Κυριλέ αλήτης, μποέμ τύπος, πολίτης του κόσμου και πάνω απ’ όλα καλλιτέχνης στην ψυχή. Τα καράβια του Αριστοτέλη Ωνάση, το περίπτερο στα καμπαρέ της Τρούμπας, η γνωριμία και η φιλία με τον Λάκη Γαβαλά, τα δεκάδες μαγαζιά που έφτιαξε και ο γιος που έχασε πολύ πριν την ώρα του. Υπάρχουν δεκάδες τρόποι για να συστήσεις τον Διονύση Πρώιο, που άφησε την τελευταία του πνοή πριν από λίγες ώρες, αλλά έζησε μια ζωή γεμάτη…
Συναντηθήκαμε στο στούντιο του και στο βάθος, ανάμεσά στους πίνακες του, ξεχώριζε η ποδιά του MasterChef δίπλα στη φωτογραφία του γιου του, Μιχάλη. Το παιχνίδι τον έκανε γνωστό και αγαπητό στο ευρύ κοινό για τον ανατρεπτικό, ενώ με κερνάει καφέ και αρχίζουμε να ταξιδεύουμε μέσα από ιστορίες, ενώ μου αναλύει το νέο project που έχει στο μυαλό του…
H εξομολόγηση του Διονύση Πρώιου στο You
Έχω διαβάσει πως γεννηθήκατε στην Αργεντινή…
Η μαμά μου ήταν απ’ την Κεφαλονιά και ο πατέρας μου Χιώτης, εγώ γεννήθηκα στο Buenos Aires. Δεν ήταν καλή η κατάσταση στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, στην Αργεντινή υπήρχε άνθιση και οι δικοί μου αποφάσισαν να μείνουν εκεί. Ο παππούς μου ήταν καπετάνιος, ένας απ’ τα πρώτους του Αριστοτέλη Ωνάση, ο πατέρας μου ήταν μηχανικός στα πλοία.
Έχετε έναν αδερφό;
Έναν αδερφό απ’ τον γάμο τον γονιών μου. Η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Μελίνα, ο πατέρας μου έκανε τη Χριστίνα, αλλά και η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου είχε δύο παιδιά, που τα έχω σαν αδέρφια. Χώρισαν όταν ήμουν 6 χρονών και ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η κοινωνία τότε ήταν διαφορετική, έβλεπα ότι υπήρχε περίεργη αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά που είχαν χωρισμένους γονείς, οπότε έλεγα ότι ο πατέρας μου είναι ναυτικός και ταξιδεύει.
Σας επηρέασε ο χωρισμός τους;
Γι’ αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκα απ’ όταν χώρισα με τη μητέρα του γιου μου. Είναι μεγάλο πρόβλημα για το παιδί όταν οι γονείς του ξαναφτιάχνουν οικογένεια, αναρωτιέται αν έφταιγε τελικά για το χωρισμό τους. Είχα έναν καναπέ στο σπίτι της μάνας μου και έναν καναπέ στο σπίτι του πατέρα μου, αλλά δεν αισθανόμουν οικογένεια με κανέναν απ’ τους δύο.
Στην Ελλάδα πότε ήρθατε;
Πάω και έρχομαι απ’ το ’72 ανάμεσα σε Ελλάδα και Αργεντινή. Επειδή οι γονείς μου έμεναν σε διαφορετικές χώρες, κάθε φορά που έκανα ζημιά με έστελναν ο ένας στον άλλον. Κατάλαβα νωρίς ότι η «τιμωρία» μου ήταν το ταξίδι, οπότε ήθελα να τιμωρηθώ!
Τι δουλειές κάνατε όταν ήρθατε εδώ;
Ο πατέρας μου αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά του και δεν μπορούσε να ταξιδέψει, οπότε είχε ένα περίπτερο στην Τρούμπα. Τον βοηθούσα, παράλληλα έκανα διακόσμηση σε βιτρίνες διαφόρων μαγαζιών στον Πειραιά και ασχολιόμουν με τη ζωγραφική. Μου είχε πει να βάλω τους πίνακες μου μπροστά στο περίπτερο, αλλά τον κοιτούσα περίεργα, αισθανόμουν πως η Τέχνη μου ήταν για άλλο επίπεδο, όχι για να είναι πεταμένη στο δρόμο.
Εκείνα τα χρόνια στην Τρούμπα ζήσατε περίεργες καταστάσεις;
Θυμάμαι που ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να με στέλνει στη Σαλαμίνα στις 5 το πρωί, με μάσκα και βατραχοπέδιλα για να μαζεύω οστρακοειδή, ώστε να τα πουλάει το βράδυ στο καμπαρέ. Ήμασταν οι περιπτεράδες του καμπαρέ, είχαμε προφυλακτικά και κάλτσες για τα κορίτσια. Με τον περιπτερά όλοι ήθελαν να τα έχουν καλά γιατί κάποια στιγμή θες ένα πακέτο τσιγάρα και δεν έχεις φράγκο.
Εσείς συχνάζατε στο καμπαρέ;
Τα αδέρφια του πατέρα μου είχαν ανοίξει καμπαρέ στο Buenos Aires. Ο παππούς μου πήγαινε -και καλά- για να κάνει έλεγχο στα παιδιά του και έπαιρνε κι εμένα για να βοηθάω, ενώ ήμουν μόλις 12 χρονών.
Σας άρεσαν οι γυναίκες από τότε;
Ναι, και έμαθα πολλά. Δεν μπορώ να κάνω πια να κάνω οικονομικές συναλλαγές με το άλλο φύλο, επειδή είχα δει τι γίνεται στο παρασκήνιο. Έβλεπες μία γυναίκα που έλεγε σε κάποιον «Αγάπη μου, είσαι κούκλος» και από πίσω έλεγε «Τον σιχαίνομαι, δεν μπορώ να τον αγκαλιάζω». Δεν εμπιστευόμουν τις γυναίκες, αλλά τις γούσταρα πολύ. Νομίζω ότι είναι πολύ έξυπνες και ξέρουν να λένε ψέματα, πράγμα που εγώ δεν μπορώ.
Τον πρώτο σας έρωτα τον θυμάστε;
Ο πατέρας μου με πήγε 12 χρονών σε έναν οίκο ανοχής στη Βραζιλία, αλλά αυτός δεν ήταν έρωτας. Στην Α’ Λυκείου ερωτεύτηκα πρώτη φορά την Σίλια, μία μποέμ τύπισσα, χίπισσα, που μου έμαθε πολλά. Αλλά δεν πήγα μαζί της στην πενθήμερη εκδρομή που πήγε με το σχολείο και όταν γύρισε είχα τα πρώτα μου… κέρατα. Στην αρχή πληγώθηκα πολύ, έκλαψα, ήθελα να αυτοκτονήσω και όλα αυτά που κάνει ένα παιδί 15 χρονών όταν είναι ερωτευμένο. Μετά όμως πήγα με όλες τις φίλες της.
Το μόντελινγκ πώς προέκυψε;
Οι φίλες της μάνας μου είχαν εκδοτικό οίκο στην Αργεντινή και τους άρεσα. Στην πρώτη μου φωτογράφιση είχα ντυθεί Άγιος Βασίλης, με τζετ σκι και μαγιό. Έκανα θέατρο, είχα πανκ συγκρότημα, ήμουν γενικώς μέσα σε όλα. Κάποια στιγμή είχα ένα στούντιο ζωγραφικής στο Καλαμάκι, μόλις είχε χτίσει το σπίτι του στη Μύκονο ο Λάκης Γαβαλάς και μία κοινή μας φίλη ήθελε να του κάνει δώρο, οπότε μου είπε να το ζωγραφίσω.
Έμεινα μέρες στο σπίτι του, σιγά-σιγά γνωριστήκαμε, θυμάμαι πως τότε άνοιγε για πρώτη φορά το Mercedes και επειδή δεν είχα ρούχα μού άνοιξε τις ντουλάπες του. Από εκεί ξεκίνησε μία πολύ ωραία φιλία και μετά από πολλά χρόνια, όταν έφτιαξε τα LAK, έκανα την φωτογράφιση για την πρώτη του κολεξιόν. Μετά έκανα φωτογραφίσεις με τον designer Πάνο Απέργη, με την Dominique, είχα κάνει και πασαρέλες. Σε ό,τι έχει χαβαλέ και Τέχνη είμαι μέσα.
Σας κέρδισε η ζωγραφική στην πορεία;
Την έχω πάντα στη ζωή μου, έχω κάνει εκθέσεις στην Καλιφόρνια, στην Ισπανία, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή και εδώ στην Ελλάδα έχω γεμίσει πλούσια σπίτια με τους πίνακές μου, ντρέπομαι μερικές φορές όταν πάω και τα βλέπω. Η ζωγραφική είναι ένα πολύ ωραίο μέσο για να καθαρίζω την ψυχούλα μου και με γεμίζει, μπορώ να βγάλω αυτά που νιώθω και να απεικονίσω συναισθήματα με τον πιο όμορφο τρόπο.
Ναρκωτικά έχετε κάνει;
Όλα τα ναρκωτικά που υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Τα δοκιμάζω επειδή είμαι καλλιτέχνης και πρέπει να ανοίγω πόρτες και να βλέπω δρόμους. Όπως άλλος πάει σινεμά, εγώ μερικές φορές μπορεί να πιω ένα LSD. Μεγάλοι καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και ψυχολόγοι το έχουν κάνει, για να ανοίξει η φαντασία τους: Ο Walt Disney, o Sigmund Freud, ο Woody Allen και άλλοι τόσοι που δεν το λένε. Πιστεύω όμως στο «Μέτρον άριστον», δεν τα έχω σε καθημερινό πρόγραμμα, ειδικά όταν βλέπω ότι τα ναρκωτικά με «καίνε».
Έχετε ανοίξει πολλά μαγαζιά, πώς ξεκινήσατε;
Άνοιξα το πρώτο μου resto-bar στην Αργεντινή, την εποχή της Χούντας, μέσα σε Αστυνομικό Τμήμα και γινόταν το έλα να δεις. Η αφίσα έλεγε πως ήταν το πρώτο Τμήμα που χορεύεις, γιατί θέλεις!
Πώς αποφασίσατε να μπείτε στο MasterChef;
Ήταν η στιγμή που είχα χάσει το Dos Gardenias, είχα χωρίσει από μία σχέση και ήθελα να φύγω για το Θιβέτ με τη μηχανή μου. Την ώρα που κοιτούσα τον χάρτη στον υπολογιστή μου, είδα μία διαφήμιση του MasterChef, κοιτάω τη φωτογραφία του γιου μου και του λέω «Θες να γραφτούμε;», επειδή το είχαμε συζητήσει μια φορά. Έκανα την αίτηση, για πλάκα περισσότερο, και με πήραν τηλέφωνο απ’ την παραγωγή. Χρειαζόμουν μία δόση από νεανική ενέργεια, ένα σεμινάριο μαγειρικής και να ξεφύγω, να μην έχω επαφή με κανέναν, οπότε τι καλύτερο απ’ το MasterChef; Ήταν σαν διακοπές για μένα.
Το ’86 παντρευτήκατε, αυτός ο γάμος όμως δεν κράτησε… Γιατί;
Νομίζω επειδή ήμασταν νέοι και επιπόλαιοι, παντρευτήκαμε 20 μέρες αφότου γνωριστήκαμε. Μετά έκανα σχέση με τη μητέρα του γιου μου, αλλά δεν μπορούσα να την παντρευτώ γιατί δεν είχα χωρίσει. Ούτε αυτή η σχέση άντεξε, αλλά μου έμεινε αυτό το καταπληκτικό παιδί, που το μεγάλωσα μόνος μου. Από τότε δεν ξαναπαντρεύτηκα, ούτε έκανα μεγάλη σχέση, επειδή είχα επικεντρωθεί στις ανάγκες του παιδιού μου και δεν ήθελα να του δημιουργήσω ψυχολογικά προβλήματα. Έπρεπε να δουλέψω για να διορθώσω τα μεγάλα λάθη που είχαμε κάνει με τη μητέρα του.
Νιώσατε ποτέ ενοχές απέναντι στο γιο σας;
Βέβαια έχω νιώσει, σήμερα που δεν τον έχω, νιώθω ενοχές ακόμα και για μία φωνή που μπορεί να του έβαλα. Δόξα τω Θεώ όμως είχαμε πολύ καλή σχέση. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 31 χρονών και τον είδα 7 φορές στη ζωή μου -την 7η τον κουβαλούσα. Ο γιος μου πέθανε 20 χρονών, και ήμουν πάντα δίπλα του, μέρα-νύχτα, στις αρρώστιες του, στην πείνα του… Καλύτερα 20 χρόνια, όπως αυτά που έζησα με τον γιο μου, παρά τα 30 που έζησα με τον πατέρα μου.
Όταν τον χάσατε είπατε ποτέ «Γιατί αυτός και όχι εγώ»;
Βέβαια, το λέω ακόμα, γιατί έχω μείνει εγώ που έχω ζήσει τόσα πράγματα και δεν έμεινε αυτό το παιδάκι που δεν έκανε ούτε τα μισά από μένα -αλλά στην ουσία είχε κάνει πολλά σε σχέση με την ηλικία του. Ήταν ναυαγοσώστης, είχε ταξιδέψει, μιλούσε πολλές γλώσσες, δεν είχε γνωρίσει κέρατο από σχέση και συνέταιρο-απατεώνα. Έζησε μόνο τον αφρό κι έφυγε. Μπράβο του, γιατί κι εγώ ήθελα να φύγω νέος, αλλά δεν τα κατάφερα.
Σκεφτήκατε να τον ακολουθήσετε;
Βέβαια. Το μόνο που με σταμάτησε για να μην αυτοκτονήσω ήταν ότι υπάρχει μία περίπτωση να ξανασυναντηθούν τα πνεύματά μας και με την αυτοκτονία μπορεί να χάσω αυτή την ευκαιρία. Ήταν το πρώτο πράγμα που έβγαλα απ’ το κεφάλι μου, η μαγκιά ήταν να συνέλθω, να ξαναγελάσω. Συνήλθα με τρία όνειρα που με έκανε και είδα ο γιος μου, κατάλαβα ότι απαγορεύεται να στενοχωριέμαι.
Από τότε που «έφυγε» ο γιος σας, θελήσατε να φτιάξετε ξανά τη ζωή σας;
Είναι κάτι που σκέφτομαι συνεχώς, αλλά η υπομονή και η πραγματική αγάπη δεν αγοράζονται. Αυτά σου ‘ρχονται στη ζωή και πρέπει να έχεις τις κεραίες σου ανοιχτές. Απ’ την άλλη είμαι παράξενος, τη θέλω νέα, ωραία και μορφωμένη, να γουστάρει έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Eίμαι ένας κοντός και σκουρόχρωμος, που πάντα νόμιζε ότι ήταν ψηλός με μπλε μάτια, σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού. Μετά κοιτιόμουν στον καθρέφτη και έβλεπα ότι ήμουν βάτραχος (γέλια). Μετράει όμως τι αισθάνεσαι, όχι τι είσαι.
Απωθημένα έχετε απ’ τη ζωή σας;
Ναι. Επειδή η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει, αν αποκτήσω πάλι χρήματα, θα φτιάξω κουζίνες για ορφανοτροφείο. Είναι απίστευτο ότι μία πόλη σαν την Αθήνα δεν έχει ένα ορφανοτροφείο.