Το παρακάτω κείμενο πραγματικά μας συγκλόνισε και αυτός ήταν και ο λόγος που θελήσαμε να το μοιραστούμε μαζί σας. Όσες είστε μαμάδες, προσπαθήστε να είστε κοντά στα παιδιά σας και διαβάστε αυτά που πολλές φορές τα μάτια τους λένε, αλλά δεν τα ακούτε!
Αν είστε πάλι κόρες ή γιοι που βιώνετε κάτι αντίστοιχο όπως το κοpίτσι που πρωταγωνιστεί στο παρακάτω άρθρο, μιλήστε με τους γονείς σας. Μη φοβάστε! Μόνο εκείνοι θα μπορέσουν να σας καταλάβουν και να σας βοηθήσουν.
“Δεν ήξερα πια τι ήθελα. Το σχολείο που κάποτε φάνταζε διέξοδος από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του σπιτιού, τώρα μου έδειχνε, πως είναι αυτή η κόλαση που λένε πως θα πάνε κάποτε οι κακοί. Ήθελα να ακούσω το τελευταίο κουδούνι για να τρέξω να κρυφτώ πίσω από τα “κάγκελα” του σπιτιού ή να μείνω και να υπομείνω για να μην επιστρέψω σε αυτό; Τίποτα από τα δύο δεν ήθελα…
Μόνο αυτό το τέρας που γεννιόταν μέσα μου να βρει φωνή και να ουρλιάξει, γιατί το στόμα μου ήταν δειλό. Το είχα μόνο για να τρώω όπως μου έλεγαν εκείνα τα παιδιά, που έβγαζαν πάνω μου τα απωθημένα τους, που δεν τους ένοιαζε να πάνε στον παράδεισο, κανείς δεν τους το είχε πει.
Κι ούτε μια στιγμή δεν είπα πως τα λυπάμαι, δε σκέφτηκα πως ίσως έχουν τραυματισμένη ψυχή, δε μ’ ένοιαζε! Μόνο τα λόγια τους τα χuδαία, τα βρωμερά τους σάλια πάνω στα καθαρά μου ρούχα ήθελα ν’ αποφύγω, να ξυπνήσω ένα πρωί και κανένας τους να μην υπάρχει στη ζωή μου, να έχω φίλες, να μ’ αγαπούν! Τι κι αν ήμουν λίγο πιο παχουλή, αν με γνωρίσεις αγαπιέμαι, θα δεις…
Εκείνος ο νεαρός ο γεματούλης από το κυλικείο με αγάπησε, “υπομονή” μου έλεγε, “μια χρονιά είναι ακόμη και θα φύγουμε μαζί για την επαρχία“. Υπομονή… Μια λέξη παγίδα που με έκανε να μοιάζω βαρετή κάθε φορά που ήθελα να του πω για τα παιδιά στις τουαλέτες, στο προαύλιο και τα κατάπινα γιατί έβλεπα στα μάτια του την αντοχή να λιγοστεύει…
Φίλες… Δεν υπάρχουν φίλες αν είσαι διαφορετική… Μονάχα κάποια κοpίτσια από τη Δευτέρα τάξη με έκαναν κέφι για κανένα καφέ τα απογεύματα και υποκρινόμουν πως δεν είχα ιδέα για τα χαχανητά πίσω από την πλάτη μου…
Καμιά φορά σαν έφευγαν τα δάκρυα άθελα μου, με χτυπούσαν στην πλάτη φιλικά, όμως τα καρφιά στα χέρια τους μου άνοιγαν αόρατες πληγές… “Τα λέμε“, τους είπα εκείνο το απόγευμα κι απομακρύνθηκα γρήγορα να μη φτάσει το γέλιο τους στ’ αυτιά μου.
Περπάτησα πολύ ώσπου νύχτωσε κι αν δε μου έσπαγε τη μύτη η γνώριμη μυρωδιά της σπανακόπιτας που ‘χα ζητήσει το πρωί απ’ τη μαμά, δε θα καταλάβαινα πως έφτασα στο σπίτι. Εκείνος ήταν πάλι μεθυσμένος στον καναπέ του σαλονιού και η μαμά πριν προλάβω να βγάλω τη τσάντα από τους ώμους, μου ‘χε βάλει ζεστό φαγητό με το αγαπημένο μου επιδόρπιο για μετά.
Της έδωσα ένα μεγάλο ευχαριστήριο φιλί και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Έκλεισα τις πόρτες, έβγαλα από πάνω μου τη βαριά μάσκα με το χαμόγελο και παραδόθηκα στα δάκρυα μου όπως έκανα κάθε βράδυ, μήπως και ξαλαφρώσω. Άλλωστε ήμουν μεγάλη πια κι έπρεπε να παλεύω μόνη κι αβοήθητη, έτσι δεν είναι; Να αποδείξω την αξία μου, να προσπερνώ κάθε εμπόδιο και πάνω απ’ όλα να κάνω υπομονή…
Το ίδιο άκουγα κι από εκείνη, που ήτανε η καλύτερη μαμά στον κόσμο, χατίρι δε μου χάλασε ποτέ, κι “όχι” δε βγήκε από τα χείλη της. Ούτε σε εκείνον που έπρεπε, που ανέχτηκε τη μυρωδιά απ’ το τσίπουρο, την αδιαφορία του, τα λόγια τα σκληρά… Πως να μου πει εμένα κάτι άλλο, όταν το μόνο που ήξερε ήταν η υπομονή;
Τις νύχτες άκουγε το κλάμα μου κι ερχόταν στο δωμάτιό μου. Μου χάιδευε τα μαλλιά και μου ‘πιανε το χέρι, μα όλο “τίποτα” της έλεγα… Δεν έχω τίποτα, κάποια στιγμή θα έπειθα ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό. Δε μπόρεσα να της μιλήσω, κάθε φορά που προσπαθούσα, ένα αόρατο χέρι μου έκλεινε το στόμα, ένα χέρι που με προστάτευε από όσα θα άκουγα. Τη κριτική, τα γέλια της, ίσως την αδιαφορία…
Τι να της έλεγα, πως στο σχολείο είμαι μόνη, πως υποφέρω, πως θέλω να φύγω μακριά; Μέχρι και πρόβες στον καθρέφτη έκανα, λες και επρόκειτο να πω σε κάποιο αγόρι για τα αισθήματά μου. Δεν ήξερα πως να της μιλήσω, τι θα μου πει, δεν το ‘χα ξανακάνει! Μόνη της έννοια ήταν να ‘ναι γεμάτο το τραπέζι με φαγητό, να μη μου λείπει τίποτε, ούτε ωραία ρούχα, ούτε λεφτά…
Το ξέρω, δεν είχα το δικαίωμα να την κατηγορήσω, να της πω ότι μου λείπει ακόμη κι αν είναι δίπλα μου όλη μέρα, πως δε με νοιάζουν όλα τα λεφτά του κόσμου! Πως θα ‘μουν ευτυχισμένη σε ένα ετοιμόρροπο καλύβι, αν ήταν να μου πάρει απ’ την ψυχή αυτή τη μοναξιά… Θα με κατηγορούσε για αχαριστία!
Θέλω να σου τα πω μαμά. Θέλω να κάτσεις δίπλα μου και να με ακούς, να σου μιλάω ώρες ατελείωτες χωρίς σταματημό για όσα θέλω. Για εκείνα τα παιδιά, για τα κοpίτσια που γελούν μαζί μου, για τον Αλέξη.
Να με δεις να ονειρεύομαι το Πανεπιστήμιο, τη ζωή μου με τον Αλέξη, τη ζωή μου με ‘σένα να είσαι φίλη μου. Βιάσου μαμά, νιώθω να πνίγομαι…
Και μέσα στην απελπισία μου, σκέφτηκα πως η κόλαση δεν είναι σίγουρα για μένα. Ο αποκρουστικός ήχος της κόρνας του συρμού που ερχόταν καταπάνω μου, με διαπέρασε… Θεέ μου τι πήγα να κάνω…
Σοκαρισμένη έβγαλα το κινητό από την τσέπη. “Μαμά, κερνάω καφέ“, της είπα με τρεμάμενη φωνή και αποφασισμένη να της τα πω όλα. Μόνο η αγάπη της θα βοηθούσε…”
Το κείμενο το έγραψε η κοινωνιολόγος Ευτυχία Παπούλια και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Animartists
[via]