Δεν άντεχα να διαβάσω άλλο.
Διάβαζα μέρες και νύχτες αλλά εκείνη τη νύχτα δεν άντεχα να διαβάζω άλλο. Είχε πάει τρεις το ξημέρωμα και το μόνο που ήθελα ήταν να πέσω να κοιμηθώ και να μην ξανανοίξω βιβλίο για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αλλά η πίεση τότε ήταν αφόρητη. Από καθηγητές, γονείς, σόγια και αντίσογα. Σου παρουσίαζαν, βλέπεις, το πανεπιστήμιο σαν τον μοναδικό δρόμο που θα μπορούσες να ακολουθήσεις. Μονόδρομος, έλεγαν. Λες και αν δεν περνούσες το κατώφλι του μια τρομερή καταστροφή θα συνέβαινε στη ζωή που μόλις άρχιζες.
Θυμάμαι τεράστια ποτήρια φραπέ, θυμάμαι ξημερώματα με το βιβλίο στο χέρι και θυμάμαι εκείνη τη νύχτα που σχεδόν κατέρρευσα. Την άλλη μέρα έδινα ιστορία και ό,τι κι αν μάθαινα το ξεχνούσα κιόλας το επόμενο λεπτό. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Σκέφτηκα να μην το δώσω το μάθημα αλλά έτρεμα την αντίδραση του πατέρα μου. Και των υπολοίπων.
Κι εκείνο το βράδυ πέρασε από το μυαλό μου κάτι -που ποτέ ως τότε και ποτέ ξανά ως σήμερα- δεν μου είχε περάσει: η αυτοκτονία. Ανατριχιάζω και μόνο που γράφω τη λέξη. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα του δωματίου, βγήκα έξω, έκλαιγα σαν τρελή από κούραση, απογοήτευση και στεναχώρια, μπροστά μου έβλεπα μόνο μία διέξοδο κι αυτή με τραβούσε από το πόδι κατευθείαν στο κενό.
Ήμουν μόνη. Θα το έκανα. Πίστεψέ με θα το έκανα αν εκείνη την ώρα δεν άκουγα γέλια. Δυνατά γέλια. Φωνές και γέλια μαζί από το απέναντι μπαλκόνι. Μια παρέα ανθρώπων που στις τρεις τα ξημερώματα συζητούσαν, άκουγαν μουσική και γέλαγαν με όλη τους την ψυχή. Και χωρίς να το θέλουν, χωρίς να το ξέρουν, χωρίς καν να ξέρουν εμένα, με σταμάτησαν. Μου έδωσαν να καταλάβω, τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, ότι η ζωή είναι και άλλα πράγματα. Είναι και άλλοι άνθρωποι, είναι και άλλοι στόχοι, είναι ζόρια,είναι κλάματα, ναι, αλλά είναι και μουσικές και είναι και γέλια. Μπήκα λοιπόν, πάλι μέσα, έκλεισα το βιβλίο της ιστορίας, έκλεισα το φως, έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα.
Έγραψα χάλια. Οκ. Μα καμία τρομερή καταστροφή δεν ήρθε. Είμαι εδώ. Και γράφω σήμερα αυτό το κείμενο ελπίζοντας πως τόσα χρόνια μετά (πάνω από τριάντα) δεν θα υπάρχουν πια μαθητές που φτάνουν σε τέτοια αδιέξοδα. Δεν πρόκειται να απαριθμήσω περιπτώσεις μαθητών που έκαναν τέτοια βλακεία. Θα μπορούσα αλλά δεν θα το κάνω.
Γιατί ξέρεις; Δεν φταίνε πάντα οι γονείς. Ούτε οι απαιτήσεις που έχει η ζωή, παράλογες ή απάνθρωπες κάποιες φορές. Είναι και η πάστα του κάθε παιδιού που παίζει ρόλο. Πώς αντιλαμβάνεται για παράδειγμα την ευθύνη, το χρέος, το καθήκον. Πόσο σοβαρά ή πόσο μέσα του τα παίρνει όλα.
Μια απλή συμβουλή, αν μου επιτρέπεις.
Φτιάξε ένα ωραιότατο ποτήρι χυμό, πήγαινέ το δίπλα στο παιδί που διαβάζει και μαζί με την πορτοκαλάδα δώσ’ του εναλλακτικές. Εναλλακτικές!
Δείξ’ του δρόμους.
Άνοιξε πόρτες μέσα στο μυαλό του. Κάνε εικόνα την υπέροχη ζωή που απλώνεται μπροστά του.
Πάρε λίγο βάρος από τους ώμους του, μαμά, και κάν’ το αυτή τη στιγμή.
Λίγες ημέρες πριν μπει στο εξεταστικό κέντρο.
Και όλα θα πάνε καλά.
Ακόμα κι αν νομίζεις ότι δεν πήγαν.
Στο υπόσχομαι.