Σσσσςςς, θα μιλήσω απαλά, ήρεμα, σιγανά…
Θα μιλήσω ταπεινά, ψιθυριστά…
Έχω μία φίλη. Έχει νιάτα. Έχει ομορφιά. Έχει δύο παιδιά. Έχει καρκίνο.
Δεν το ‘χει πει στα παιδιά. Έβαλε περούκα πριν της πέσουν τα μαλλιά, ζωγράφισε τα φρύδια της πριν μαδήσουν.
Έχει καρκίνο και πονάει, αλλά δεν θέλει να πονέσουν τα παιδιά. Γιατί τα αγαπάει πιο πολύ από τον εαυτό της.
Τα αγαπάει πιο πολύ από τον πόνο της.
Εγώ, αν είχα καρκίνο, θα πήγαινα να βρω τον ίδιο τον Θεό. «Φτου σου» θα του έλεγα, «δεν ντρέπεσαι να μου δίνεις καρκίνο ενώ έχω μικρά παιδιά;» Θα οργιζόμουν, θα χτυπιόμουν για το άδικο, θα είχα και επιχειρήματα: «Θεέ, γιατί σε μένα; Δεν ήρθε ακόμη η σειρά μου για τέτοιο πόνο. Έχω παιδιά, με έχουν ανάγκη, ξυπνάω χαράματα για να τα φροντίσω, είμαι νέα, πολύ νέα, Θεέ, έχω μικρά παιδιά, χάθηκε να «δοκιμάσεις» κάποιον άλλον; Όχι κάποιον νέο, όχι, προς Θεού, κάποιον που έζησε εκατό χρόνια, κάποιον που βαρέθηκε, κάποιον που τελείωσε με τις υποχρεώσεις…
Εγώ έχω υποχρεώσεις, Θεέ, έχω να πάω τα παιδιά στο σχολείο, έχω να μαγειρέψω, υγιεινά, τώρα δύο φορές πιο υγιεινά, να εξασφαλίσω πως δε θα πάθουν αυτό που έπαθα κι αυτά, έχω να τα φροντίσω διπλά, ο μεγάλος δεν τα πάει καλά στα μαθηματικά, πρέπει να είμαι εδώ να του τα εξηγήσω, κι ο μικρός φοβάται τις νύχτες, δεν κοιμάται χωρίς φως, πως θα κοιμάται χωρίς να είμαι εγώ εδώ να τον ηρεμήσω;»
Έτσι θα έκανα εγώ. Όχι όπως κάνει η φίλη μου… Που χαμογελάει γενναία. Που μετά τη χημειοθεραπεία πάει τα παιδιά για σουβλάκια. Που κάνει εμετό στο παρτέρι του σουβλατζίδικου κρυφά από τα παιδιά. Κρυφά από όλους, για να μη τους πονέσει…
Αλλιώς θα έκανα εγώ. Θα έβαζα απέναντι τα παιδιά.
«Έχω καρκίνο, μάγκες» θα τους έλεγα. «Κομμένα τα τερτίπια, κομμένα τα ναζάκια σας, έχω αγώνα δύσκολο, δείτε με πως πονάω, δείτε με, λυπηθείτε με, δείξτε συμπόνια, κόψτε τις γκρίνιες σας, φροντίστε με όπως σας φρόντισα, μικρά, εγωιστικά πλασματάκια…»
Έτσι θα έκανα εγώ. Γιατί είμαι «λίγη», γιατί δεν αγαπώ αρκετά, γιατί δεν έχω το μεγαλείο της φίλης μου, γιατί δεν είμαι γενναία.
Δεν είμαι σαν τη φίλη μου. Που είναι πιο πολύ μαμά, παρά απελπισία. Πιο πολύ μαμά, παρά πόνος. Που είναι πιο πολύ μαμά, παρά άνθρωπος. Που είναι μαμά και όχι αρρώστια.
Μαμά και όχι θλίψη.
Μαμά και όχι καρκίνος.
Σσσςςς, ας μη μιλήσει κανείς. Ούτε καν σιγανά. Ούτε ψιθυριστά. Ας μην πληγώσει κανείς με περιττές λέξεις το μεγαλείο της.
Της φίλης μου. Της υπέροχης φίλης μου.
Και όλων όσων, σαν κι αυτή, είναι μητέρες κι όχι πόνος.
Γράφει η Γιώτα Στεφάνου