Ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου, θεάτρου και της τηλεόρασης, γνωστός κυρίως για τον ρόλο του στην ταινία “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη.
Μιλάμε φυσικά για τον σπουδαίο ηθοποιό Γιώργος Φούντα, ο οποίος ήταν το σύμβολο της ανδρικής αρρενωπότητας και υπερηφάνειας. Μπορεί να έμιοιαζε με έναν αγέρωχο και σκληρό άνθρωπο, στην προσωπική του ζωή όμως ήταν ήσυχος.
Ο Γιώργος Φούντας έκαψε καρδιές. Στις ταινίες υποδυόταν τον σκληρό, τον γοητευτικό και τον επιβλητικό. 56 χρόνια έμεινε παντρεμένος με τη μεγάλη του αγάπη τη Χρυσούλα Ζώκα. Έζησαν μαζί μια ήρεμη οικογενειακή ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ποιος είναι ο Γιώργος Φούντας
Ο Γιώργος Φούντας μας χάρισε μεγάλες ερμηνείες σε μια σειρά ελληνικών ταινιών που βγήκαν από τα στενά όρια της εθνικής μας περιχαράκωσης, όπως η «Στέλλα» (1955) του Κακογιάννη, το «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ντασέν, «Τα κόκκινα φανάρια» (1961) του Γεωργιάδη, τη «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου και το «Αμέρικα, Αμέρικα» του Καζάν (1963), όταν άρχισε να δέχεται προτάσεις-βροχή από ξένες παραγωγές.
Ο Γιώργος Φούντας γεννιέται στις 3 Ιουνίου 1924 στο χωριό Μαυρολιθάρι της Φωκίδας. Μεγάλωσε με την πολυμελή του φαμίλια στο διπλανό χωριό του πατέρα του, την Καστριώτισσα Φωκίδας. Οι γονείς παίρνουν κάποια στιγμή τα πέντε παιδιά τους και μετακομίζουν στην Αθήνα. Ο μικρός Γιώργος βοηθά καθημερινά τον γαλατά πατέρα του στο μαγαζάκι που διατηρούσε στου Ψυρρή.
Όλοι ήξεραν και αγαπούσαν στη γειτονιά τον πιτσιρικά γαλατά που όργωνε με το ποδήλατό του την Αθήνα μοιράζοντας το γάλα της ημέρας ως το Κορωπί. Ταυτοχρόνως, ο μικρός Γιώργος είναι τρομερός μπαλαδόρος και θα φτάσει να παίξει ακόμα και στην ΑΕΚ.
Ολοκληρώνοντας με ζόρια το σχολείο, καθώς η δουλειά ήταν σκληρή και χρονοβόρα, ο Φούντας είχε ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Έτσι προσπάθησε να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και έγινε δεκτός με τιμές, έχοντας δάσκαλο τον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη.
Το ταξίδι στην Αμερική
Οι συνάδελφοί του τον παρακινούσαν να μάθει αγγλικά για να κάνει καριέρα στην Αμερική. Αλλά αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να είναι η οικογένειά του ευτυχισμένη. Το 1967 ήρθε από το Λονδίνο η απίστευτη επαγγελματική πρόταση. Η παραγωγή του «Τζέιμς Μποντ» έψαχνε τον διάδοχο του Σον Κόνερι και ο Φούντας αρνήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τρελαμένος ο Φίνος, τον πείθει τελικά να μπει στο αεροπλάνο (που έτρεμε ο Φούντας) και να περάσει τα δοκιμαστικά, φτάνοντας μάλιστα στη διαδικασία της τελικής επιλογής.
Ήταν ή αυτός ή ο Τζορτζ Λάζενμπι να πάρουν τον ρόλο του υπερκατάσκοπου και ο Φούντας κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του δηλώνοντας εμφατικά πως δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά για να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ.
Δεν το μετάνιωσε ποτέ, γιατί απλά έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν, σπάζοντας πλάκα με τη φιλοδοξία των συναδέλφων του. Ή κάνοντας καλαμπούρια ακόμα και στον βασιλιά! Πράγματι, το καλοκαίρι του 1967, όταν ο Φούντας υποδυόταν έναν αρχιφύλακα της Αμέσου Δράσεως στα γυρίσματα του «Πυρετού στην άσφαλτο», συνάντησε ως κινηματογραφικός αστυνομικός την αυτοκινητοπομπή του βασιλιά Κωνσταντίνου σε κάποια γέφυρα της Αθήνας, περασμένα μεσάνυχτα.
Ο βασιλιάς βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο ζητώντας να μάθει για το γύρισμα και ο Φούντας τον προϋπαντεί απλώνοντας το χέρι του για χειραψία και λέγοντάς του: «Γεια σου Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;»! Σοκ ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος. Την ώρα που η βασιλική πομπή έφευγε με ταχύτητα, ο Δημόπουλος τον ρωτά: «-Aλήθεια, βρε Γιώργο, δεν μου είπες, είσαστε γνωστοί με τον βασιλιά; -Όχι, πρώτη φορά τον είδα από κοντά. -Και πώς τον είπες Κώτσο; -Πώς να τον πω; Εμείς στο χωριό τους Κωνσταντίνους, Κώτσους τους φωνάζουμε».
Η καριέρα στην υποκριτική
Η ατάκα Στέλλα φύγε μας έμεινε αξέχαστη : Η καριέρα που δεν μάθαμε ποτέ και η μάχη που έδινε με το Αλτσχάιμερ
Μόλις πήρε το χαρτί του ηθοποιού το 1949 του ήρθε και η πρώτη του δουλειά. Πήρε μέρος στους θιάσους του Μουσούρη και της κυρίας Κατερίνας. Συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες θεατρικές εταιρίες της εποχής και άφησε το στίγμα του στο ελληνικό θέατρο. Ο κινηματογράφος στη συνέχεια τον ανέδειξε σε λαϊκό ήρωα.
Το 1944 έκανε το ντεμπούτο του στο σινεμά. Ως 20χρονος κομπάρσος στα «Χειροκροτήματα» του Τζαβέλλα, ο πρώτος του κανονικός ρόλος θα έρθει το 1951, στη «Νεκρή Πολιτεία» του Ηλιάδη (αλλά και στην «Καταδρομή στο Αιγαίο»). Με αυτή τη συμμετοχή του ανάγκασε την Ελένη Βλάχου να προβλέψει: «Θα τον ξαναδούμε αυτόν τον νεαρό!».
Και είχε δίκιο, καθώς ο Φούντας συνεχίζει απερίσπαστος την κινηματογραφική του πορεία στις ταινίες «Πικρό ψωμί» του Γρηγορίου και «Μαύρη γη» του Τατασόπουλου. Άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Η χρονιά του θα έρθει το 1954, όταν θα πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις ταινίες του ελληνικού σινεμά. Μεταξύ αυτών και η σπουδαία «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, που τον αναδεικνύει σε κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού νεορεαλισμού.
Κατά τα διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη για να δει τη χημεία τους. «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», είπε ο σκηνοθέτης για την εποχή που σκάρωνε τη φοβερή και τρομερή «Στέλλα».
Η Μελίνα Μερκούρη, έγραψε στην αυτοβιογραφία της ότι ήταν «εντυπωσιασμένη από το παίξιμο του συμπρωταγωνιστή» της. Που ήταν εξάλλου «καλύτερο από το δικό μου». Η κλασική «Στέλλα» θα γυριστεί την επόμενη χρονιά (1955) στέλνοντας τον Φούντα στο ελληνικό κινηματογραφικό πάνθεο.
Στον μισό αιώνα της λαμπρής κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του ο Φούντας θα πάρει μέρος σε 50 περίπου ταινίες. Από αυτές ξεχωρίζουν τα φιλμ «Ποτέ την Κυριακή», «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Το Κάθαρμα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Τρούμπα ’67» και η διεθνούς βεληνεκούς «Αμέρικα Αμέρικα».
Στη δεκαετία του ’60 θα συνεχίσει την πρωταγωνιστική του πορεία σε γνωστές ταινίες της εποχής. Αυτές είναι «Πανικός στους δρόμους» του Δημόπουλου και το κατοχικό δράμα «Με τη λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη.
Τόσο το 1966 όσο και το 1967 θα βραβευτεί για τις ερμηνείες του στα φιλμ «Με τη λάμψη στα μάτια» και «Πυρετός στην άσφαλτο» από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η μεγάλη κινηματογραφική διαδρομή του θα ολοκληρωθεί 53 ολόκληρα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, στην ταινία της Πεζίρη «Λεβέντες της θάλασσας».
Η προσωπική ζωή του Γιώργου Φούντα
Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Χρυσούλα Ζώκα, ο Γιώργος Φούντας είχε ήδη έναν γάμο στο ενεργητικό του με την Ελένη Επισκόπου. Από αυτόν τον γάμο είχε αποκτήσει και δύο παιδιά. Η μοιραία συνάντηση με τη Ζώκα θα λάβει χώρα τη μεγάλη χρονιά του Φούντα, το 1954, όταν τη βλέπει σε παράσταση και εξομολογείται αμέσως στον κολλητό του: «Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου». Και ήταν!
Το ζευγάρι θα αποκτήσει έναν γιο και θα περάσει όλη του τη ζωή μαζί, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος του Φούντα το 2010. Ο σκληρός προαγωγός των «Κόκκινων Φαναριών» του Γεωργιάδη ήταν πάντα περιζήτητος στο ωραίο φύλο. Αυτός παρέμεινε ωστόσο ταγμένος στην οικογενειακή ζωή και τα μάτια της συζύγου του. Απέφευγε πάντα τα φώτα της δημοσιότητας και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις.