Μοιραστήκαμε τα παιδικά μας χρόνια. Κρυφτήκαμε πίσω απ’ τις σκάλες για να μην ανακαλύψουν τις σκανταλιές μας. Κρυφτήκαμε μέσα στην τουαλέτα και στο πίσω μπαλκόνι ως έφηβοι για να κρατήσουμε μυστικό το πρώτο μας τσιγάρο.
Συζητήσαμε τα όνειρά μας, τα φανταστήκαμε, τα σχεδιάσαμε. Κάποια τα ζήσαμε μαζί, κάποια άλλα τα είπαμε κρεμασμένοι απ’ το ακουστικό του τηλεφώνου. Δεν χάσαμε, όμως, κανένα. Με αποστάσεις ανάμεσά μας, υποχρεώσεις, αμέλειες, ενηλικιώσεις σταθήκαμε σ’ όλα.
Καμιά φορά απόντες, αλλά πάντα παρόντες. Δεν ήταν η υποχρέωση ή η ανάμνηση, δεν ήταν καν ο παππούς, που μας πηγαινοέφερνε από σπίτι σε σπίτι, για να παίξουμε. Δεν ήταν ούτε ο καβγάς που είχαμε ως παιδιά και θέλαμε να εξιλεωθούμε. Ήταν το πραγματικό ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο.
Κοινό αίμα, κοινές αναμνήσεις, κοινές ηλικίες. Σαν τα ξαδέρφια δεν είναι κανένας φίλος και γενικά κανένας, όποια ιδιότητα και να έχει. Υπάρχει η τέλεια κι απόλυτη αρμονία ανάμεσά μας. Συμμορία οργανωμένη με κοινά ενδιαφέροντα κι απόλυτα ενωμένοι από μικροί. Από τότε που ο ένας σκεφτόταν τη σκανδαλιά, την έκανε πράξη κι ο άλλος έστυβε το κεφάλι του να βρει δικαιολογίες, για να μην τιμωρηθούμε, όταν το μάθουν οι μεγάλοι.
Κάποιες φορές γλυτώναμε, κάποιες άλλες όχι. Κοινό μάλωμα, κοινή κι η τιμωρία. Τότε είναι που καταλήγαμε σε καβγά στην προσπάθειά μας να πάρουμε όλα τα βάρη της απίθανης αταξίας επάνω μας για να μην τιμωρηθεί το ξαδερφάκι μας. Μεγάλη υπόθεση να τσακώνεσαι από αγάπη.
Σοβαρή εξέλιξη στις ανθρώπινες σχέσεις να προσπαθείς να στηρίξεις τον άλλον περισσότερο απ’ τον εαυτό σου. Να έχεις αισθήματα τόσο μεγάλα που να παραβλέπεις τους φόβους σου για τη δική σου τιμωρία στην προσπάθεια να τον προστατεύσεις. Τελικά, ό,τι και να γινόταν κοινή ήταν η επίπληξη κι η καταδίκη των παραβατών.
Όλα σε πληθυντικό αριθμό. Έτσι είναι τα ξαδέρφια, που τρέχουν για πάντα, όπως τότε που ήταν παιδιά σ’ εκείνο το κυνηγητό με τα εμπόδια που κλείνανε το δρόμο. Τότε ήταν δέντρα κι αργότερα καθημερινές ασχολίες, έρωτες, δυσκολίες. Κανένα δε στάθηκε αρκετά ικανό, όμως, να σταματήσει το τρέξιμο. Ούτε καν το τι θα γινόταν στο σπίτι, όταν θα μάθαιναν πως δεκατεσσάρων ετών βγήκαμε απ’ το σπίτι βράδυ, πήραμε ταξί για να συνοδέψουμε το ξαδέρφι μας σ’ ένα πάρτι, αρκετά μακριά απ’ το σπίτι μας, γιατί μόνο του αποκλείεται να το αφήναμε.
Αυτό το «αποκλείεται να τον αφήσω» που κάποιες φορές στην ενήλικη ζωή μας, πριόνιζε το λαιμό μας, όταν δεν τηρείτο, μας άφηνε αμέσως όταν συναντιόμασταν για ένα καφέ μεσημέρι Κυριακής. Ή ένα «πέρνα απ’ το σπίτι το βράδυ να σε δω» που κατέληγε, σχεδόν πάντα, ξημερώματα με «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο». Κάποιες φορές ήταν αραιές οι συναντήσεις μας κι άλλες συχνές. Καμία σημασία δεν έχει, άλλωστε, η συχνότητα, όταν δεν της επιτρέπεις να σε αποξενώσει.
Όπως το μεθύσι δε φεύγει απλώς μ’ έναν ελληνικό καφέ, έτσι δε σβήνουν οι σχέσεις, που δημιουργήθηκαν αγνά. Σε ηλικίες κοντινές, με παιδικές αναμνήσεις, με δεσμούς αίματος, που άλλοτε φτάνουν στα πρώτα κι άλλοτε στα δεύτερα ή τρίτα ξαδέρφια, με κοινή ονοματοδοσία τις περισσότερες φορές ή κοινό επίθετο. Κανείς δεν ξέρει τους λόγους που κάποιες σχέσεις ισχυροποιούνται τόσο πολύ και γίνονται πατρίδες.
Τα ξαδέρφια είναι κάτι περισσότερο από φίλοι. Από κάθε φίλο που θα μείνει πολύ στη ζωή μας ή θα είναι περαστικός απ’ αυτή. Πολύ περισσότερο από κάθε σχέση, γνωστό ή συνάδελφο. Είναι άνθρωποι που αγάπησαν τα ίδια πρόσωπα με σένα, τους παππούδες, τους γονείς, τους θείους.
Είναι παιδιά που δέχτηκαν την ίδια αγάπη όπως:«να το κάνω μάκια, να περάσει», όταν τσάκιζαν τα γόνατά τους με τα ποδήλατα κι αργότερα όντας μεγαλύτεροι άκουγαν ομαδικά: «θα σας τσακίσω», όταν ανέβαιναν τρικάβαλο στο μηχανάκι και γυρνούσαν τη γειτονιά.
Μοιράστηκαν το ίδιο κρεβάτι, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες κατσάδες, κάλυψαν ο ένας τον άλλον και δεν απέχουν σε τίποτα απ’ τα αδέρφια μας, παρά μόνο για ένα «ξ». Για φαντάσου, για ένα παραπάνω γράμμα.
Η σχέση με τα ξαδέρφια μας είναι μια σχέση ζωής. Μια σχέση του «για πάντα», μ’ ένα μόνο επιπλέον γράμμα.