Αναλώσιμες οι ζωές μας. Έχουμε γίνει χάρτινοι άνθρωποι που ζούμε από θαύμα. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν μόνο από αρρώστιες πια, αλλά από άλλους ανθρώπους που κυκλοφορούν με μαχαίρια στις τσέπες, με όπλα στα χέρια, που οδηγούν φονικά φορτηγά, που ζώνονται με εκρηκτικά και φεύγουν παίρνοντας αθώες ψυχές μαζί τους, από ανθρώπους που ακόμα και στη χαρά τους θέλουν να αδειάσουν σφαίρες στον ουρανό, αντί να υψώσουν προσευχές.
Και στη μέση αυτού του κυκλώνα παιδιά, αθώα, ανυποψίαστα που έχουν πάει σε μια συναυλία, σε μια σχολική γιορτή, μια βόλτα με τους φίλους τους, πέφτουν αναίσθητα σε πεζοδρόμια, προαύλια και πάρκα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Μάνες και πατέρες ανήμποροι ακούν στις ειδήσεις γι’ αυτόν τον νέο πόλεμο με θύματα αγγέλους και το μόνο που μπορούν να κάνουν μπροστά στη φρίκη του «τυχαίου» είναι να πάρουν το δικό τους παιδί αγκαλιά, να το σφίξουν ξανά και ξανά, να σιγουρευτούν ότι είναι εκεί δίπλα τους και να το προστατεύσουν μέσα στα χέρια τους.
Το ίδιο κάνω κι εγώ. Τρέχω στο δωμάτιο και αγκαλιάζω το παιδί μου ξανά και ξανά, τόσο σφιχτά μέχρι να του κοπεί η ανάσα. Το αγκαλιάζω για να μην φοβάμαι. Να μην φοβάμαι όσα δεν μπορώ να ελέγξω. Όσα δεν περνάνε από το χέρι μου. Όσα η αγάπη μου δεν αρκεί να ορίσει και να ανατρέψει. Το αγκαλιάζω για να νιώσω περισσότερο εγώ ασφαλής, παρά εκείνο. Κι αυτό με ρωτάει πολλές φορές «μαμά τι έπαθες;», «τίποτα, τίποτα, μια αγκαλίτσα θέλω να σε κάνω» λέω και του φιλάω τρυφερά τα μαλλιά.
Κάθε φορά που ένα παιδί χάνει τη ζωή του, «άδικα» γράφουν τα ειδησεογραφικά sites, – μα υπάρχει θάνατος παιδιού που να μην είναι άδικος, αναρωτιέμαι – η πρώτη σκέψη κάθε γονιού πετάει στους γονείς εκείνους που έμειναν με άδεια χέρια, ορφανά, από την αγκαλιά του παιδιού τους. Σε εκείνους που έκαναν ετοιμασίες για μια σχολική γιορτή, που ξεπροβόδισαν τα παιδιά τους σε πόρτες, που σιδέρωσαν ρούχα για την αυριανή μέρα, ετοίμασαν δείπνα και πρωινά. Σε εκείνους που ήταν ανυποψίαστοι για το αύριο. Που η επόμενη μέρα ήταν μία σαν όλες τις άλλες ή μία ξεχωριστή, από αυτές που θα ήθελαν να θυμούνται για καιρό.
Και τούτες τις στιγμές θρηνείς βουβά μαζί με εκείνον τον άγνωστο γονιό που έτυχε να «γνωρίσεις» μέσα από το κακό που τον βρήκε και όχι σε ένα παιδικό πάρτι, σε μια παιδική γιορτή, όπως θα ήταν το φυσιολογικό. Και σφίγγεις στην αγκαλιά το παιδί σου, σαν να σφίγγεις το δικό του παιδί. Και τότε καταλαβαίνεις ότι τελικά είσαι μάνα όλων των παιδιών του κόσμου, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, ό,τι χρώμα κι αν έχουν, σε όποιον θεό κι αν πιστεύουν.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη