Πολλοί ήταν οι τραγουδιστές και οι γνήσιοι εκφραστές των πανηγυριών. Από τον
Στέλιο Καζαντζίδη, την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια, τον Δημήτρη Ζάχο, τη Σοφία Κολλητήρη και τον Κώστα Σκαφίδα μέχρι και τη νεότερη γενιά, που είναι η Γιώτα Χαλκιά, η Χαρά Βέρρα και πολλά νεότερα ακόμα ονόματα. Η Γιώτα Χαλκιά, μάλιστα, είναι από τις τελευταίες παραδοσιακές ερμηνεύτριες που πρόλαβαν τα αυτοσχέδια πανηγύρια με τις καλύβες και τη χαρτούρα. Η ίδια μάλιστα είναι και η στιχουργός του τραγουδιού «Γλύκα γλύκα», που πέρασε στις νεότερες γενιές και έχει γίνει ένα από τα μεγάλα σουξέ των τελευταίων δεκαετιών. Σήμερα η ίδια, θέλοντας να τιμήσει τα πανηγύρια και όσα έζησε σε αυτά, μιλάει στην «Espresso» για τις σκληρές συνθήκες που βίωσε, αλλά και τη ραγδαία αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης των πανηγυριών!
Κυρία Χαλκιά, πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στη Λευκάδα. Ο παππούς μου είχε έρθει από τα χωριά του Σουλίου και έβγαζε αλάτι στις αλυκές της Λευκάδας. Εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου και την παντρεύτηκε. Ηπειρώτες είμαστε στην καταγωγή.
Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Η μαμά μου ήταν καθαρίστρια στην Εθνική Τράπεζα και ο μπαμπάς μου φόρτωνε και ξεφόρτωνε ψάρια στα καράβια. Κάποια στιγμή χώρισαν οι γονείς μου κι εγώ ακολούθησα τη μαμά μου στην Πάτρα. Εκεί στην Πάτρα βγήκα τραγουδίστρια.
Σε τι ηλικία βγήκατε στο τραγούδι;
Σε ηλικία 17 ετών. Με πήραν οι Βερραίοι και άλλοι καλοί μουσικοί της περιοχής και με έβαλαν στα πανηγύρια. Μόλις μαθεύτηκε πως μια ωραία κοπέλα βγήκε στο δημοτικό τραγούδι, ήρθε στην περιοχή ο περίφημος Τάκης Καρναβάς με τον Μάκη Βασιλειάδη και με πήραν στην ορχήστρα τους. Στην ορχήστρα τότε πολλές φορές ως φίρμα ήταν και η μεγάλη Τασία Βέρρα. Συγκλονιστική και ως φωνή και ως χαρακτήρας.
Πώς κατορθώσατε να τραγουδάτε με όλα τα θρυλικά ονόματα, δεδομένου ότι ήσασταν πολύ μικρή κοπέλα…
Ο Μάκης Βασιλειάδης στο κλαρίνο ήταν πολύ μεγάλο όνομα τότε και πάντα μαζί με όλα τα μεγάλα ονόματα έβαζε κι εμένα. Δούλεψα πολύ και με τη Σοφία Κολλητήρη, τον Γιάννη Κωνσταντίνου, τον Αλέκο Κιτσάκη, τη Φυλιώ Πυργάκη, τον θρυλικό Δημήτρη Ζάχο και
πολλούς άλλους. Οταν έφτασα 20 ετών, ο Μάκης με παρότρυνε να πάω να σπουδάσω μουσική και φωνητική. Δεν ήθελε να είμαι αυτοδίδακτη, όπως ήταν όλοι οι παλιοί!
Πότε παντρευτήκατε με τον σολίστα Μάκη Βασιλειάδη;
Παντρευτήκαμε το 1985 στην Αμερική και το 1997 παντρευτήκαμε στην Ελλάδα. Είχαμε 20 χρόνια διαφορά με τον Μάκη!
Πόσο δύσκολα ήταν τα χρόνια στα πανηγύρια;
Πολύ δύσκολα, γιατί εμείς «παίζαμε» με τη χαρτούρα. Μόλις σουρούπωνε, ήμασταν πάνω στην αυτοσχέδια εξέδρα και αρχίζαμε τα τραγούδια. Και ο κόσμος, επειδή διψούσε για χορό και τραγούδι, άρχιζε να χορεύει από πολύ νωρίς. Σκεφτείτε ότι μπορεί να παίζαμε και τρία μερόνυχτα συνεχόμενα. Επίσης, εμείς δεν πληρωνόμασταν από τα μαγαζιά, αλλά μοιραζόμασταν τη χαρτούρα. Αυτή ήταν η αμοιβή μας κάθε βράδυ. Οσο πιο πολύ κέφι τούς έκανες τόσο περισσότερη χαρτούρα έριχνε ο κόσμος. Επίσης τη χαρτούρα τη μοιραζόμασταν ίσια. Ολοι παίρναμε ίδια χρήματα. Είτε ήσουν φίρμα είτε ήσουν ηχολήπτης. Επίσης, στα περίφημα μαγαζιά της Ομόνοιας με τα δημοτικά τραγούδια το ΙΚΑ το πληρώναμε εμείς από τη χαρτούρα. Δεν το πλήρωναν τα κέντρα.
Από όλα τα μεγάλα ονόματα, ποιος σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Καθένας είχε τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στον χαρακτήρα και στη φωνή. Ο Αλέκος Κιτσάκης ήταν ένας άνθρωπος ανέμελος. Δεν τον ένοιαζαν ούτε το μικρόφωνο ούτε ο ήχος. Δεν είχε τέτοια θέματα. Επιανε το μικρόφωνο και τρανταζόταν με τη φωνή του
όλη η περιοχή. Ηταν μεγάλος εργάτης στο τραγούδι. Το ίδιο και ο Τάκης Καρναβάς. Ηταν άλλη πάστα ανθρώπων αυτοί. Και οι δύο αυτοί δεν θυμάμαι να έχουν βραχνιάσει ποτέ.
Εσάς που ήσασταν νεότερη γενιά σάς έβαλαν τρικλοποδιές;
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε κανένας παλιότερος να τον «προσπεράσει» κάποιος νεότερος τραγουδιστής. Το ίδιο γίνεται και τώρα με τα νεότερα παιδιά. Τα παλιά μεγάλα ονόματα ήταν τεράστιοι καλλιτέχνες. Τους δικαίωσε και τους λάτρεψε ο κόσμος. Κανείς δεν
μπορεί να τους ξεπεράσει ούτε σε όνομα ούτε σε φωνή. Ποια ήταν η πιο μεγάλη ένδειξη θαυμασμού που είδατε εσείς απέναντι σε τέτοια θρυλικά ονόματα; Καθένας από αυτούς ήταν διαφορετικός χαρακτήρας. Η Σοφία Κολλητήρη ήταν τεράστια τραγουδίστρια, όμως ήταν αυστηρή. Εγώ ως νέα τραγουδίστρια φοβόμουν να την πλησιάσω και να ανοίξω
κουβέντα μαζί της. Η Τασία Βέρρα ήταν πιο προσιτή. Ο Ζάχος ήταν η χαρά των πανηγυριών. Ψυχούλα. Ολο καλαμπούρια και γέλια ήταν. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Ζάχος κατάφερε να βγάλει το δημοτικό τραγούδι και εκτός συνόρων. Χάρη στον Ζάχο και στην περίφημη
«Βοσκοπούλα» το δημοτικό τραγούδι μπήκε στα μεγαλύτερα σαλόνια του κόσμου. Ο Γιάννης Κωνσταντίνου, από την άλλη, ήταν απόμακρος.
Μιλάμε τώρα για μυθικά ονόματα. Ηξεραν όλοι αυτοί την αξία τους;
Οχι. Ποτέ δεν αντιλήφθηκαν πόσο τεράστιοι ήταν. Οταν το 1982 πήγα στην Αυστραλία με τον Κιτσάκη, διάβαζα μια ελληνική εφημερίδα. Γυρίζει ο Κιτσάκης και μου λέει: «Τι διαβάζεις αυτού;» Του λέω λοιπόν: «Μωρέ, ο Πάριος να πουλήσει 100.000 δίσκους; Πήρε χρυσό δίσκο». Και γυρίζει και μου λέει ο κυρ Αλέκος: «Τι λες, μωρέ; Οταν εγώ είπα το τραγούδι “Απ’ το μηδέν ξεκίνησα”, πούλησε στην Columbia 4.500.000 δισκάκια. Πόσους χρυσούς έπρεπε να πάρω, Γιώτα;» Δεν θα την ξεχάσω αυτή τη φράση του. Στην ουσία, αυτή η
πρώτη γενιά δημοτικών και λαϊκών τραγουδιστών δεν τιμήθηκε και δεν δοξάστηκε όπως έπρεπε.
Υπήρχαν διαφορές στα νυχτοκάματα μεταξύ δημοτικών και λαϊκών τραγουδιστών;
Τεράστιες διαφορές. Οταν η μεγάλη Σοφία Κολλητήρη έπαιρνε ως νυχτοκάματο 50.000 ή 100.000, το αντίστοιχο λαϊκό όνομα έπαιρνε 1.000.000 ή 2.000.000 ως νυχτοκάματο. Τεράστιες διαφορές. Και να σκεφτείς ότι ο δημοτικός τραγουδιστής έβγαινε από τις 9 το βράδυ ως τις 9 το πρωί, δίχως σταματημό. Ενώ ο λαϊκός έκανε δύο ώρες πρόγραμμα και έφευγε.
Θεωρείτε ότι τους δημοτικούς τραγουδιστές τους είχαν υποτιμημένους;
100%. Του πεταματού μας είχαν κάποτε τα κανάλια και τα ραδιόφωνα. Εμείς οι δημοτικοί δεν είχαμε το «φαίνεσθαι». Δεν είχαμε ούτε γκλάμουρ ούτε μάνατζερ ούτε αυλικούς.
Το μεγαλύτερο μεροκάματο που πήρατε εσείς ποιο ήταν;
Ηταν 12.000 ευρώ το 2001. Εκτοτε τα πανηγύρια άρχισαν να φθίνουν. Επίσης η νεότερη γενιά πλέον «παίζει μπάλα» μόνη της. Δεν υπάρχουν πλέον τα μυθικά πρόσωπα εκείνα που είχαμε να ανταγωνιστούμε εμείς. Οταν εγώ προσπαθούσα να γίνω Γιώτα Χαλκιά, απέναντί μου είχα τη Σοφία Κολλητήρη, την Τασία Βέρρα, τη Φυλιώ Πυργάκη. Βουνά απροσπέλαστα. Θηρία που έπρεπε να αποδείξεις ότι αξίζεις να σταθείς στην πίστα δίπλα τους. Τώρα δεν
υπάρχει κανένας μεγάλος που να ανταγωνιστεί η νέα γενιά. Και εμάς τους δυο τρεις μεγάλους που έχουμε απομείνει δεν μας θέλουν. Μας έχουν πετάξει από παντού, για να μην έχουν σύγκριση και ανταγωνισμό. Εγώ θυμάμαι, όταν πρωτοξεκινούσα, ήταν μεγάλη μου
τιμή να καθίσω δίπλα στην τεράστια Σοφία Κολλητήρη. Την έβλεπα σαν θεό. Σήμερα οι νέοι τραγουδιστές δεν έχουν τέτοια. Επίσης θυμάμαι ότι η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια είχε χωριστεί σε μουσικές περιφέρειες. Ησουν στην Ήπειρο, ο κόσμος ήθελε μόνο τον Κιτσάκη. Ησουν στην Αττική, ο κόσμος ήθελε την Κολλητήρη και τον Σκαφίδα. Δεν τολμούσε να μπει άλλος τραγουδιστής μέσα στα δικά τους «χωράφια». Καθένας δηλαδή ήξερε πού θα «παίξει μπάλα». Τώρα έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα. Με ένα τραγούδι, «Τα καγκέλια», πηγαίνουν από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και δεν καίγεται καρφί…
Πανηγύρια υπάρχουν πλέον;
Υπάρχουν, αλλά όχι όπως τα γνωρίσαμε και τα ζήσαμε εμείς. Τώρα βλέπεις πανηγύρια ακόμα και με djs. Εχει αλλοιωθεί ο γνήσιος όρος «πανηγύρι».
Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στη νεότερη γενιά των δημοτικών τραγουδιστών;
Καταρχάς αγαπάω τη νέα γενιά και προσπαθούμε όλοι να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα της εποχής. Δυστυχώς τα νέα παιδιά βρήκαν μια περίεργη κατάσταση στο δημοτικό τραγούδι. Απλά η νέα γενιά πρέπει να αγαπήσει και να μελετήσει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι και να κάνει αυτό που έκανε ο Πάριος: να αναβιώσει το γνήσιο παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι.