναυλία με έγχορδα του Μωράκη και ζήτησε να με πάρει στο κουιντέτο του. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να είμαι» του απάντησα, γιατί ήθελε τραγούδια ξένα. Δυστυχώς, πολύ δυστυχώς, ακόμα βρίζω τον εαυτό μου. Λέω: «Στυλιανοπούλου, είσαι απαράδεκτη που δεν έμαθες τα εγγλέζικα». Σύστησα τη Νάνα στη θέση μου κι έτσι έγινε η πρώτη επαφή Πλέσσα – Μούσχουρη. Και σε μια άλλη δουλειά, στο «Σε λαπέν» στην Καστέλλα, πάλι δεν μπορούσα να πάω για τον ίδιο λόγο κι έστειλα τη Νάνα, όπου εκεί γνώρισε και τον Πετσίλα, τον άντρα της. Μετά ξεκίνησαν όλα τα ωραία και μεγάλα για εκείνη κι ακόμα είμαστε φίλες. Άσε που πήγα είκοσι φορές περιοδεία στην Αμερική τα επόμενα χρόνια και έλεγα «όχι» όταν μου πρότειναν να μείνω. Αιτία ήταν και πάλι τα αγγλικά. Είχε έρθει ένας μάνατζερ σε παράστασή μου και με αποκάλεσε Κατρίν Ντενέβ − καλά, καμία σχέση. Άλλος με αποκάλεσε Τζουλιέτα Μασίνα −έχω σχέση μ’ αυτήν;− κι ένας άλλος με είπε, και το ‘γραψε κιόλας, Ζαν Μορό. Μου έγινε, λοιπόν, πρόταση να πάω στο Χόλιγουντ να δουλέψω, αλλά εγώ σκέφτηκα: «Η πατρίδα μου μ’ έστειλε εδώ και συνέβη αυτό, από κει ξεκίνησαν όλα, γιατί να την πουλήσω και να ξενιτευτώ;». Ε, δεν μιλούσα και αγγλικά, τους είπα «ευχαριστώ πολύ» κι έφυγα. Σκέψου ότι μου πρότειναν να γράφονται στα ελληνικά οι αγγλικές λέξεις για να τις μαθαίνω! Δεν γινόταν όμως, και, μεταξύ μας, καλύτερα. Άλλοι πήγαν στο εξωτερικό, δεν έκαναν τίποτα κι επέστρεψαν ταπεινωμένοι. Τι θα λέγανε, ξέρεις; «Έφυγε η Στυλιανοπούλου και τη διώξαν με τη σκούπα» (γέλια). Κι άλλη μια φορά είχα πρόταση να παίξω στην Τσινετσιτά. Κάθισα ένα βράδυ, έμαθα απ’ έξω 400 λέξεις −αν θες σου τις λέω, τις θυμάμαι− και την επομένη καβάλησα το αεροπλάνο. Πήγα, με είδαν, τους άρεσα, αλλά και σ’ αυτούς είπα τα ίδια, στα ιταλικά όμως, όπως τα ‘χα μάθει (γέλια).
— Έχετε επαφές με τη Μούσχουρη μέχρι σήμερα;
Έχω το τηλέφωνό της στο Παρίσι, την παίρνω, με παίρνει κι αυτή, αλλά συνήθως λείπει. Όταν έρχεται εδώ, όμως, βλεπόμαστε πάντα. Μάλιστα, στο Ηρώδειο, σε μια μεγάλη συναυλία της, ήμουν η μόνη που δέχτηκε στο καμαρίνι της. Λέει στην αδερφή της: «Τη Δέσποινα, τη Δέσποινα θέλω μόνο» κι εγώ της πήγα ένα ματσάκι μιγκέ. Μόλις βγήκε στη σκηνή του Ηρωδείου, μου τα πέταξε στην πρώτη σειρά που καθόμουν.
— Θέλω να μου πεις τώρα για τη δραματική σχολή, του Ροντήρη, αν δεν κάνω λάθος.
Δεν κάνεις λάθος, αλλά πρώτα θέλω να πω κάτι άλλο, με το οποίο θα γελάσουν όσοι μας διαβάσουν! Δεν είχα τελειώσει ακόμα το Γυμνάσιο κι ετοιμάστηκα να δώσω κρυφά εξετάσεις στο Εθνικό. Ετοίμασα ένα πάρα πολύ ωραίο κομμάτι την εποχή που η Βουγιουκλάκη αντικατέστησε τη Συνοδινού στην «Ιουλιέτα», στον Κήπο. Υπήρχε κι ένας σπουδαίος ποιητής, ο Τάσος Παππάς, που αργότερα μπήκε στην ανθολογία του Αποστολίδη και τότε έκανε το στρατιωτικό του. Μέναμε δίπλα-δίπλα. Είχε ξεχωρίσει με το ποίημά του «Κάκτοι». Μια μέρα λέω στη μητέρα του: «Αχ, κ. Παππά, μήπως θα μπορούσε ο γιος σας, που όλα τα ξέρει, να με συστήσει σε κάποιον να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό;». Και ποιον μου σύστησε, τελικά; Τον Μήτσο Λυγίζο, αυτόν που σκηνοθέτησε τη Βουγιουκλάκη. Έτσι αποφάσισα να ετοιμάσω τη σκηνή του φαρμάκου από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Όπως καθόμουν και περίμενα τη σειρά μου, δίπλα ήταν ένα κοριτσάκι. «Να περάσει η Στυλιανοπούλου» ακούμε μια φωνή και τη βλέπω να σηκώνεται πρώτη. «Σε παρακαλώ, πού πας;», της κάνω, «εμένα φωνάζουν, εγώ είμαι η Στυλιανοπούλου». «Όχι», μου λέει αυτή, «εγώ είμαι η Στυλιανοπούλου». «Ρε, είσαι καλά; Δεν ξέρω ότι εγώ είμαι η Στυλιανοπούλου;» άρχισα να φωνάζω και καβγαδίζουμε. «Ποιανού Στυλιανόπουλου είσαι εσύ;» τη ρωτάω σε μια φάση. «Είμαι του Γιάννη του Στυλιανόπουλου, του τενόρου της Λυρικής» με ενημερώνει και παθαίνω πλάκα. «Τι λες, βρε παιδί μου», της κάνω ήρεμη πια, «και είμαστε συγγενείς εμείς οι δύο; Και θες να μπεις εσύ πρώτη; Αμ, δεν θα σ’ αφήσω! Εγώ είμαι του Φωτίου Στυλιανόπουλου κι εσύ του Ιωάννου, άρα τα Φώτα προηγούνται του Άι-Γιάννη» (γέλια). Με άφησε, σου λέει «τρελή θα ‘ναι αυτή», μπήκα, έδωσα εξετάσεις μπροστά στον Κωτσόπουλο, στη Ραφτοπούλου, στον Ροντήρη, στον Βόκοβιτς, σε όλα τα ιερά τέρατα. Τους εντυπωσίασα, αλλά τελικά πέρασαν αυτή και όχι εμένα! Πήγα την επομένη να δω το όνομά μου, είδα «Στυλιανοπούλου Δέσποινα του Ιωάννου» και άρχισα να κλαίω. Εκείνη την ώρα κατέβαινε τα σκαλιά ο Κωτσόπουλος:
– Κοριτσάκι, γιατί κλαις;
– Κλαίω γιατί δεν με περάσατε.
– Πώς δεν σε περάσαμε; Πρώτη-πρώτη πέρασες!
– Όχι, την άλλη Στυλιανοπούλου περάσατε!
Τρελάθηκε ο Κωτσόπουλος! Να μη σ’ τα πολυλογώ, έφυγα και από την Αγίου Κωνσταντίνου μέχρι τη Βουλγαροκτόνου πότισα τον δρόμο με δάκρυα. Πέρασαν δυο-τρεις μήνες και πήγαινα μόνο στο Ωδείο, δεν ήθελα να ξαναδώσω στη δραματική. Μια μέρα συνάντησα τον Αρτέμη Μάτσα, αυτό τον άνθρωπο που λέγανε «κακό» απ’ τους ρόλους του και ήταν η πιο αγαθή ψυχή. Του εξήγησα πως με κόψανε και μου κάνει: «Μη στενοχωριέσαι, θα σε πάω σε καλύτερη σχολή, στου Ροντήρη». «Μα, ο Ροντήρης με έκοψε» του ξαναλέω και τότε με ενημερώνει πως και τον Ροντήρη τον διώξανε από το Εθνικό! Πήγα εκεί, λοιπόν, για πλάκα πιο πολύ. «Τι θες εσύ εδώ;» με ρωτάει ο Ροντήρης που με θυμήθηκε. «Εσύ δεν είσαι στη σχολή του Εθνικού;».
– Έλα όμως που δεν είμαι!
– Πώς μιλάς έτσι;
– Πελοποννησιακά μιλάω!
«Αυτή είναι καλή κωμική» γυρνάει και κάνει στους άλλους και μετά με ρωτάει τι θα τους παίξω. «Από τον μονόλογο της Ιουλιέτας θα σας παίξω τη σκηνή του δηλητηρίου». Έπεσε μεγάλο γέλιο! «Όχι του δηλητηρίου, του φαρμάκου» με διορθώνει ο Ροντήρης, για να εισπράξει την απάντησή μου: «Και τα δυο την ίδια δουλειά κάνουνε!».
— Τους κέρδισες με το χιούμορ σου κατευθείαν.
Έτσι, ναι, έλα όμως που την ώρα που ήταν να πω «έλα, Τυπάλδε», εγώ είπα «έλα, Τυβάλδε» και ξανάπεσε γέλιο. «Άντε, περνάς, περνάς», μου λέει ο Ροντήρης, «εσύ, παιδί μου, δεν είσαι για να μας κάνεις να κλαίμε αλλά για να γελάμε».
— Όλα αυτά γίνονται σε μια Ελλάδα μετά τον πόλεμο, με νωπά ακόμα την πείνα και τον θάνατο. Το θέατρο, η τέχνη, ήταν μια διέξοδος για σένα, πέραν της φιλοδοξίας;
Αγαπημένε μου, δεν ήξερα να ξεχωρίζω. Δεν ξέρω, με τράβαγε η καλλιτεχνία. Δεν ψάχτηκα, παρόλο που έδωσα εξετάσεις στη Νομική και πέρασα. Στο πανεπιστήμιο, όμως, αντί να πάω δεξιά στην πόρτα, ανέβαινα αριστερά επάνω να δω την ορχήστρα του πανεπιστημίου. Από κει άρχισε πια ο μαέστρος, ο Κώστας Χαραλαμπίδης, να με βάζει σολίστ σε άριες του Μπαχ και να δίνουμε κονσέρτα στην Κεφαλλονιά. Θέλω να πω ότι ακόμα και στις κλασικές σπουδές, η Τέχνη με τράβαγε. Από μόνα τους έρχονταν όλα.
— Αισθανόσουν, παρ’ όλα αυτά, ότι ήσουν διαφορετική από τους άλλους;
Πολύ! Πέρασα τις προάλλες έξω απ’ το Μέγαρο Μουσικής και θυμόμουν πως όταν ήμουν 16-17 ετών δεν άφηνα συναυλία για συναυλία. Τότε δίνονταν στον «Ορφέα» πολλές συναυλίες με ξένους. Μάλιστα, ένας μαέστρος είχε πάθει ανακοπή στη σκηνή κι εγώ ήμουν από κάτω και δέχτηκα μεγάλο σοκ! Έχει σημασία για μένα ο Χατζιδάκις και να μου θυμίσεις μετά να σου πω μια ιστορία.
Υπηρετώ το θέατρο πάνω από πενήντα χρόνια, έχω φύγει απ’ το σφρίγος, τα νιάτα, τη δυναμικότητα, την ενέργεια, το πάθος για δημιουργία. Τι έχει μείνει αυτήν τη στιγμή; Δύο μόνο λέξεις: μοναξιά και κατάθλιψη!
— Πες την τώρα, δεν πειράζει.
Ο Χατζιδάκις είχε δώσει μια συναυλία στον «Παρνασσό» με δύο πιάνα. Εγώ δεν είχα χρήματα, τους έλεγα: «Είμαι φοιτήτρια, να ανέβω λίγο στον εξώστη ν’ ακούσω;». Με άφηναν όλοι, ανέβαινα απάνω κι ήμουν η κοπέλα που του έκανα πέντε μπιζ μετά το τέλος του κονσέρτου. Τόσο με είχε ενθουσιάσει το παίξιμο του Χατζιδάκι! Ζητάει μετά να με γνωρίσει. «Με μαγέψατε» του είπα, τίποτε άλλο, κι έφυγα. Μετά από πολλά χρόνια, όταν άρχισα να παίζω στο σινεμά, το ’61,ο Μυράτ με τη Ζουμπουλάκη ζητούσαν ένα κορίτσι να παίξει έναν ρόλο στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», που απαιτούσε κι ένα τραγούδι, το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο». Μου λέει ο Τίτος Βανδής: «Πήγαινε αύριο Χίου 53, στον Φίνο, θα είναι εκεί ο Χατζιδάκις και θα κάνει οντισιόν». Πήγα, τραγούδησα, ο Χατζιδάκις τρελάθηκε και μου δίνει επιτόπου ένα σημείωμα που έλεγε «Από μένα περνάει»! Κι ενώ του έκανα και του Μυράτ ως ηθοποιός, μετά δεν ξέρω τι έγινε, προφανώς ο Μάνος θα άκουσε τη Ζωίτσα τη Φυτούση και θα του «πήγε» πιο πολύ η φωνή της.
— Ήταν ωραία η Φυτούση. «Βρήκα μια υγρή φωνή»,/ είχε πει ο Χατζιδάκις.
Κι εγώ τραγουδούσα −τραγουδάω σε όλες τις ταινίες μου−, αλλά η Ζωή ήταν εξαιρετική κι αυτό το τραγούδι τής πήγε γάντι! Αμέσως έγινε η «Ζωίτσα» μ’ αυτήν τη μεγάλη επιτυχία! Θέλω να πω ότι ο Χατζιδάκις που λάτρεψα πήγε να μου δώσει μια ευκαιρία, να γίνω κι εγώ μεγάλη τραγουδίστρια, αλλά δεν έγινε. Δεν πειράζει, δεν ήταν το τυχερό μου.
— Θέλω να μου συγκρίνεις το θεατρικό με το κινηματογραφικό στάτους του καιρού εκείνου.
Εγώ θα έλεγα να συγκρίνουμε καλύτερα το τότε με το σήμερα. Τότε δεν υπήρχαν μακιγιέζ, αμπιγιέζ, ενδυματολόγοι. Δεν είχαμε τα σημερινά μέσα, που τα παιδιά διαλέγουν τα κοστούμια τους. Ένα θα πω, κι ο κόσμος θα καταλάβει: για να γυρίσω εγώ μια ταινία και να βρω παπούτσια, έπρεπε να γυρνάω όλη νύχτα στις φίλες μου. Το ίδιο για να βρω ένα τσαντάκι, λόγου χάριν. Έτρεχα πότε στη Χέλμη και πότε στην Καίτη Λαμπροπούλου. Δεν υπήρχε οικονομική άνεση και υποδομή. Όλα αυτά που βλέπετε στις παλιές ταινίες έβγαιναν με πικραμένο δάκρυ. Ακόμα και σχεδιαστές σε σημερινούς οίκους μόδας βλέπω να έχουν αντιγράψει τα κοστούμια μας. Το κορδελάκι στον λαιμό εμείς το φοράγαμε πριν από πενήντα χρόνια!
— Ξέρεις μια φράση που την ακούω συχνά; «Δεν θα ξαναγεννηθεί κωμικός στην Ελλάδα σαν τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου». Τα ακούς βαρύγδουπα όλα αυτά;
Ναι, πολύ! Θα βγουν κι άλλοι ηθοποιοί σε λίγο διαφορετικό στυλ, που απλώς μπορεί να μην έχουν το αυθόρμητο το δικό μου. Είχα μια εκπομπή τότε για 14 χρόνια που έλεγα «Το Δεσποινάκι στα όνειρά σας» και ο κόσμος που μπορεί να μη με έβλεπε, αναγνώριζε πάντα τη φωνή μου. Με κάλεσε παράλληλα ο Άλκης Στέας σε μιαν άλλη εκπομπή με τον Κώστα Χατζηχρήστο και σκηνοθέτη τον Δημήτρη Νικολαΐδη. Την έγραφε ο Πρετεντέρης. Την ώρα που διάβαζα το κείμενο κι έκανα τους γνωστούς σολοικισμούς μου, λέει «στοπ» ο Νικολαΐδης:
– Ρε, κοριτσάκι μου, καταλαβαίνεις με ποιους κάνεις εκπομπή;
– Τι εννοείτε, κ. Νικολαΐδη; Εγώ διαβάζω το κείμενο.
– Μα, αυτήν τη λέξη τη διαστρέβλωσες, δεν την έγραψε έτσι ο κ. Πρετεντέρης.
– Μήπως είν’ αυτό το ταλέντο μου;
– Δεν μου λες, βρε κοριτσάκι μου, έχεις βγάλει το δημοτικό;
– Εσείς πηγαίνετε στο πανεπιστήμιο, στη Νομική; Με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά πρέπει να ‘σαι πολύ μορφωμένος για να διαστρεβλώσεις την ελληνική γλώσσα. Σας ευχαριστώ πολύ. Γεια σας!
Έφυγα! Με φωνάξανε την άλλη μέρα. «Αυτό το ταλέντο μού έδιωξες;», του φώναξε ο Πρετεντέρης, «αυτή είναι ταλεντάρα!». Και για να κλείσω αυτή την τεράστια παρένθεση, ο κόσμος λέει σήμερα πολλά βαρύγδουπα όταν βλέπει πλέον στην τηλεόραση εμάς κι άλλους που έφυγαν. «Με σας μεγαλώσαμε» μου λένε, αλλά εγώ τους απαντάω: «Ναι, μεγαλώσατε κι εσείς όμως. Το ωραίο θα είναι να μάθετε και τα εγγόνια σας να μεγαλώσουν με μας, για να μάθουν πώς ήταν κάποτε οι παλαιότεροι-παλαιότεροι ηθοποιοί».
— Ή να μάθουν πώς ήταν μια Ελλάδα που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.
Το πιστεύω απόλυτα αυτό. Μου λέει η αδερφή μου: «Κάθομαι και βλέπω τις παλιές ταινίες για να θυμηθώ πώς ήταν η Αθήνα μας, πώς ήταν η Ελλάδα». Λυπάμαι που έφυγαν όλα αυτά τα σπιτάκια κι έγιναν αυτά τα τεράστια δοκάρια. Μαζί έφυγε και η ανθρωπιά, το λέω με συγκίνηση… (σ.σ. μιλάει δυνατά και κλαίει). Το λέω και κλαίω, έφυγε η γειτονιά όπου κατέβαινα εγώ απ’ την αυλή μου και συναντούσα δέκα γιαγιάδες που μου λέγανε: «Δεσποινάκι, τραγούδα μας ένα τραγούδι». Πού είναι αυτές οι γειτονιές, πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι, πού πήγαν οι φίλοι;
— Οι φίλοι;
Οι φίλοι, ναι! (σ.σ. κλαίει με λυγμούς)
— Δεν υπάρχουν πια φίλοι;
Μπορεί να υπάρχουν, αλλά δυσκολεύονται αυτήν τη στιγμή.
— Η ζωή η ίδια το έκανε αυτό.
Μπορώ να το πω αυτό, αλλά μη μου πεις ότι δεν μπορείς μία φορά τον μήνα να δεις τον φίλο σου, όταν οι φίλοι αυτοί, τις καλές εποχές, έρχονταν εδώ κάθε εβδομάδα και τρώγανε και πίνανε και μέχρι στα κρεβάτια μου ξαπλώνανε. Γιατί δεν παίρνουν όλοι αυτοί ένα τηλέφωνο;
— Λέγε ό,τι θες, κλάψε με την ησυχία σου, σ’ ακούω.
Ναι, κλαίω, γιατί θα ήθελα, όταν πεθαίνει ένας ηθοποιός, να μην έρχονται μόνο ξένοι στο «αντίο». Να κλαίει ο άγνωστος και να μην κλαίει ο συνάδελφος κι ο φίλος. Και οι νεότεροι να μην πηγαίνουν στους παλαιότερους.
— Σε βλέπω, ωστόσο, σε ένα ωραίο διαμέρισμα, όμορφη θα έλεγα, καλοδιατηρημένη, αλλά μελαγχολική. Γεμάτη μοναξιά είσαι και το εκφράζεις.
(συνέρχεται) Είμαι μόνη μου. Δυσκόλεψαν οι εποχές…
— Τα πάντα είναι χρήμα; Όταν χάνεται αυτό, χάνονται και οι ανθρώπινες σχέσεις, εκεί θα καταλήξουμε.
Ο κόσμος υπολογίζει πια το δεκάρικο και το εικοσάρικο. Σου λέει: «Για να πάμε στο Μαρούσι να δούμε τη Δέσποινα, θέλουμε ένα εικοσάρικο». Κι αν ένας φίλος είναι συναισθηματικός και θέλει να πάρει κι ένα λουλούδι, θα του κοστίσει 21 ευρώ σύνολο, κάτι που το σκέφτεται. Απ’ αυτό το σπίτι, που πάντα ήταν ανοιχτό και υπήρχαν εκατό φαγητά, περνούσαν όλοι οι ηθοποιοί, οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες.
— Το φαντάζομαι. Εδώ εμείς μπήκαμε σπίτι σας και μας πλακώσατε κατευθείαν στα κέικ και στους καφέδες.
Ο Νίκος ο Μουρατίδης είχε πει κάποτε: «Παιδιά, αν πάτε στη Στυλιανοπούλου, όχι μόνο θα φάτε αλλά θα σας δώσει και μια τσάντα για το σπίτι». Έτσι είμαι!
— Εσύ όμως δεν ζεις ασκητικά, κυκλοφορείς, βλέπεις κόσμο, είσαι ακόμη κοινωνική.
Αν δεν έχω να πάρω ένα σακουλάκι σοκολατάκια, δεν θα βγω, δεν θα πάω κάπου με άδεια χέρια. Κάνω όμως τα τηλεφωνήματά μου. Όχι ότι δυσκολεύομαι να πάω και να τιμήσω έναν άνθρωπο που με καλεί, όλο αυτό που συμβαίνει όμως σε παγκόσμιο επίπεδο το ‘χε προβλέψει ο Δημήτρης Ψαθάς στο τελευταίο του βιβλίο, τη «Γη του Πόντου». Τότε μπορεί να μην υπήρχε η κρίση αυτή, ο κόσμος όμως δεχόταν τους πρόσφυγες. Σήμερα, ευτυχώς, κι εμείς δεχόμαστε αυτούς τους ανθρώπους από τη Συρία και τις άλλες χώρες στη Μυτιλήνη και στα νησιά μας.
— Δεν είναι ωραίο που τρέχουν άγνωστοι άνθρωποι να σ’ αγκαλιάσουν κάθε φορά που βγαίνεις έξω;
Ωραίο είναι, υπέροχο. Δεν αρέσει σε όλους αυτό. Να σου πω μια ξεκαρδιστική ιστορία με τη Βλαχοπούλου; Με φιλοξενούσε κάποτε στην Κέρκυρα με τον άντρα της. Περπατούσαμε οι δυο μας μπροστά και λίγο πιο πίσω εκείνος. Έρχονται δύο κυρίες, «τι κάνετε, κ. Βλαχοπούλου;» τη ρωτάνε. «Καλά, καλά» λέει η Ρένα. Μετά από λίγο, άλλες τρεις, τα ίδια: «Τι κάνετε, κ. Ρένα;». «Καλά, καλά» αυτή. Φτάνουμε έξω απ’ τον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου τη βλέπουν πάλι δύο γυναίκες, την αναγνωρίζουν κι αρχίζουν να χασκογελάνε. Την πλησιάζει η μία: «Τι κάνετε, κ. Ρένα;». Και γυρνάει η Βλαχοπούλου: «Τι να κάνω, μωρή; Τρώω και χέζω όπως κι εσύ» (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια).
— Μου αρέσει που δεν κωλώνεις να βγεις δημόσια και να μιλήσεις για την κατάστασή σου. Εκτίθεσαι στα μέσα, αλλά έτσι ο κόσμος πληροφορείται. Αναφέρομαι στην τιμητική σύνταξη που σου έκοψαν.
(σταματάει σαν να αφαιρείται) Όχι, όχι, κάτι άλλο λέγαμε…
— Περάσαμε σε άλλο θέμα. Πες μου τι σκέφτεσαι αυτήν τη στιγμή.
Ξέρεις τι έπαθα; Κοιτάζω απέναντι και βλέπω στο μπαλκόνι του τώρα έναν κύριο. Πάνω σ’ αυτόν τον κύριο εγώ ένα βράδυ στήριξα ένα ολόκληρο ποίημα που του έγραψα. Αφαιρέθηκα τώρα, παρασύρθηκα, πήγα στο ποίημα. Τι με ρώτησες;
— Για την τιμητική σύνταξη που σου έκοψαν σε ρώτησα.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με υπουργό τον Βενιζέλο, επαίνεσε τη Στυλιανοπούλου και της δώσανε μια τιμητική σύνταξη. Ήταν στην επιτροπή και ο Γεωργουσόπουλος, συμμαθητής μου από τη σχολή Ροντήρη. Είχα κάνει αιτήσεις, αλλά τις απέρριπταν γιατί έπρεπε να έχω περάσει τα 65. Ίσαμε τότε είχα τη σύνταξη του μπαμπά μου, ως κόρη διαζευγμένη, μόνη της δηλαδή. Με πιάνουν και μου λένε: «Στυλιανοπούλου, ποια σύνταξη θες να κρατήσεις; Του πατέρα σου ή την τιμητική;». Η ανιψιά μου, που είναι δικηγόρος, μου σύστησε να προτιμήσω την τιμητική, γιατί την άλλη μπορεί να μου την έκοβαν. Κράτησα, λοιπόν, την τιμητική, την οποία μου έκοψαν τελικά και γι’ αυτό φτάσαμε να είμαστε στα δικαστήρια τώρα.
Εγώ έφτιαξα το αγράμματο λαϊκό κορίτσι που αγαπούσε τα αφεντικά του κι έκανε πλάτες στις κυρίες για να παίζουν χαρτιά, που ήταν της μόδας τότε.
— Μάλιστα. Όλες οι τιμητικές συντάξεις κόπηκαν, έτσι δεν είναι;
Πριν από χρόνια έγινε ένας διαχωρισμός. Όπως ρώτησαν εμένα, σε ρωτούσαν τότε: «Ποια θες; Την τιμητική ή του ΙΚΑ;». Είχαν καταθέσει αιτήσεις για τιμητική σύνταξη οι πάντες, ηθοποιοί, χορευτές, τραγουδιστές. Πολλοί κρατήσαμε την τιμητική και τώρα την πατήσαμε όλοι! Ντρέπομαι να πω με πόσα περνάω.
— Κατανοητό, κι αυτό το σπίτι θα θέλει συντήρηση.
Σαφώς! Κι εγώ δεν είμαι πια η σαραντάρα ή η πενηντάρα. Υπηρετώ το θέατρο πάνω από πενήντα χρόνια, έχω φύγει απ’ το σφρίγος, τα νιάτα, τη δυναμικότητα, την ενέργεια, το πάθος για δημιουργία. Τι έχει μείνει αυτήν τη στιγμή; Δύο μόνο λέξεις: μοναξιά και κατάθλιψη! Ευτυχώς που δεν με έχει εγκαταλείψει το μυαλό μου και η θέλησή μου, όχι για ζωή, αλλά για να με βλέπει ο κόσμος και να μ’ αγαπάει. Να με βλέπει κάπου-κάπου και να μου λέει «Δεσποινάκι, μια χαρά διατηρείσαι», όπως το ‘πες κι εσύ. Αυτό που με σκοτώνει να το σκέφτομαι είναι το εξής: «Γιατί αυτά τα πενήντα χρόνια που μου τα αναγνώρισαν, μου τα απέρριψαν στη συνέχεια;». Δεν είναι τόσο τα χρήματα, όσο η απαξίωση. Λυπάμαι και πονάω που μου απορρίπτουν το γέλιο, τη ζωή και την ευτυχία που πρόσφερα απλόχερα.
— Πράγματι, από γέλιο άλλο τίποτα.
Ξέρεις ότι σήμερα ο κόσμος που ‘ναι δυστυχισμένος, αντί να πάει σε μια ταβέρνα, ανοίγει την τηλεόρασή του και βλέπει όλους εμάς που σήμερα μας κόβουν τις συντάξεις; Και, να σου πω, αντί να γεμίσει το στομάχι του με μια μπριζόλα, που δεν έχει, γεμίζει το στομάχι του με γέλιο.
— Τα λες συγκλονιστικά, Δέσποινα. Πιστεύεις ότι βαθιά μέσα σου είσαι καταθλιπτικός άνθρωπος;
Δεν ήμουν! Η ζωή με έκανε έτσι, οι απώλειες. Με πήρε η κάτω βόλτα απ’ τον χαμό του αδερφού μου και μετά. Ένας άλλος άνθρωπος που έφυγε από τη ζωή και σαν να πήρε μαζί του όλη την ενέργειά μου ήταν η Σμάρω Στεφανίδου.
— Α, αυτή ήταν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, μεταφυσική σχεδόν. Μίλησέ μου γι’ αυτήν, με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Γνωρίζεις κι εσύ ότι ήταν μεταφυσική, ε; Ναι, ήταν, γι’ αυτό και η κόρη της, η Λήδα Σάνταλα, έφυγε στις Ινδίες κάποια στιγμή και ασχολήθηκε με τον ινδουισμό.
— Ξέρω. Ένα φεγγάρι ήταν και φίλη της Λένας Πλάτωνος, της συνθέτριας, αν τη γνωρίζεις. Πες μου, όμως, για τη Σμάρω.
Έφυγε αιωνόβια και μακάρι να παίρναμε όλοι τη νεανικότητα, τη ζωντάνια και την ομορφιά της. Κάθε χρόνο πηγαίναμε στην Ακράτα, σε ένα όμορφο ξενοδοχειακό συγκρότημα. Εκείνη πήγαινε δύο βδομάδες νωρίτερα από μένα. Αυτό γινόταν επί 15 ολόκληρα χρόνια. Η Σμάρω έφυγε τέλη του 2010 κι εκείνο τον Αύγουστο −Δεκαπενταύγουστος ήτανε− καθόμαστε μαζί στο μπαλκόνι. Τα δωμάτιά μας ήταν δίπλα-δίπλα, ένα τοιχάκι μάς χώριζε. Κοιτάζαμε το φεγγάρι να πέφτει μες στον Κορινθιακό, σαν ζωγραφιά ήτανε. Εγώ ήξερα ότι θα μου έλεγε να κατέβουμε κάτω να φάει ένα τοστ για να γυρίσουμε πάλι κατά τις 11 και να ξαπλώσει. Έλεγα μέσα μου: «Αχ, ας μου έλεγε, Θεέ μου, να μην κατέβουμε, να μη χάσω αυτήν τη ομορφιά της πλάσης». Και γυρνάει και μου λέει: «Θα σε πείραζε να μην πάμε κάτω». Είχατε μεγάλη ψυχική επικοινωνία.
Σαν μέντιουμ ήταν αυτή κι επειδή εγώ είμαι Καρκινάκι είχα τέτοιες ευαισθησίες. Πήγα μέσα, λοιπόν, της έφτιαξα μια ποικιλία με λίγο τυρί, ντοματούλα και αγγουράκι, είχα κι ένα μπουκαλάκι ούζο −που εγώ ποτέ δεν πίνω− και της τα πήγα. Αρχίσαμε για πλάκα να μιλάμε σαν ξεμωραμένες γριές και ξαφνικά ακούμε χειροκρότημα. Σκύβω από το μπαλκόνι και βλέπω να έχει μαζευτεί όλος ο κόσμος από την παραλία και να μας ακούει. «Για δες που δώσαμε παράσταση» κάνω εγώ και τότε η Σμάρω λέει: «Για μένα είναι η τελευταία μου». Ταράχτηκα και την ώρα που πήγαινα μέσα το πιάτο, την ακούω να λέει: «Θέλω να πεθάνω». Η Σμάρω ήξερε ότι θα πέθαινε και δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή της. Από τότε που την έχασα, έχασα τη μισή μου καρδιά. Κέρδιζες άμα ήσουν δίπλα της, γινόσουν κι εσύ λίγο φιλόσοφος, είχε το χάρισμα αυτό.
— Έχετε παίξει και μαζί στο «Ο τρελός τα ‘χει 400», με τον Κωνσταντάρα, την Καίτη Πάνου και την Κατερίνα Γώγου. Είχατε και με τη Γώγου ένα κοινό.
Ποιο, αγάπη μου; Δεν την ήξερα τη Γώγου, δεν κάναμε παρέα, δεν είχα και τον χρόνο. Μετά έμαθα ότι έμπλεξε με ναρκωτικά και κατάστρεψε τη ζωή της. Δεν θέλω να την κρίνω, θα θυμάμαι πάντα ένα ωραίο, κεφάτο μουτράκι. Πολλές φορές ξυπνούσα στις 6 το πρωί, γιατί μου έφερναν τον ρόλο αποβραδίς στο θέατρο. Διάβαζα για δυο-τρεις ώρες τις νύχτες κι αυτό που μ’ έσωσε ήταν ότι είχα τρομερή αντίληψη, με μια ανάγνωση μπορούσα να μάθω τον ρόλο.
— Ξένες ταινίες έβλεπες τότε, είχες κάποιο πρότυπο;
Παναγία μου, το τι σινεμά έχω δει! Τι Φελίνι, τι Βισκόντι! Μου άρεσε πολύ η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, τρελαινόμουν με την Γκρέτα Γκάρμπο και την Έστερ Ουίλιαμς.
— Αυτή με τα υποβρύχια γυρίσματα δεν ήταν η Ουίλιαμς;
Ακριβώς, μπράβο! Έφευγα απ’ το θέατρο όπου παίζαμε με τον Κωνσταντάρα και στα διαλείμματα, που είχα 20 λεπτά και άλλα 20 μέχρι να βγω στη σκηνή. Τους έλεγα: «Παιδιά, πετάγομαι μέχρι το Αττικόν να δω τον Ούγκο Τονιάτσι». Διαλυόμουν στα γέλια, με έβγαζαν έξω!
— Θεωρείς ότι ενδόμυχα πήρες κάτι απ’ όλους αυτούς;
Δεν ξέρω, ίσως τον αυθορμητισμό, να είμαι συνεπής σε ό,τι κάνω και να μελετάω. Εγώ πάντοτε πίστευα αυτό που έλεγε ο Στανισλάφσκι: «Να είσαι ο εαυτός σου. Να μη μιμηθείς. Να προσπαθείς εσύ να είσαι ο καλός».
— Λοιπόν, τη Γώγου δεν την ανέφερα τυχαία πριν. Είχε ξεκινήσει κι αυτή με ρόλους υπηρέτριας. Λέγεται πως αν οδηγήθηκε όπου οδηγήθηκε, ευθύνεται κι αυτός ο ρόλος που μια ζωή δεν την έφερε ποτέ σ’ αυτό που λέμε πρώτο πλάνο. Θα το πίστευες;
Δεν το πιστεύω. Δηλαδή, άμα ήταν πρωταγωνίστρια, θα ‘χε καλύτερη ζωή; Άλλα ήταν τα αίτια που χάλασε τη ζωή της αυτή η κοπέλα, μην τα ρίχνουμε όλα στις εργασιακές συνθήκες. Εγώ, δηλαδή, γιατί βγαίνω έξω κι ακόμη μου λένε: «Καλώς την υπηρέτριά μας»; Πρέπει να πάθω τραλαλά; Χαίρομαι, και ξέρεις τι τους απαντάω; «Καμιά αυλή υπάρχει, ρε παιδιά, να ‘ρθω να σκουπίσω να θυμηθώ τους ρόλους μου;».
— Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι εσύ έχτισες ρόλο υπηρέτριας στην Ελλάδα, δεν υπήρχε αυτό πριν από σένα.
Εκτός από μένα και τη Γώγου, που λες, είχε προηγηθεί ως υπηρέτρια-femme fatale και η Αλέκα Στρατηγού, ενώ λίγο έκαναν την υπηρέτρια η Γεωργία Βασιλειάδου και η Βλαχοπούλου. Εγώ έφτιαξα το αγράμματο λαϊκό κορίτσι που αγαπούσε τα αφεντικά του κι έκανε πλάτες στις κυρίες για να παίζουν χαρτιά, που ήταν της μόδας τότε.
— Επίσης, μην ξεχνάμε ότι η μισή Ελλάδα τότε ήταν υπηρετικό προσωπικό της άλλης μισής. Σκέψου, ας πούμε, το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», όπου η Μάρω Κοντού ζει σε ένα φτωχικό σπίτι, παρ’ όλα αυτά την έχει την υπηρέτριά της.
Υπηρέτριες τότε πήγαιναν μόνο οι Ελληνίδες και από το ’80 και μετά πλάκωσαν οι Φιλιππινέζες. Εγώ, αν έφτιαξα ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου, το κατάφερα με τους σολοικισμούς. Ήθελα να πω, λόγου χάριν, «με στενοχώρησες» κι αντ’ αυτού έλεγα: «Μου ανέβασες τα ερυθρά μου ημισφαίρια». Ή έλεγα: «Πρώτη φορά ξυπνάτε τόσο αργά πρωί-πρωί» και σειόταν το θέατρο και το σινεμά από τα γέλια.
— Ποια ήταν η πρώτη φορά που πρωτόπαιξες την υπηρέτρια;
Ήταν να παίξω τον ρόλο της Έφης Οικονόμου στον «Ντελικανή» με τον Γιαννακά. Εγώ τότε έπαθα ένα οίδημα στον λάρυγγα κι έμεινα 40 μέρες στο «Αγία Όλγα». Να ‘ναι καλά ο Κώστας Χατζηχρήστος −πάντα του ανάβω ένα κερί− που μου έστελνε κάθε πρωί σουμάδες και χυμούς, αφού δεν μπορούσα να καταπιώ τίποτε άλλο. Όποιος δεν ήξερε την ψυχή αυτού του ανθρώπου, δεν ήξερε τι θα πει Ελλάδα! Ο πατερούλης μου, που τον λάτρευε, μου είχε πει: «Αυτό τον άνθρωπο να τον βοηθήσεις όποτε σε χρειαστεί, όχι γι’ αυτόν, ούτε για σένα, αλλά για τον Θεό που θα σε δει από ψηλά!». Τέλος πάντων, παράλληλα με τον «Ντελικανή», μου έδωσαν έναν άλλο ρόλο, της σέξι γούμαν, σε μια ταινία με τη Χέλμη. Έπρεπε να ξεμυαλίσω τον άντρα της Χριστίνας Σύλβα. Στο σενάριο, όμως, υπήρχε και μια υπηρέτρια που έλεγε τρεις λέξεις όλες κι όλες. Πάω και τους λέω:
– Πόσα θα μου δώσετε για τον ρόλο της σέξι ντάμας;
– Χίλιες δραχμές.
– Και σ’ αυτήν που θα κάνει την υπηρέτρια, πόσα θα δώσετε;
– Εκατό δραχμές.
– Ωραία, δώστε σε μιαν άλλη ηθοποιό τις χίλιες δραχμές και σε μένα δώστε το κατοστάρικο να κάνω την υπηρέτρια.
– Καλά, εμείς σε προορίζουμε για πρωταγωνίστρια κι εσύ «παίρνεις» την υπηρέτρια;
– Δεν θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια, δεν θέλω να γίνω σέξι γούμαν. Εγώ θα κάνω την υπηρέτρια και θα της δώσω και όνομα.
Έφτιαξα, λοιπόν, τη Σταυρούλα και ο σεναριογράφος, κάθε μέρα, μέχρι να τελειώσει η ταινία, πρόσθετε ρόλο, ώσπου στο τέλος η υπηρέτρια έγινε πρωταγωνίστρια! Την επόμενη μέρα είχα απ’ έξω απ’ το σπίτι μου άλλα 17 σενάρια για ρόλους υπηρέτριας!
— Γιατί, όμως, να μην έπαιζες τον ρόλο της σέξι ντάμας; Ήταν θέμα συντηρητισμού; Υπήρξες ωραιότατο θηλυκό.
Ήμουν, ναι, αλλά δεν τον ήθελα τον ρόλο αυτό, δεν μου πήγαινε.
— Μήπως γιατί δεν θα ήταν κωμικός ρόλος;
Όχι, όχι, καμία σχέση. Δεν ήταν ότι φοβόμουν να βγω ημίγυμνη στον φακό, ίσως όμως υπήρχε μέσα μου το μικρόβιο της υπηρέτριας. Θυμάμαι, στην πατρίδα μου, τη Μεσσήνη, έπαιρνα τους δρόμους με τη σκούπα και σκούπιζα. Έβγαινα και σκούπιζα όλα τα σοκάκια, αφού πρώτα τα κατάβρεχα. Μου έλεγε η μάνα μου: «Πού θα φτάσεις, παιδί μου; Θα σκουπίσεις και την άλλη γειτονιά;». Το ‘χα μέσα μου, λοιπόν, και μια ζωή υπήρξα πολύ καλή νοικοκυρά και μαγείρισσα. Γυάλιζα με στάχτη τα μπρούντζινα κι έβλεπα εκεί το πρόσωπό μου σαν σε καθρέφτη.
— Παρ’ όλα αυτά, έχω ακούσει πολλούς να λένε ότι πραγματική «γυναίκα-γυναικάρα» έγινες μόνο σε μία ταινία, στο «Αχ, αυτή η γυναίκα μου» με τη Βουγιουκλάκη.
Είχα παίξει τον ίδιο ρόλο στο θέατρο και τότε φορούσα μαύρα στη σκηνή, φορούσα και στη ζωή, αφού είχα χάσει τη μάνα μου. Η Αλίκη με πίστευε και μ’ αγαπούσε, αλλά δεν του έκανα του σκηνοθέτη. Με είχε θεωρήσει πολύ κυρία, καθωσπρέπει, ο Σκαλενάκης. Μου κάνει η Αλίκη μια μέρα μες στη στενοχώρια:
– Δεσποινάκι μου, χάνεις τον ρόλο. Δεν είσαι πολύ σέξι, δεν τους κάνεις.
– Γιατί, Αλίκη μου, χάνω τον ρόλο; Πώς να γίνω σέξι δηλαδή; Να βγάλω τα στήθη μου;
– Βάλε κάνα μίνι, κάνα ντεκολτέ βαθύ.
– Κι άμα τα βάλω αυτά θα τον πάρω τον ρόλο;
– Θα τον πάρεις!
Ο Θεός και τα πόδια μου το ξέρουν! Τελείωσε το θέατρο στις 12 και τέταρτο κι έφτασα στον Πειραιά με τα πόδια, στις 5 τα χαράματα. Ξυπνάω την Άννα, μια φίλη μου, της λέω: «Πάμε στα ρετάλια να πάρουμε δυο μέτρα ύφασμα να μου κάνεις ένα φόρεμα σεξουαλικό». «Τι είπες;» μου κάνει αυτή. Της απαντάω: «Ε, να, μωρέ, πώς το λένε, προκλητικό ήθελα να πω». Φτιάχνεται το φόρεμα και ειδοποιώ την Αλίκη: «Πες του Σκαλενάκη ότι αύριο θα του φέρεις να δει μιαν άλλη κοπέλα». Πάω ντυμένη στο σπίτι της Αλίκης στη Στησιχόρου, είχα κόψει και τα μαλλιά μου, και από κει κατευθείαν στο πλατό. Βλέπει ο Σκαλενάκης μια κοπέλα να ‘ρχεται κουνάμενη-σεινάμενη και φωνάζει της Αλίκης: «Αυτή είναι η χήρα, αυτή είναι, όχι η άλλη που μου ‘φερες»! Πλησιάζω και του λέω: «Τι κάνετε, πώς είστε; Η άλλη είμαι εγώ!». Έμεινε άφωνος! Πιάνει το χέρι μου, το φιλάει, μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: «Τι λάθη μπορεί να κάνουμε κι εμείς οι σκηνοθέτες!». Μετά, στα γυρίσματα, έκανα αυτό το «αχ αχ αχ» που το έκαναν όλες μετά και τους είχα τρελάνει.
— Να πούμε εδώ ότι το πικ σου έγινε μες στη χούντα, όπως και πολλών άλλων συναδέλφων σου. Είμαι σίγουρος πως αν δεν σ’ το ρωτήσω, δεν πρόκειται να μιλήσεις καθόλου γι’ αυτό.
Κοίταξε, πολιτικοποιημένη δεν ήμουν, αλλά πέρασα από λογοκρισία κι εγώ. Και από τον Παπαδόπουλο, αλλά περισσότερο από τον Ιωάννη Λαδά, τον συνταγματάρχη, που λογόκρινε τα κείμενα και ήταν μαθητής του πατέρα μου − άκου σύμπτωση τώρα! Εγώ τότε έπαιζα σ’ ένα νούμερο που σατίριζε τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στην επιθεώρηση «Όλα τα μασάει ο Κουταλιανός» με τον Μουστάκα. Μου λέει ο Λειβαδάς ο επιχειρηματίας: «Εσύ θα μας καθαρίσεις, είσαι η μόνη που μπορείς να τους καταφέρεις». Πήγα με το κείμενο και βρήκα τον Λαδά την επόμενη μέρα. Φοβόμουν λίγο, είχα πει του Λειβαδά: «Μπα, και να πλακώσουν εμένα στο ξύλο;». Μου λέει ο Λαδάς: «Καλώς το Δεσποινάκι», αφού με ήξερε από την εκπομπή που σου ‘λεγα πριν. Τον παρακάλεσα να διαβάσει το κείμενο, ότι τάχα μου εξυψώνουμε τη Δέσποινα και την αγάπη της στο ποδόσφαιρο. Από κει με έστειλε ο Λαδάς κάπου στο Πέραμα, εκεί όπου ήταν τα γραφεία λογοκρισίας με έναν ταγματάρχη υπεύθυνο. «Αφήστε το κι αύριο θα σας απαντήσουμε» μου είπε αυτός. Την επομένη το κείμενο είχε εγκριθεί! Με αγκάλιασε ο Λειβαδάς και μου είπε: «Μη φοβάσαι, δεν είναι ότι είσαι με τη χούντα, είσαι απλώς ο άνθρωπος που τους κερδίζεις όλους με την αμεσότητά σου!». Ανέβηκε η επιθεώρηση και χάλασε ο κόσμος με το νούμερο αυτό! Εκεί τραγούδησα και τον «Δρόμο για τα Κύθηρα» του Κατσαρού που μετά τα δισκογράφησε ο Μητροπάνος! Σίγουρα, όμως, άλλοι συνάδελφοί μου γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο της χούντας και βασανίστηκαν, δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα! Το παράξενο ήταν που απ’ αυτή την παράσταση απολύθηκα χωρίς να μάθω ποτέ τον λόγο. Η χούντα έπεσε μετά από λίγες εβδομάδες κι εγώ έμεινα άνεργη. Τότε μου τηλεφώνησε ο Μετμετζής και μου πρότεινε να κάνουμε θίασο στη Γερμανία. Κι εδώ ξεκινά η συνεργασία μου με τη Γεωργία Βασιλειάδου!
— Άντε, πάμε και στη Βασιλειάδου. Πού να βρεις καλλιτέχνη σήμερα να σου μιλάει γι’ αυτήν, που να την έχει ζήσει, εννοώ.
Ξέμπαρκη εγώ, δεν είχα και λεφτά, τα πράγματα ήταν και περίεργα μετά την πτώση της χούντας, του λέω του Μετμετζή: «Μαζί σου, Δημήτρη μου, ό,τι θες». Τι θίασο φτιάξαμε, τελικά; Γκιζέλα Ντάλι, Άλκης Γιαννακάς, Λαυρέντης Διανέλλος, Άντζελα Ζήλεια, μπαλέτο 20 άτομα, ζωντανή ορχήστρα του Μουραμπά κι εγώ πρωταγωνίστρια. Μας έλειπε μια γυναίκα. Εγώ τότε ερχόμουν στο Μαρούσι, γιατί ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου, τον τραγουδιστή Πέτρο Μήλα, και πήγαινα κι έβλεπα τη Βασιλειάδου που ζούσε εδώ. Μια μέρα λέω: «Ρε, τη Βασιλειάδου! Αυτή θα πάρουμε μαζί! Πώς δεν το σκέφτηκα;». Της μαγείρευα, της πήγαινα φαγητά, ήταν ήδη μεγάλη και περνούσε τον περισσότερο χρόνο στο κρεβάτι. Την πρόσεχε πολύ και ο Κώστας, ο άντρας της. Της λέω, λοιπόν, μια μέρα: «Κυρία Βασιλειάδου, πώς θα σας φαινόταν αν σας έλεγα να πάμε μια τουρνέ;». Πετάγεται απ’ το κρεβάτι, «φύγαμε» μου φωνάζει. Αμάν, δυστυχία μου εμένα. Της λέω: «Ξέρετε πού θα πάμε;». «Όπου να ‘ναι, μαζί κι εγώ» απαντάει. Το λέω του Μετμετζή και ξαναπάω την επομένη να της πω ότι όλα είναι εντάξει. Μπήκα όμως απ’ την πόρτα της κουζίνας, από κει που μου είχε πει να μπαίνω, φτάνω στην κρεβατοκάμαρά της και δεν τη βλέπω. «Ωχ, συμφορά μου», λέω, «της έκανα κακό μ’ αυτό που της είπα, χάρηκε τόσο που την πήγαν στο νοσοκομείο;». Πού ήταν αυτή, λες; Είχε πάει σ’ ένα άλλο δωμάτιο, είχε βάλει μια τουαλέτα μ’ ένα μαραμπού κι ένα καπέλο στο κεφάλι και με ρωτάει με φωνή στεντόρεια:
– Πότε φεύγουμε;
– Πείτε μου τι λεφτά θέλετε να σας βγάλω.
– Δεν θέλω λεφτά, δεν με νοιάζουν, να φύγω θέλω.
– Το μόνο που μένει, κ. Βασιλειάδου, είναι να δούμε πώς θα φτιαχτεί ο θίασος. Συμφωνείτε να είναι «Η Γεωργία Βασιλειάδου παρουσιάζει τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου και τους υπόλοιπους στην τάδε επιθεώρηση;»
– Δεν ντρέπεσαι;
– Με συγχωρείτε, κ. Βασιλειάδου, αν σας πρόσβαλα. Σας ζητώ συγγνώμη.
– Δεν ντρέπεσαι να ζητάς να μπω εγώ πρώτη;
Εγώ εκεί τα ‘χασα. Δεν ήξερα τι να πω. Και συνεχίζει η Βασιλειάδου με τα εξής μεγάλα λόγια: «Εγώ είμαι η Δύση, αλλά εσύ είσαι η Ανατολή» (σ.σ. κλαίει).
— Με έχεις κατασυγκινήσει, Δέσποινα, ειλικρινά. Έγινε, τελικά, η τουρνέ στη Γερμανία;
Ουου, αμέ, πήγαμε και κάθε πρωί συνέβαινε το εξής καταπληκτικό: η Γεωργία έπαιρνε τηλέφωνο τον άντρα της. «Κώστα, τι κάνει ο Πόθος;» τον ρώταγε. «Καλά, Γεωργία μου», της απαντούσε αυτός, «εσύ τα παίρνεις τα χάπια σου;». Ο Πόθος τελικά ήταν κάποιο φυτό μάλλον που τ’ αγαπούσε. Στο πούλμαν που μας πήγαινε της είχα φτιάξει ειδικό κάθισμα για να ξαπλώνει να ξεκουράζεται. Πήγαινε όμως από πίσω της αυτό το ζιζάνιο ο Γιαννακάς και τη φλόμωνε με τα χασίσια του κι όλο κοιμόταν η καημένη (γέλια). Μια φορά παίζαμε κάπου στο Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία. Το πούλμαν δεν μπορούσε να μας πάει πάνω-πάνω κι έπρεπε να ανέβουμε μια ανηφόρα με τα πόδια. Εκεί το μαγαζί ήταν κλειστό απ’ τις καρέκλες των θαμώνων, από τα παράθυρα πηδάγαμε για να μπούμε μέσα. Την ώρα που ‘ναι να βγει η Γεωργία για το νούμερό της, με πιάνει: «Δεν αισθάνομαι καλά. Τρέξε στην τσάντα μου και φέρε μου ένα χαπάκι». Της είχε ανέβει η πίεση, μάλλον απ’ τον ανήφορο. Της το δίνω το χάπι, αλλάζω τα νούμερα στη σειρά, βγαίνει μετά η Γεωργία, όλα καλά. Πάω να βγω κι εγώ, όμως, και θες το άγχος, θες αυτό που πέρασα με τη Βασιλειάδου, σωριάζομαι στο πάτωμα. «Αχ, τα ίδια με τα δικά μου», πετάγεται η Γεωργία, «φέρτε της το χαπάκι». Αντί να συνέλθω εγώ, να πεθαίνω κυριολεκτικά, να χάνεται ο σφυγμός μου. Έρχεται ένας γιατρός, λέει: «Η γυναίκα πεθαίνει». «Γιατί πεθαίνει, γιατρέ μου;» πετάγεται πάλι η Βασιλειάδου. «Αφού τώρα της έδωσα το χαπάκι μου». «Μου το φέρνετε να το δω;» φωνάζει ο γιατρός κι εκεί συνειδητοποίησαν όλοι ότι η Γεωργία είχε υπέρταση, ενώ εγώ υπόταση, κι είχαμε πάρει το ίδιο αντι-υπερτασικό χάπι. Εκείνη έγινε καλά κι εγώ θα χαιρετούσα τα εγκόσμια (γέλια). Αυτό νομίζω ότι ήταν το νούμερο της ζωής μου.
— Δεν το ‘χε τύψεις η Βασιλειάδου μετά που θα σε σκότωνε εν αγνοία της;
Μόνο τύψεις; Εκεί ήταν που με έπιασε και μου είπε να πάρω σπίτι στο Μαρούσι γιατί ο αέρας και τα δέντρα της περιοχής θα μου έδιναν δέκα παραπάνω χρόνια απ’ όσα προβλεπόταν να ζήσω. Έτσι, ο Μετμετζής μού έδωσε αμοιβή 2.000.000 δραχμές και γυρνώντας αγόρασα με αυτά ακριβώς τα λεφτά το διαμέρισμα αυτό στο Μαρούσι. Είμαι εδώ πάνω από 40 χρόνια λοιπόν.
— Όλο για ρόλους μιλάμε και για άλλους. Δεν σου πολυαρέσει να μιλάς, μου φαίνεται, για τα προσωπικά σου, για τους άντρες της ζωής σου.
Έχω κάνει έναν γάμο και έμεινα σ’ αυτόν. Μιλάω για τον γάμο μου με τον Μήλα τον τραγουδιστή και ηθοποιό. Όσο και να ‘χεις πονέσει από έναν χωρισμό, έρχεται η στιγμή που ο πόνος γίνεται αγάπη. Αυτήν τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος που πίστεψα ότι μπορεί να μην είναι ποτέ ξανά κοντά μου, να μη σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον, έχει γίνει ένας πολύ καλός μου φίλος. Ήμασταν πέντε χρόνια ερωτευμένοι, παντρευτήκαμε το ’75 και το ’76 χωρίσαμε. Έζησα σε έναν χρόνο μια ζωή.
— Καλό ή κακό αυτό;
Τα συνδυάζει και τα δύο. Για παιδιά μη με ρωτήσεις κι εσύ, γιατί με καίει η λέξη αυτή. Θα με καταλάβουν οι γυναίκες που δεν έχουν παιδιά και θα διαβάσουν τη συνέντευξή μας. Θα τις πονέσει. Ξεπέρασα τον πόνο αυτό με την αγάπη των παιδιών όλης της γης, πέραν των ανιψιών μου και των εγγονιών από τα αδέρφια μου. Την αγάπη μου για τα παιδιά την έχω διοχετεύσει στην «Κιβωτό», ένα ίδρυμα για ορφανά του εξαιρετικού πατέρα Αντώνιου. Πάω εκεί, μ’ αγκαλιάζουν και με φιλάνε, φεύγω γεμάτη. Μπορεί ν’ ανοίγω την πόρτα μου, να μην υπάρχει παιδί ή εγγόνι να με φωνάξει «μαμά» ή «γιαγιά», αλλά ξέρω πως για τα παιδιά εκεί είμαι και μαμά και γιαγιά.
— Να τολμήσω να ρωτήσω αν είχες κάνει απόπειρες για τεκνοποίηση;
Δεν ξέρω αν θέλω να το συζητήσω αυτό. Δεν με στενοχωρεί απλώς. Δεν μπόρεσα να κάνω παιδιά από ένα ψυχολογικό τραύμα που είχα υποστεί στο παρελθόν. Κι ενώ οργανικά όλα πήγαιναν σωστά, τελικά ο ψυχολογικός παράγοντας δεν με βοηθούσε για να γίνω μητέρα. Έπαθα στείρωση από σοκ, αν μπορείς να με καταλάβεις. Γίνεται κι αυτό…
— Ας μη μείνουμε άλλο, τα είπες όλα τελικά. Πέραν του ενός γάμου, όμως, υπήρξες θελκτική γυναίκα, θα είχες επιτυχίες.
Αν είχα πει «ναι» σε διάφορους άντρες που με θέλανε, τώρα θα ήμουν η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου. Θα είχα δικό μου θέατρο κ.λπ. Ήμουν μονογαμική, ερωτευόμουν και δινόμουν. Δεν σκορπιζόμουν εδώ κι εκεί. Είχα πριν από τον Μήλα έναν μεγάλο, άτυχο δεσμό με τον Κώστα Καραγιάννη, τον σκηνοθέτη, τότε που μου γύριζε τη μία ταινία πίσω απ’ την άλλη. Είχαμε συνεργασία, συντροφικότητα, δίναμε ο ένας στον άλλον! Γνωριστήκαμε όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο Καλουτά.
— Και πώς δεν οδηγηθήκατε σε γάμο;
Ο Καραγιάννης είχε σχέση με άλλη γυναίκα στο Παρίσι και δεν μου το ‘χε πει − μάλιστα είχε και παιδί μαζί της. Ποτέ δεν θα ‘μπαινα στη μέση να διαλύσω μια οικογένεια. Είχα και έχω ηθικές αρχές. Θα προτιμούσα να μη γίνω τίποτα, να μην παίξω σε καμία ταινία απ’ το να χωθώ μέσα σ’ ένα ζευγάρι.
— Δέσποινα, το γραφείο σου είναι γεμάτο από πορτρέτα ανθρώπων που οι περισσότεροι έχουν φύγει από τη ζωή. Θέλω να μου πεις τι σκέφτεσαι κάθε φορά που μπαίνεις στο δωμάτιο αυτό και τους αντικρίζεις. Πέρα από τη συνήθεια της καθημερινότητας, για να τους έχεις εκεί όλους μαζεμένους, κάτι σημαίνει.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι όσοι με αγάπησαν και με πίστεψαν και πάντα θα τους μνημονεύω. Ένα σημείωμα που το ‘χω καδραρισμένο μπορεί να μου φέρει ένα χαμόγελο και μια φωτογραφία μου με την Αλίκη ένα δάκρυ. Από την ημέρα που μου είπε η Αλίκη «φύγε τώρα από μένα και τον Δημήτρη, είσαι πια πρωταγωνίστρια», έγινα όντως πρωταγωνίστρια. Με την Αλίκη ήμασταν η γη και ο σπόρος!
— Θα σε συντάραξε ο θάνατός της, ήταν ξαφνικός.
Κάθε βράδυ πήγαινα στο Ιατρικό Κέντρο. Στ’ αυτιά μου ηχεί ακόμα η φρικτή κραυγή με τα τελευταία της λόγια στον γιατρό: «Θέλω να ζήσω». Ήμουν ακριβώς έξω απ’ την πόρτα της όταν την άκουσα. Εκείνες τις στιγμές που περιμέναμε όλοι μήπως γίνει καλά, εγώ σκεφτόμουν πως θα έγραφα ολόκληρο βιβλίο με τη ζωή μου δίπλα της. Τα μισά χρόνια της καριέρας μου ήταν η Βουγιουκλάκη. Με έλεγε Ψιψίνα δημοσίως και ο κόσμος έψαχνε να δει καμιά γάτα.
— Τον τοίχο σου κοσμεί ένα έργο του Γιάννη Τσαρούχη, πρωτότυπο, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι. Μίλησέ μου γι’ αυτό.
Ο Τσαρούχης καθόταν δίπλα και με λάτρευε. Ερχόταν κάθε μέρα εδώ και με ρώταγε: «Τι θα φάμε;». Πηγαίναμε στην Επίδαυρο συνέχεια, είχαμε δει και την Αλίκη στην «Αντιγόνη». Οδηγούσα εγώ, του ‘χα απλώσει και το κάθισμα πίσω σαν κρεβάτι κι όλη την ώρα τραγουδούσε Εντίθ Πιάφ στα γαλλικά. «Κύριε Τσαρούχη», του έλεγα, «εσείς τραγουδάτε με την ωραία σας φωνούλα και διασκεδάζετε, αλλά θα κοιμηθώ εγώ και πώς θα φτάσουμε στην Αθήνα;». Σταματάγαμε στην Κόρινθο, έτρωγε ένα γαλακτομπούρεκο και ξαναφεύγαμε. Κάθε πρωί, όταν ζωγράφιζε την οροφή του Rex, πήγαινα και του έδινα τα πινέλα του. Τον είχα βάλει να κάθεται σ’ ένα σκαμπό και μου ‘λεγε ό,τι ήθελε. Κάποτε ο Λαζόπουλος θα έκανε στον Λυκαβηττό τη «Λυσιστράτη». Πάμε κι εμείς, αλλά εκεί δεν τον άφησαν να μπει. Του λέει ο Λεμπέσης: «Δεν μπορείτε να περάσετε, είναι μόνο για γυναίκες». «Καλά, καλά» κάνει ο Τσαρούχης, με τραβάει και πάμε. Στην πρώτη σειρά ήταν η Μελίνα η Μερκούρη. Μας βλέπει που με είχε αγκαζέ, σηκώνεται και του λέει με δυνατή φωνή: «Γιάννη, δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται η είσοδος στους άντρες;». Και τι της απαντάει ο Τσαρούχης; «Κι εσύ, Μελίνα μου, δεν ξέρεις ότι είμαι πούστης;». Έγινε χαμός από τα γέλια στις κερκίδες, χαμός μαζί με χειροκροτήματα! Κάτσαμε, τελικά, και είδαμε παρέα την παράσταση.
— Πώς γνωριστήκαμε όμως με τον Τσαρούχη; Από τη γειτνίασή σας στο Μαρούσι;
Όχι, από τις «Τρωάδες» που είχε ανεβάσει με τη Σμάρω Στεφανίδου. Τότε γίναμε κολλητοί. Ερχόταν κάθε πρωί στο φαρμακείο απέναντι για να κάνει μια ένεση ινσουλίνης και μετά μου χτύπαγε. Η φιλία μας έγινε μεγάλη, αλλά ποτέ δεν την εκμεταλλεύτηκα. Αν πήρα κάτι, το πλήρωσα και κανείς δεν το ‘ξερε. Έβαζα άλλον να αγοράσει έργο του, γιατί από μένα μάλλον δεν θα έπαιρνε λεφτά. Δεν ήμουν ακατάδεκτη, αλλά δεν ήθελα να νιώθει υποχρεωμένος. Του έβαζα την πετσετούλα, τον τάιζα και μου έλεγε: «Φέγε ένα κομμάτι χαγτί να κάνω το πογτγέτο σου». Κι εγώ του έλεγα: «Κύριε Τσαρούχη, σας ευχαριστώ, αλλά για μένα είστε μόνο εσείς». Όταν, μετά, στα τελευταία του, πήγαινα και τον έβλεπα, μου είπε: «Άνοιξε εκείνο το συρτάρι και πάρε όσα έργα θες». Δεν το έκανα ποτέ! Ξέρω πολλούς και πολλές στη συνέχεια που άνοιξαν αυτό το συρτάρι και τον μαδήσανε!
— Κάτι έχω ακούσει επ’ αυτού, αλλά δεν νομίζω να τον ενδιέφερε τον μακαρίτη στη φάση που βρισκόταν.
Δεν πειράζει, να ‘ναι καλά, κι ας τον «έχουν» τον αυθεντικό Τσαρούχη. Ένα έργο του έχω μόνο, το τελευταίο του που ζωγράφισε. Σε βεβαιώνω ότι με παρακαλούσε να του πάω ένα κομμάτι χαρτί να με ζωγραφίσει. Κι αυτό το έργο στον τοίχο μου ξέρεις τι είναι; Είχε βρει ένα κομμάτι χαρτί πεταμένο, το ίσιωσε και ζωγράφισε έναν Άγγελο!
— Δέσποινα, πες μου τι περιμένεις από δω και πέρα απ’ τη ζωή;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι πέρασαν τα χρόνια και ο μόνος επόμενος πρωταγωνιστής θα είναι ο θάνατος πια. Προσπαθώ να μην τον σκέφτομαι τον ρόλο δίπλα του. Με φοβίζει ο θάνατος από την ώρα που έχασα τη μανούλα μου και πικράθηκα. Μόνο ο Θεός και ο Χριστός γνωρίζουν αν θα υπάρξει Δευτέρα Παρουσία και αν θα σηκωθούμε κι εμείς, όπως αναστήθηκε κι Αυτός. Θα ήθελα να ξαναζήσω, όχι ως ηθοποιός, και με τις άσχημες στιγμές που έχω περάσει. Θα χαιρόμουν να ξαναζήσω, αυτό μόνο. Αναρωτιέμαι μονίμως γιατί να πεθάνω. Εκεί τελειώνω, στο γιατί.
— Δεν το δέχεσαι ως κοινή μοίρα των ανθρώπων;
Δεν είμαι εγωίστρια, δεν λέω γιατί να πεθάνω μόνο εγώ. Καλό θα ήταν να γεννιόμασταν, να ζούσαμε πολύ και να φεύγαμε σαν καπνός, σαν σύννεφο. Επειδή έχω και κλειστοφοβία, φοβάμαι πώς θα με κατεβάσουν εκεί κάτω.
— Μη σκας, δεν θα καταλαβαίνεις τίποτα.
Δεν το ξέρεις αυτό! Κι αν πάθω το άλλο, πώς το λένε…
— Νεκροφάνεια;
Αυτό, ναι (σ.σ. έχουμε αρχίσει να σκάμε στα γέλια).
— Έχεις μεγάλη πλάκα, Δέσποινα.
Έχω, ε; Εγώ τους τα λέω και υποφέρω. Άσε με, παιδί μου, να με βάλουν μέσα στα ψυγεία; Ώχου. Να με κάψουν, ούτε που ξέρω τι θα ‘ναι κι αυτό. Όχι, δεν μου αρέσει. Ξέρεις πώς λέω να κλείσουμε; Με το «Χριστός Ανέστη»!
— Ως πεποίθηση ή ως ελπίδα;
Ως ελπίδα! Μόνο ως ελπίδα! Μήπως έρθει μια μέρα και αναστηθούμε όλοι οι νεκροί.
— Και δεν θα ζει και ο Τζορτζ Ρομέρο να μας κάνει ταινία, καλή μου.
Τι είναι πάλι αυτό; Θα σκιαχτούμε κι έχει νυχτώσει κιόλας! Άντε, ας κλείσουμε με μια κουβέντα του γαμπρού μου, του Βασίλη Παπαμαρκάκη. Πάντα είχα μια αγωνία όταν έδινα συνεντεύξεις και του τηλεφωνούσα για να μου πει πώς τα είπα, πώς ήμουν. Όταν μου έλεγε «ήσουν τέλεια», πήδαγα στον ουρανό. Θα μοιραστώ με τον κόσμο ένα ρητό που μου έλεγε: «Απ’ όλα τα κινούμενα, η γλώσσα έχει χάρη, μα πρέπει ο νους να της κρατά σφιχτά το χαλινάρι!».
— Σ’ αυτήν τη συνέντευξη πώς πιστεύεις ότι τα πήγες;
Ένα θα σου πω, σου είπα πράγματα και στην αυτοβιογραφία μου, που βγήκε, δεν υπάρχουν ούτε τα μισά απ’ αυτά. Θέλω να συγκινηθεί ο κόσμος με τη συνέντευξη αυτή κι αν είναι δυνατόν να κλάψει κιόλας − γιατί όχι;