Ο Γιάννης Μπέζος και η μονάκριβη κόρη του Ηρώ συναντήθηκαν επάνω στη σκηνή για ένα μουσικό αφιέρωμα στους «Ποιητές της Ήττας», Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιάννη Θεοδωράκη και Τάσο Λειβαδίτη.
Η συναυλία που είχε πρωτοπαρουσιαστεί στον κήπο της Πειραιώς 260 τον περασμένο Ιούνιο γνωρίζοντας τη θερμή ανταπόκριση του κοινού, επαναλήφθηκε την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ 100 χρόνια ΚΚΕ – 50 χρόνια ΚΝΕ.
Με αφορμή το αφιέρωμα, η Ηρώ Μπέζου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και μαζί με τον πατέρα της παραχώρησαν μια άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα.
Οι δηλώσεις του Γιάννη Μπέζου
Ποιος είναι ο λόγος που δεν παίζει με την κόρη του Ηρώ στο θέατρο; Τί έχει θυσιάσει για εκείνη; Είναι αισιόδοξος για τη χώρα μετά την έξοδο από τα Μνημόνια; Ποιο το σχόλιό του για την πολιτική κατάσταση, τις πολιτικές ευθύνες και την αλλαγή του ονόματος των Σκοπίων σε Βόρεια Μακεδονία; Ποια η γνώμη του για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα; Θα ξανακατέβαινε στην πολιτική; Θα τον βλέπαμε σε διαφορετικό ρόλο στην τηλεόραση; Ποια τα τηλεοπτικά και θεατρικά του σχέδια για το χειμώνα; Ποια ερώτηση θα τον ενοχλούσε ώστε να σταματήσει τη συνέντευξη; Οι απαντήσεις στο βίντεο που ακολουθεί…
Πως ανταποκρίθηκε ο κόσμος στις συναυλίες του Ιουνίου
Ηρώ Μπέζου: «Η υποδοχή του κόσμου ήταν θερμή και είχε κάτι πολύ τρυφερό. Ήταν πολύ κοντά στο στόχο, στο να ακουστούν δηλαδή οι στίχοι, να ακούσουμε τραγούδια που γνωρίζουμε, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο».
Γιάννης Μπέζος: «Δεν στοχεύαμε σε ένα νεότερο ηλικιακά κοινό. Το ίδιο κοινό μπορεί να παρακολουθεί τα πάντα. Μέσα στον κόσμο που μας είδε, υπάρχει και ένα κοινό που ακούει και άλλα πράγματα. Αυτό δεν είναι κακό και εγώ ακούω άλλα πράγματα. Όλοι μας. Ο στόχος μας -και εκείνο που μας ενδιέφερε- ήταν αυτά που θα πούμε να επικοινωνήσουν. Δηλαδή να κάνουμε αυτές τις παρουσιάσεις γιατί κάτι έχουμε να πούμε και όχι κάνοντας απλώς μια συναυλία. Όλο αυτό το πρόγραμμα ήταν επίτηδες λίγο εστέτ, δεν ήταν για λαϊκή κατανάλωση, ούτε για εκτόνωση. Ούτε και οι ποιητές ή οι άνθρωποι που τους μελοποίησαν είχαν αυτό το σκοπό. Στόχος ήταν να θυμηθούμε ότι στη χώρα μας υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από αυτά που κυκλοφορούν τα οποία τα εμπεριέχουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. «Καθάρισαν» τα αυτιά όσων ήρθαν, να το πω περιφραστικά. Δηλαδή άκουσαν σπουδαίο λόγο με υπέροχες μελωδίες. Δεν είναι και το πιο εύκολα πράγμα. Αν ανοίξετε ένα ραδιόφωνο μάλλλον πρέπει να πάμε όλοι μαζί στο τρελοκομείο. Όχι από τα εκτονωτικά τραγούδια, αλλά από τα δήθεν καλά. Οι στίχοι είναι για τα πανηγύρια, είναι δήθεν και η μουσική σαν να ακούς ένα τραγούδι συνέχεια. Όσο για εμάς, εμείς είμαστε επαγγελματίες ηθοποιοί, δεν διεκδικούμε δάφνες τραγουδιστών, τραγουδάμε περισσότερο το στίχο».
Το μουσικό αφιέρωμα
Γιάννης Μπέζος: «Της «ήττας» το λένε επειδή το συνδυάζουν με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Βεβαίως εποχή τούς επηρεάζει αλλά και οι ίδιοι επηρεάζουν και διαμορφώνουν ένα κλίμα της εποχής τους. Δεν μπορεί κανείς να τους χαρακτηρίσει «ποιητές της ήττας» από τη στιγμή που μετά από τόσα χρόνια τα τραγούδια τους ακόμα μας ακολουθούν και θα μας ακολουθούν για πάρα πολύ. Οι ποιητές αυτοί είναι πολύ σπουδαίοι, με ένα πολύ μεγάλο έργο και ήταν και οι τρεις πάρα πολύ σεμνοί. Μην εξισώσουμε όσους είναι τώρα στο περιθώριο με αυτούς τους τρεις ποιητές. Όσοι είναι στο περιθώριο τώρα μπορεί και να αξίζει να είναι. Είμαι βέβαιος ότι όσοι είναι να έρθουν μπροστά θα έρθουν ό,τι και να γίνει. Η μεγάλη Τέχνη συνομιλεί με το Χρόνο, δεν συνομιλεί με τον καιρό της υποχρεωτικά».
Πως προσεγγίστηκε το έργο των τριών ποιητών
Γιάννης Μπέζος: «Για να έχει ενδιαφέρον το έργο -σήμερα- πρέπει να το κάνεις όπως είναι. Και όποιος το αρπάξει, όποιος δεν το αρπάξει είναι άξιος της τύχης του. Δεν υποχρεωτικό η ποίηση να φτάσει παντού. Θέλαμε να τα πούμε με ένα άλλο τρόπο, όχι έτσι όπως έχουμε συνηθίσει από τη δισκογραφία. Να εστιάσουμε στο στίχο και τι ακριβώς λένε αυτά τα τραγούδια. Θέλαμε το καθένα από αυτά να τα υπερασπιστούμε ξεχωριστά».
Ηρώ Μπέζου: «Εγώ τα προσέγγισα κάνοντας συζητήσεις σχετικά με το πότε γράφτηκαν αυτά τα τραγούδια και τα γεγονότα της εποχής, αλλά όχι με κάποια συγκεκριμένη μέθοδο».
Η τρεμόσβηστη σπίθα
Γιάννης Μπέζος: «Ο τίτλος δείχνει ότι ο άνθρωπος παραμένει μόνος του έχοντας μια αγωνία μόνιμη, κάνοντας μια συνεχή προσπάθεια με κόπο, αλλά κρατάει μια σπίθα τρεμόσβηστη. Αυτό λοιπόν είναι μια πολύ μεγάλη ελπίδα. Πόσοι από τους ανθρώπους σήμερα, μπορούν να υποστηρίξουν το ίδιο; Ότι κρατάμε μια σπίθα τρεμόσβηστη στα χέρια μας και πορευόμαστε;
Σήμερα βιώνουμε έναν εμφύλιο πόλεμο;
Γιάννης Μπέζος: «Όχι δεν βιώνουμε. Παραμένει ο απόηχος ακόμα του Εμφυλίου ο οποίος δεν θα φύγει εύκολα. Υπάρχει όμως ακόμα στις καρδιές μας και στις σκέψεις μας μια αντιπαλότητα. Ένα κλίμα διχασμού το οποίο είναι στον απόηχο του Εμφυλίου πολέμου. Είναι πολύ βαθύ αυτό το πρόβλημα. Ο Εμφύλιος πόλεμος γίνεται γιατί φοβόμαστε τον εαυτό μας, δεν είμαστε σίγουροι για αυτόν και ρίχνουμε το βάρος στον άλλο. Αυτό θέλει το χρόνο του».
Σημείο αναφοράς οι κλασικοί δημιουργοί
Γιάννης Μπέζος: «Τα προηγούμενα χρόνια ήμασταν πάρα πολύ καλομαθημένοι, χωρίς να βγάζω τον εαυτό μου απέξω. Για αυτό και δεν ασχολούμασταν με τον Αναγνωστάκη κλπ. Όταν έρχονται τα δύσκολα πας σε αυτούς τους ανθρώπους, στη ρίζα. Σε αυτούς που είναι σημεία αναφοράς. Στα εύκολα πας στο τραλαλά, θες την εκτόνωση. Στα δύσκολα θες τον αυστηρό, τον αποφασιστικό, τον άνθρωπο που είναι έτοιμος για όλα, να θυσιαστεί. Είνα βέβαιο ότι αυτός αγώνας που γίνεται ώστε να βγούμε στο φως και όλη αυτή η προσπάθεια θα έχει αποτελέσματα, αλλά όχι σήμερα. Σε 10 χρόνια. Έτσι γίνεται πάντα. Έτσι έγινε και με τα ποιήματα αυτών των ανθρώπων. Χρειάζεται χρόνος».
Τι μας συμβαίνει σήμερα;
Γιάννης Μπέζος: «Όχι, γιατί δεν ηττήθηκαμε κανονικά. Έγινε με «μπάλωμα». Δεν χρεοκοπήσαμε κανονικά. Αν γινόταν αυτό θα είχαμε συνειδητοποιήσει περισσότερα πράγματα. Απλά θα ήταν μια πάρα πολύ άσχημη κατάσταση, που δεν θέλω να φανταστώ. Ήταν λοιπόν ένα «μπάλωμα» και σε αυτό έχει ευθύνη όλο το πολιτικό πρόσωπο, δηλαδή στο ότι δεν καταλάβαμε ακριβώς τί έγινε. Διότι ο καθένας έριχνε το φταίξιμο αλλού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο δυτικό κόσμο δεν χρωστάνε οι κυβερνήσεις χρωστάνε οι χώρες, έτσι όπως είναι το τραπεζικό σύστημα. Φερθήκαμε επιπόλαια -και σε αυτό φταίει πρώτα το πολιτικό προσωπικό- που δεν μας ενημέρωσε ποτέ. Ή επίσης ότι όσοι μας ενημέρωναν εμείς δεν θέλαμε να τους ακούμε. Θέλαμε τα μεγάλα λόγια. Αυτό έχει κόστος και το κακό είναι ότι πρέπει να το πληρώσουν οι νεότεροι. Όχι η γενιά η δική μου, αλλά της Ηρούς.
Τα νεότερα παιδιά δεν ονειρεύονται, φοβούνται τη φαντασία τους. Δεν τα αφήνουν από το σπίτι να ονειρευτούν εύκολα, κάτι που συνέβαινε και παλιότερα. Αυτό δείχνει ότι δεν είμαστε πολίτες του κόσμου, είμαστε περιχαρακωμένοι ακόμα. Αυτό απαιτεί παιδεία με την ευρεία έννοια. Το όνειρο του Κολοκοτρώνη, του Καποδίστρια να φύγει η χώρα μας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν έχει γίνει ακόμα. Συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε Ευρωπαίοι και από κάτω ενεδρεύει η φουστανέλα και το τσαρούχι. Το βλέπουμε με τον τρόπο συμπεριφοράς μας και σκέψης μας. Θα πει κάποιος, σε ενοχλεί, είναι κακό αυτό; Όχι, αλλά να το βλέπουμε! Να μην το φοβόμαστε και να το αναγνωρίζουμε, να ξέρουμε τί σημαίνει και αυτό! Μην συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε Δανοί και Βέλγοι. Αυτό είναι αρχοντοχωριατισμός! Υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα με την εκπαίδευση στη χώρα μας. Δεν γνωρίζουμε την ιστορία μας και αυτό μας φοβίζει. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τί είμαστε και μας ενοχλούν οι διπλανοί μας.