Αγαπητή Μαμά,
Έχω μπερδευτεί.
Είχα συνηθίσει να κοιμάμαι στην μαλακή, ζεστή αγκαλιά σου. Κάθε βράδυ κούρνιαζα κοντά σου – πολύ κοντά σου ώστε να ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου, πολύ κοντά σου ώστε να μυρίζω το άρωμα σου. Χαζεύω το όμορφο πρόσωπό σου καθώς με παίρνει ο ύπνος και νιώθω ασφάλεια στην αγκαλιά σου. Όταν ξυπνάω επειδή η κοιλιά μου γουργουρίζει, κρύωσαν τα πόδια μου ή χρειάζομαι αγκαλιά, εσύ με φροντίζεις και μέσα σε λίγο χρόνο ξανακοιμάμαι.
Αλλά η τελευταία εβδομάδα είναι διαφορετική.
Κάθε βράδυ κυλάει έτσι: Με βάζεις στην κούνια,μου δίνεις ένα φιλί, σβήνεις το φως και φεύγεις. Στην αρχή είχα μπερδευτεί και αναρωτιόμουν που πήγες. Σύντομα όμως άρχισα να φοβάμαι, και σε φώναζα. Σε φώναζα συνέχεια μανούλα και εσύ δεν ερχόσουν. Ένιωθα τόση λύπη μανούλα. Σε χρειαζόμουν απεγνωσμένα. Δεν είχα ξανανιώσει τόσο έντονα συναισθήματα πιο πριν. Που ήσουν;
Τελικά κάποια στιγμή γύρισες πίσω! Πόση χαρά και ανακούφιση ένιωθα που γύρισες! Νόμιζα ότι με είχες αφήσει για πάντα. Άπλωσα τα χέρια μου για να με πάρεις αγκαλιά αλλά δεν με σήκωσες. Δεν με κοίταξες καν στα μάτια. Με έβαλες να ξαπλώσω στο κρεβάτι με τα ζεστά και απαλά χέρια σου και μου είπες ¨Σσσς είναι ώρα για ύπνο τώρα» και έφυγες ξανά.
Αυτό έγινε ξανά και ξανά. Ούρλιαζα για να γυρίσεις πίσω και κάποια στιγμή, όλο και πιο αργά όμως κάθε φορά, επέστρεφες, αλλά δεν με έπαιρνες αγκαλιά.
Αφού έκλαιγα για αρκετή ώρα, έπρεπε να σταματήσω. Ο λαιμός μου πονούσε πολύ. Το κεφάλι μου πονούσε και η κοιλιά μου γρύλιζε. Η καρδιά μου όμως πονούσε περισσότερο απ’ όλα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν ερχόσουν.
Και μετά, αφού κατάλαβα ότι έτσι θα είναι και τα υπόλοιπα βράδια, τα παράτησα. Δεν έρχεσαι πια όταν σε φωνάζω, και όταν το κάνεις, δεν με κοιτάς ποτέ στα μάτια, δεν μεπαίρνεις ποτέ αγκαλιά μολονότι τρέμω από τα αναφιλητά. Τα ουρλιαχτά πονάνε πολύ και γι’ αυτό σταμάτησα πια να σε φωνάζω τα βράδια.
Απλά δεν καταλαβαίνω, μανούλα. Αν χτυπήσω το κεφάλι μου με παίρνεις αγκαλιά αμέσως και με γεμίζεις φιλιά. Αν πεινάσω, με ταΐζεις. Αν σκαρφαλώσω πάνω σου για μια ζεστή αγκαλιά, είναι λες και διαβάζεις το μυαλό μου, φιλάς το μικροσκοπικό πρόσωπό μου και μου λες πόσο ιδιαίτερος είμαι για εσένα και πόσο με αγαπάς. Αν σε χρειαστώ ανταποκρίνεσαι αμέσως.
Αλλά το βράδυ, όταν είναι σκοτεινά και ήσυχα και το φωτάκι νυχτός φτιάχνει περίεργες σκιές στους τοίχους, εξαφανίζεσαι. Το καταλαβαίνω ότι είσαι κουρασμένη, μανούλα, αλλά σ’αγαπώ τόσο πολύ. Απλά θέλω να είμαι κοντά σου, αυτό είναι όλο.
Τώρα, τα βράδια, κάνω ησυχία. Αλλά ακόμα μου λείπεις!
Πηγή: babyradio.gr