Όλοι στη ζωή μας έχουμε νιώσει αδιαφορία στην σχέση μας. Μέχρι ποιο σημείο όμως μπορεί να αντέξει μια σχέση ή ένας γάμος;
Η παρακάτω ιστορία δείχνει ότι η αδιαφορία αρκεί για να σκοτώσει έναν γάμο, ακόμη κι όταν υπάρχουν οι καλύτερες προϋποθέσεις.
Η σκληρή καθημερινότητα, οι υποχρεώσεις και τα παιδιά είναι αρκετά για να φέρουν φθορά σε ένα ζευγάρι. Όμως, μέσα από τους καυγάδες, τις πολύωρες συζητήσεις στο τραπεζάκι της κουζίνας και ένα δειλό «συγγνώμη», τα πράγματα φτιάχνουν και το ζευγάρι δημιουργεί νέες βάσεις στη σχέση του. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η αδιαφορία χτυπάει την πόρτα;
«Το καλοκαίρι πριν αποφασίσουμε με τον άντρα μου να πάρουμε διαζύγιο, πήγα σινεμά με τις καλύτερες φίλες μου να δούμε το Bad Moms. Όταν η ηρωίδα ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της, την απατούσε με μια γυναίκα που γνώρισε στο ίντερνετ, τσακώθηκαν, πήγαν σε ψυχολόγο και μετά χώρισαν.
Την μια στιγμή η πρωταγωνίστρια κοιτάζει οικογενειακές φωτογραφίες κλαίγοντας στο πάτωμα και την άλλη γνωρίζει τον τέλειο διαζευγμένο άντρα και προχωράει τη ζωή της.
Όμως, το διαζύγιο δεν λειτουργεί έτσι. Δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Υπάρχει μια αλυσίδα γεγονότων που οδηγούν σ’αυτό και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που βλέπουμε στις ταινίες και τις σειρές.
Δύο μήνες αφού είχα δει την ταινία, μια νύχτα του Οκτώβρη, αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου να πάρουμε χωριστούς δρόμους. Τα παιδιά μας κοιμόνταν σε sleeping bag στο πάτωμα του δωματίου μας. Ήταν κάτι που συνήθιζαν να κάνουν τελευταία.
Κοιτώντας πίσω τώρα, θεωρώ ότι είχαν διαισθανθεί ότι κάτι είχε αλλάξει στην οικογένειά μας και είναι τρομακτικό να σκέφτομαι ότι είχαν καταλάβει τι συνέβαινε και ο μόνος τρόπος να νιώσουν ασφαλείς ήταν αυτός.
Εκείνη τη νύχτα, τα σκυλιά κοιμόνταν στα πόδια μου. Ήταν σκοτεινά και ένιωθα ότι ο φόβος ήταν πολύ πιο δυνατός από την ένταση που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Δεν είχα νιώσει ποτέ έτσι τα τελευταία 6 χρόνια που αγωνιζόμασταν να σώσουμε τον γάμο μας.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, δεν μπορούσα ούτε να καταπιώ. Αναρωτιόμουν αν είχε αποκοιμηθεί, όταν άκουσα τη φωνή του.
“Φτάνουμε στο τέλος.” είπε. Και ήξερα ακριβώς τι εννοούσε, απλά ήμουν πολύ μουδιασμένη για να απαντήσω.
“Θα φύγω εγώ,” είπε. “Μείνε με τα παιδιά.”
Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα ότι ήταν κάτι ανάμεσά μας που υπήρχε και μεγάλωνε. Προσπαθούσαμε, αδιαφορούσαμε και μετά προσπαθούσαμε λίγο ακόμα. Αγνοούσαμε εσκεμμένα την μεγάλη εικόνα και το γεγονός ότι δεν ήμασταν ευτυχισμένοι και αναρωτιόμασταν αν αυτή θα είναι η ζωή μας στο εξής.
Οι τσακωμοί έγιναν αδιαφορία.
Του είχα πει αρκετές φορές ότι αν δεν ήταν ευτυχισμένος, μπορούσε να φύγει. Κάποιες φορές το εννοούσα και άλλες όχι.
Μετά ήρθε η λύπη, ο θυμός, οι κατηγορίες, η ανακούφιση, οι ενοχές, οι δεύτερες σκέψεις και η απορία αν αυτό ήταν το τέλος μας.
Εκείνη τη νύχτα ήξερα ότι ο σύζυγός μου σοβαρολογούσε όταν μου είπε ότι δεν ήθελε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε και να μείνει.
Και το κατάλαβα, γιατί ένιωθα το ίδιο! Ήθελα να μείνει και η ζωή μας να ξαναγίνει, όπως τότε που ήμασταν χαρούμενοι, αλλά ήταν αδύνατον. Είχε έρθει η ώρα να κάνουμε κάτι, πριν κάνουμε μεγαλύτερη ζημιά σε εμάς και τα παιδιά μας.
Προσπαθούσαμε επί 6 χρόνια, χωρίς επιτυχία να ξαναγυρίσουμε στην παλιά μας ζωή και πλέον είχαμε κουραστεί.
Το να αποφασίσεις να πάρεις διαζύγιο παίρνει χρόνια και παρόλα αυτά γίνεται μέσα σε μια στιγμή, αλλά κάπως φτάνεις εκεί. Δεν είναι άσπρο-μαύρο, αλλά βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι έχει τελειώσει. Απλά παίρνει λίγο καιρό να βρεις το λόγια, για να το πεις.
Τη νύχτα που έφυγε, μου έστειλε ένα μήνυμα, λέγοντάς μου ότι του έλειπαν τα παιδιά μας που κοιμόντουσαν στο πάτωμα, τα σκυλιά στα πόδια μας, αλλά ήξερε ότι ήταν για το καλύτερο. Και το ήξερα και εγώ.
Γιατί μέσα από τον κοινό μας πόνο, γνωρίζαμε ότι δεν μπορούσαμε να μείνουμε μαζί και κανένας μας δεν ήθελε να επιστρέψει στην παλιά ζωή που θα μας οδηγούσε πάλι σε εκείνη τη νύχτα του Οκτώβρη, που νιώθαμε το απόλυτο τίποτα και ταυτόχρονα τα πάντα και το μόνο που θέλαμε, ήταν να φύγουμε από αυτή την στασιμότητα.»