Η Μαρία Λαζαρίδου, επιβάτιδα της τραγικής αμαξοστοιχίας που ενεπλάκη στο δυστύχημα στα Τέμπη, μοιράζεται τις δραματικές στιγμές που βίωσε, προσφέροντας μια συγκλονιστική μαρτυρία των γεγονότων. Η περιγραφή της, είναι γεμάτη από τον τρόμο και την αναστάτωση της στιγμής της σύγκρουσης, καθώς και τον αγώνα για επιβίωση μέσα από τις φλόγες και το χάος που επακολούθησε. Η Μαρία αναδεικνύει την ανθρώπινη δύναμη και την αλληλεγγύη που εκδηλώθηκαν ανάμεσα στους επιζώντες, αποτελώντας φάρο ελπίδας στις πιο σκοτεινές ώρες.
Μαρία Λαζαρίδου: Η ανάρτησή της
“Ποιος θα φανταζόταν ότι πέρσι μια μέρα μετά την καθαρά Δευτέρα οι ζωές μας θα άλλαζαν..
Ένα 4ημερο για μας έφτασε στο τέλος του. Η μαμά μου, η 6.5 μηνών (τότε) κόρη μου κι εγώ ταξιδέψαμε στα Τρίκαλα.
Περάσαμε υπέροχα, είδαμε νέα μέρη, αλλάξαμε παραστάσεις. Μας έλειψε το σπίτι, η μικρή ζητούσε τον μπαμπά της. Ήταν η πρώτη φορά που έμενε μακριά του.
Επιστροφή Τρίτη 28/2/23 με το τελευταίο δρομολόγιο του τρένου. Ήμουν λίγο αγχωμένη καθώς ήταν 21.00 και θα φτάναμε Θεσσαλονίκη στις 23.35. Με το μωρό ίσως δυσκολευόμουν.
Στον Παλαιοφάρσαλο κατεβήκαμε και περιμέναμε το τρένο που ερχόταν από Αθήνα. Δίπλα μας τρία κορίτσια που μοιάζουν πολύ. Χαμογελούν με τη μικρή μου, όπως χαμογελώ κι εγώ όταν βλέπω μωρά. Στις διπλανές γραμμές, υπάρχει ένα όχημα που επισκευάζει τα καλώδια. Περίεργο που το κάνουν τέτοια ώρα, σκεφτήκαμε. Το τρένο ήρθε και επιβιβαστήκαμε.
Στις θέσεις μας καθόντουσαν κάποιοι άλλοι. Σηκώθηκαν και μας είπαν πως κατεβαίνουν στη Λάρισα. Υπήρχε καθυστέρηση, σχεδόν μισή ώρα. Φτάσαμε τελικά στην Λάρισα. Η μικρή ξύπνησε και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να την ταΐσω εκείνη την ώρα που ήμασταν σταματημένοι.Κι άλλη καθυστέρηση εκεί. Θα αργούσαμε πολύ να φτάσουμε. Ξεκινήσαμε. Θυμάμαι τρέχαμε πολύ και μια μεγάλη στροφή με φόβισε. Ήμουν όμως κουρασμένη. Η μικρή άρχισε να διαμαρτύρεται. Ίσως έπρεπε να την είχα ταΐσει τελικά στην Λάρισα σκέφτηκα. Ετοίμασα το γάλα της και την έβγαλα από το καθισματάκι της. Την πήρα στην αγκαλιά μου και πήγα να της δώσω το μπιμπερό. Είδα σε πολύ αργή κίνηση το μπιμπερό να φεύγει από τα χέρια μου.
Σκοτάδι. Κενό.
Άνοιξα τα μάτια. Ήμουν πεσμένη κάτω στον διάδρομο. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. Σηκώθηκα. Κοίταξα δεξιά και αριστερά. Σκοτάδι. Καπνός και φωτιά κοντά. Άνθρωποι χτυπημένοι και εγκλωβισμένοι. Φωνές και ουρλιαχτά. Βλέπω τη μαμά μου. Η μικρή μου όμως λείπει. Δεν είναι πια στην αγκαλιά μου.
Που είναι;
Ουρλιάζω. Το μωρό μου. Το μωρό μου. Δεν ξέρω τι να κάνω.
Μαζί μου ουρλιάζει και η μαμά μου.
Ένα νέο παιδί προσπαθεί να με καθησυχάσει. Μου λέει θα την βρούμε.
Αρχίζω να φωνάζω το όνομα της μήπως και με ακούσει. Μου απαντά, ξεκινάει να κλαίει. Είναι ζωντανή!
Την βρίσκει το παιδί κάτω από την καρέκλα του. Βρισκόταν μια θέση πίσω και αριστερά από τη θέση μου. Το βαγόνι όμως είχε κλίση. Οι καρέκλες δεν ήταν στη θέση τους. Σκύβω και την ακούω. Κάτω από την καρέκλα χωρούσε μόνο το χέρι μου. Λέω στη μαμά μου πως πρέπει να περιμένουμε τους διασώστες. Φοβάμαι τι θα αντικρίσω. Όμως η φωτιά είναι δίπλα μας. Η μαμά μου την τραβάει και την βγάζει. Δεν φαίνεται χτυπημένη. Συνεχίζει να κλαίει.
Η μαμά μου λέει πως έχω αίματα. Η μύτη μου. Είμαι καλά. Δεν με νοιάζει εκείνη την ώρα. Πρέπει να βγούμε έξω.
Αρχίζω και πάλι να φωνάζω, να σπάσουν κάποιο παράθυρο. Πρέπει να βγούμε έξω. Βλέπω κάποιοι βγαίνουν από ένα παράθυρο στην αρχή του βαγονιού. Λέω στη μαμά να πάμε προς τα εκεί. Στη θέση δίπλα μου μια κοπέλα έχει εγκλωβιστεί. Ο φίλος της φωνάζει. Ξέρω ότι έχει φύγει. Το νιώθω.
Η μαμά μου με φωνάζει και μου λέει να φύγω. Με βγάζει από τις σκέψεις μου, με ξυπνάει. Μου δίνει τα μπουφάν μας. Πρέπει να βγω. Η μικρή δεν σταματάει να κλαίει. Της λέω συνέχεια πως όλα θα πάνε καλά. Πρέπει να το πιστέψω κι εγώ.
Ξεκινάω για να βγω όμως δεν είναι τόσο εύκολο. Το βαγόνι έχει κλίση και γλιστράω, πέφτω. Πέφτω πάνω στη μικρή. Ξανά σηκώνομαι και ξανά πέφτω. Πετάω τα μπουφάν. Πρέπει να συνεχίσω. Η μαμά δεν μπορεί να έρθει. Είπε θα βγεί από την άλλη.
Μπροστά μου μια κοπέλα. Της ζητάω να κρατήσει τη μικρή για να μπορέσω να προχωρήσω. Την ξαναπαίρνω. Δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Κρατιέμαι από τις καρέκλες με τα πόδια και πατάω πάνω τους. Νιώθω θα λιποθυμήσω. Δεν έχω οξυγόνο. Υπάρχει πολύς καπνός. Φτάνω στο παράθυρο. Δίνω τη μικρή σε ένα αγόρι εκεί και την κατεβάζει. Την βγάζουν έξω. Όμως εγώ δεν μπορώ να πηδήξω. Νιώθω ότι είναι πολύ ψηλά. Φοβάμαι. Κι αν σπάσω το πόδι μου πως θα συνεχίσω με τη μικρή; Φωνάζω να με βοηθήσουν και ελπίζω να το κάνουν. Το αγόρι επιστρέφει. Με παίρνει αγκαλιά και με κατεβάζει. Τρέχω να βρω τη μικρή μου. Περνάω κάτω από την ένωση δύο βαγονιών. Και την παίρνω στην αγκαλιά μου. Όλα θα πάνε καλά. Η μαμά είναι εδώ.
Σειρήνες και πυροσβεστική. Πρέπει να ανέβουμε ένα λόφο για να βγούμε στο δρόμο. Δίπλα μου επιβάτες που περπατούν με τις βαλίτσες τους. Δεν έχουν χτυπήσει. Μα που βρίσκομαι; Τι έχει γίνει;
Προσπαθώ να ανέβω αλλά γλιστράω. Όλοι χρησιμοποιούν τα χέρια τους. Δεν μπορώ. Έχω τη μικρή στην αγκαλιά μου. Ξανά προσπαθώ. Πέφτω πάνω στη μικρή. Γλιστράω προς τα πίσω. Τους καθυστερώ, σκέφτομαι. Κάνω στην άκρη. Δεν θα τα καταφέρω. Έρχεται ένας διασώστης φέρνει ένα σκοινί. Όμως εγώ δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Τον παρακαλάω να κατέβει να με βοηθήσει. Και το κάνει. Με σπρώχνει από πίσω ώστε να ανέβω.
Βρίσκω στο δρόμο το κορίτσι που με βοήθησε. Της δίνω τη μικρή και περνάω τις μπάρες του δρόμου. Της ζητάω το μπουφάν της για τη μικρή. Έχει κρύο. Δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Της λέω πως όλα θα πάνε καλά. Ζητάω και το τηλέφωνο, δεν έχω τίποτα πάνω μου. Καλώ τον μπαμπά μου. Θα πάω στο νοσοκομείο. Αρχίζω να ψάχνω για ασθενοφόρο. Όμως δεν έχουν έρθει ακόμη. Ρωτάω έναν αστυνομικό που είναι τα ασθενοφόρα. Είμαι τόσο θυμωμένη. Έρχονται λέει και με βάζει στο περιπολικό να ζεσταθεί η μικρή. Μπαίνω στο πρώτο ασθενοφόρο μαζί με άλλους 4 επιβάτες. Μιλάω στον μπαμπά μου. Η μαμά βγήκε. Τα κατάφερε. Ανακούφιση.
Στο νοσοκομείο ένα χάος. Εξετάσεις. Φωνές.
Κρυώνω πολύ. Μας πηγαίνουν σε δωμάτιο. Η μικρή έχει κάταγμα στο κεφάλι. Είναι κατάμαυρη, γεμάτη λάσπη και μικρά μικρά γυαλάκια σε όλο το κεφάλι. Είπε την πρώτη της λέξη “μπαμπά”, μόλις τον είδε. Επιστρέψαμε σπίτι μας την Πέμπτη 2/3/23.
Όση δύναμη βρήκα εκείνο το βράδυ, τόσο αδύναμη ένιωθα όλο αυτόν τον καιρό. Ένας χρόνος με φόβους, τύψεις, ενοχές, θυμό.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που μας βοήθησαν εκείνο το βράδυ, τη μαμά μου, τον Μιχάλη, τη Ζωή, το αγόρι που με έβγαλε από το τρένο, όσοι κράτησαν τη μικρή για να τα καταφέρω εγώ, τον διασώστη, τη Ζωή που συνάντησα στο ασθενοφόρο, το προσωπικό του νοσοκομείου και τους γιατρούς. Αλλά και όλους αυτούς που ήταν κοντά μας όλη αυτή τη χρονιά. Την οικογένεια μου, τη ψυχολόγο μου Γρηγορία. Την κ. Καρυστιανού που ζητά τα αυτονόητα, για την κόρη της, αλλά και όλους εμάς, που ήμασταν απλά πιο τυχεροί από τους 57 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους. Τον Γιώργο που χωρίς εκείνον δεν ξέρω πως θα κοιμόμουν τα βράδια. Και τη μικρή μου γιατί χώρις εκείνη δεν θα είχα βγει από το τρένο κι αν το είχα κάνει δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου.
Σε ευχαριστώ που δίνεις φως στη μέρα μου!
Γράφω τι μου συνέβη για να μην ξεχαστεί, για να φτάσει ίσως στους υπεύθυνους και μπορέσουν έτσι να νιώσουν τι βιώσαμε, για να συναισθανθούν ίσως πώς είναι να χάνεις το παιδί σου έστω για λίγα λεπτά ή να συνεχίσουν να κουνούν το δάχτυλο θεωρώντας ότι είναι ανώτεροι από τους πολίτες αυτής της χώρας…”