«Το κτήνος της Λαμίας είναι πατέρας μου» – Συγκλονίζει ο γνωστός ηθοποιός Άκη Δήμας με όσα είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη του για τα φρικτά γεγονότα σε νεαρή ηλικία που τον στιγμάτισαν.
Η εξομολόγηση για τα παιδικά του χρόνια
«Δεν έχω πάει ποτέ διακοπές στη ζωή μου. Αν ήθελα να ζήσω έπρεπε να δουλεύω. Μέχρι τα δώδεκα η καθημερινότητά μου ήταν σχολείο-στάβλος-στάβλος-σχολείο και ύστερα, από τα δώδεκα και μετά, στη νύχτα. Αυτή μου έμαθε τη ζωή. Της χρωστάω τα πάντα… Σε ένα σπίτι-τρώγλη, σε κάποια συνοικία της Λαμίας, ζούσαμε πέντε παιδιά, με μια μάνα μειωμένης αντίληψης και ένα κτήνος.
Για ποιες διακοπές με ρωτάς; Από τα πέντε μου, ο “κύριος” αυτός με ξυπνούσε χαράματα με ξύλο, βρισιές και τη φράση: “Ξύπνα, γαϊδούρι, να έρθεις μαζί μου στα γουρούνια να με βοηθήσεις”. Εκεί, όταν πάγωνα από το κρύο και δεν μπορούσα να δουλέψω άλλο με χτυπούσε με μπετόβεργες για να συνεχίσω – τα γουρούνια του τα πρόσεχε πιο πολύ. Ο μόνος που του εναντιωνόταν, ο φύλακας άγγελός μου, ήταν ο παππούς μου. Τον χτυπούσε όμως κι εκείνον, κaι ύστερα φασαρίες, Αστυνομία, ντροπή, κενό, και πάλι απ’ την αρχή… Eχεις δει -φαντάζομαι- σε ειδήσεις και σε ταινίες στυγνούς δολοφόνους ή “γονείς” που βασανίζουν τα παιδιά τους σε υπόγεια… Κάπως έτσι ήταν κι αυτός, ίσως και χειρότερος».
Τα δύσκολα χρόνια στο σχολείο
«Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς άντεξα όσα έζησα, πώς είμαι ακόμη ζωντανός, ποια δύναμη με οδήγησε στο πανεπιστήμιο και όχι στους δρόμους, ποιος θεός μου άνοιξε τις πύλες του θεάτρου αντί για εκείνες του θανάτου. Τα μαρτύριά μου δυστυχώς δεν σταματούσαν στο σπίτι. Δεν ξέρω αν υπάρχει παιδί που να έχει δεχτεί τόσο bullying και να έχει αντέξει. Στο Δημοτικό ήμουν βρώμικος, ατημέλητος, ντυμένος με κουρέλια. Οι συμμαθητές μου με έφτυναν, με κορόιδευαν, ήμουν πάντα εκτός παιχνιδιού, ένα παιδάκι καθισμένο ολομόναχο στο τελευταίο θρανίο της τάξης. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, πάνω – κάτω τα ίδια. Πώς το ξεπέρασα; Μάλλον με το κλάμα».
«Δεν κρατάω κακία σε κανένα από εκείνα τα παιδιά. Δημιουργήματα των μεγάλων είναι άλλωστε. Εκείνων των μεγάλων που ενώ γνώριζαν, σώπαιναν. Οι γείτονες, οι συγγενείς, οι δάσκαλοι, όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν μιλούσε. Μόνο μία καθηγήτρια που πίστευε σε μένα με βοήθησε “καταθέτοντας” αυτά που όλοι γνώριζαν για μένα στη Λαμία, σε κάποιο φροντιστήριο της περιοχής, και ο ιδιοκτήτης με δέχτηκε δωρεάν. Πέρα από εκείνη, κανείς. Και αναρωτιέμαι ειδικά για τους δασκάλους.
Το κεφάλαιο Λαμία
Αφού έβλεπαν, αφού γνώριζαν, γιατί δεν μίλαγαν; Πού είναι η παιδεία που πήραν από τα πανεπιστήμιά τους; Πώς άντεχαν να λέγονται άνθρωποι; Οχι. Σ’ εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε καμία τρυφερή στιγμή. Θέλω να κλείσω μια για πάντα το κεφάλαιο “Λαμία”. Αυτή η πόλη έχει τελειώσει για μένα. Αν δεν υπήρχε ο παππούς μου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή όταν έκλεινα τα δεκαεπτά, σήμερα δεν θα ζούσα. Μου έλεγε ότι πρέπει να σπουδάσω, να προχωρήσω, να φτιάξω μιαν άλλη ζωή.
Το προσπάθησα σκληρά, ένας θεός ξέρει πόσο. Oταν διάβαζα για να μπω στο πανεπιστήμιο έμενα μαζί του σ’ ένα δωματιάκι δίπλα στο σπίτι μας όπου διάβαζα ασταμάτητα. Ο “κύριος” εκείνη την εποχή φοβόταν να κάνει ιστορίες επειδή ο παππούς θα φώναζε ξανά την Αστυνομία, και είχε στρέψει τα αδέλφια μου εναντίον μου. Τα έβαζε να μου πετάνε νερό κaι αποτσίγαρα, να με βρίζουν, να με χλευάζουν, να με χτυπάνε κι εκείνος γέλαγε. Η ζωή ωστόσο κάνει κύκλους. Σήμερα όλα τα αδέλφια μου είναι μαζί μου, μια γροθιά ενάντια στον τύραννο».
Η απόφαση για αλλαγή ονόματος
«Ξέρεις κάτι; Γύρω στα δέκα, όταν με άφηνε στον στάβλο να καθαρίζω τα γουρούνια, μιλούσα μόνος μου και ονειρευόμουν πως βρίσκομαι πάνω σε μια σκηνή, ότι παίζω, τραγουδάω και κάνω τον κόσμο χαρούμενο. Το ξύλο που έτρωγα δεν μπορούσε να λυγίσει αυτό το όνειρό μου».
«Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, παρότι είχα ξεκινήσει δειλά-δειλά να ζω εκείνο το παιδικό όνειρο, δεν μπορούσα να ξεχάσω τα αδέλφια μου που είχαν μείνει πίσω, και ειδικά την αδελφή μου, ένα κοριτσάκι με νοητική στέρηση. Κάποια στιγμή, από σκόρπιες κουβέντες έμαθα ότι υπήρχαν άνδρες που ασελγούσαν πάνω της με τη συναίνεση του “κυρίου” έναντι χρηματικής αμοιβής, για ερωτικά όργια στο χοιροστάσιο, για καταστάσεις που δεν τις χωρά ανθρώπινος νους».
Η μοναξιά και οι κλειστές πόρτες
«Δεν ήταν πάντα εύκολο – ακόμη και σήμερα είναι στιγμές που λέω ότι δεν θα τα καταφέρω. Δεν θα μπορέσω να καλύψω τα χρέη, ούτε τους λογαριασμούς. Η αδελφή μου είναι ανασφάλιστη και γι’ αυτό τον λόγο δεν τη δέχεται σχεδόν καμία Στέγη. Παρότι έχω εξηγήσει την κατάσταση, η απάντηση είναι τυπική: “Εφόσον δεν έχει ασφάλεια, δεν τη δεχόμαστε”. Τώρα, περιμένω απάντηση από κάποια άλλη Στέγη στην Αθήνα, ενώ σκοπεύω να απευθυνθώ και στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ελπίζω κάποιος να βοηθήσει.
Κουράστηκα να είμαι μόνος μου. Δεν αντέχω άλλο. Παντού πόρτες κλειστές και γραφειοκρατία. Πού είναι το Κράτος Πρόνοιας; Όταν κάποιος μπαίνει στη φυλακή και αφήνει πίσω του ένα ανασφάλιστο παιδί με ειδικές ανάγκες, πώς θα ζήσει το παιδί αυτό; Εγώ ζω και τη μητέρα μου και την αδελφή μου, δύο γυναίκες ανίκανες να επιβιώσουν μόνες. Δεν ξέρω πλέον τι να κάνω, σε ποιον να απευθυνθώ. Αισθάνομαι σαν να φτιάχνω διαρκώς ένα παζλ που λίγο πριν την ολοκλήρωσή του λείπουν πάντα κάποια κομμάτια».
Τα προβλήματα της μητέρας και της αδερφής του
«Ελπίζω να λυθούν σύντομα τα γιγαντιαία προβλήματα που αντιμετωπίζω με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, δύο γυναίκες με ειδικές ανάγκες. Θέλω να πιστεύω πως κάτι θα γίνει, κάποιος θα βοηθήσει ώστε να ξεπεράσω κι αυτόν τον Γολγοθά».
Ερώτηση δημοσιογράφου: Και ύστερα;
Άκης Δήμας- Απάντηση: «Υστερα, θέλω να φτάσω ψηλά. Να κατακτήσω το θέατρο. Να πρωταγωνιστήσω σε σπουδαίες παραστάσεις κι ο κόσμος να μ’ αγαπήσει για τη δουλειά μου. Να κάνω τηλεόραση που λατρεύω και παραστάσεις που πάνε το κοινό ένα βήμα παρακάτω. Να ταξιδέψω σ’ ολόκληρο τον κόσμο έχοντας στα μπαγκάζια μου την υποκριτική. Να φτάσω ψηλά, τόσο ψηλά ώστε να μην μπορώ πλέον να αντικρίσω το μηδέν, τον βούρκο και το σκοτάδι μέσα στα οποία γεννήθηκα. Να βαδίσω σιγά-σιγά για να μ’ αντέξουν οι άνθρωποι και ο χρόνος. Να είναι πάντα κοντά μου πρόσωπα-διαμάντια που στάθηκαν δίπλα μου σαν πραγματικοί φίλοι, όπως ο Αντώνης Λουδάρος και ο Μαυρίκιος Μαυρικίου. Και στο τέλος, όταν πια οι φωνές θα έχουν σωπάσει, να γράψω μία αυτοβιογραφία με τίτλο: “Η ζωή μου όλη σε δύο λέξεις: Αρχή και τέλος”».