Μια συγκλονιστική συνέντευξη παραχώρησε η Κωνσταντίνα στο περιοδικό «Λοιπόν», όπου και αναφέρθηκε στα παιδικά της χρόνια, αλλά και στον πατέρα της.
Η συνέντευξη
Να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Ποια είναι η πιο δυνατή σου ανάμνηση;
Έχω πολλές δυνατές αναμνήσεις, καθώς έχω ζήσει πολύ έντονα παιδικά χρόνια, αφού είμαι ένα παιδί του πολέμου. Έζησα το πραξικόπημα, την εισβολή και την προδοσία της Κύπρου. Έχω χάσει τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια μου ήταν αιχμάλωτα, φύγαμε από το χωριό, ξεσπιτωθήκαμε. Θυμάμαι σφαίρες και τανκ. Αναμνήσεις τις οποίες κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή. Και τώρα που βλέπω όλα αυτά που γίνονται στην Ουκρανία, είναι σαν να αναβιώνω τα παιδικά μου χρόνια.
Όταν κλείνεις τα μάτια σου και ακούς όλα αυτά που γίνονται, νιώθεις φόβο;
Νομίζω ότι όλα αυτά που έζησα με έχουν σκληρύνει, με την έννοια του ότι μπορώ να αντέξω τα πάντα. Έχω στ’ αυτιά μου ακόμα τις σειρήνες, τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν και τους πυροβολισμούς. Ακούω για του Ουκρανούς στα δελτία, έναν λαό που υποφέρει. Ξέρω πώς είναι να υποφέρεις. Ξέρω τι πανικό προκαλεί όλο αυτό στα μικρά παιδιά, αλλά και τι θα αφήσει μετά ο πόλεμος πίσω του. Αποκαΐδια, ανθρώπους κατεστραμμένους και παιδιά τα οποία θα το κουβαλάν όλο αυτό μέσα τους για μια ζωή.
Ο μπαμπάς σου θεωρείται ακόμα αγνοούμενος. Θέλεις να μου πεις τι ακριβώς έχει συμβεί;
Ο πατέρας μου ήταν 49 ετών και όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, ενώ εμείς είχαμε φύγει και είχαμε πάει στον αδερφό του και μέναμε, που ήταν σχετικά μακριά, εκείνος είχε παραμείνει σπίτι μας στη Λευκωσία, που ήταν στην πράσινη γραμμή. Όποια μάχη γινόταν, ήταν τόσο κοντά που νόμιζες ότι γινόταν μέσα στο σπίτι σου. Έτσι εγώ με τον αδερφό μου πήγαμε στον θείο μου, για να προστατευτούμε. Ωστόσο όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Τούρκοι προχώρησαν και έφτασαν κοντά στα χωριά που μέναμε, πήρε ο πατέρας μου τα άλλα δυο μου αδέρφια και ήρθαν να μας βρούνε. Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, σε ένα στρατόπεδο, τους σταμάτησαν και τους πυροβόλησαν.
Τραυμάτισαν τον πατέρα μου στον ώμο, πήραν τ’ αδέρφια μου 9 και 11 ετών αιχμαλώτους για δύο μέρες και μετά τους επέστρεψαν, ενώ ο πατέρας μου παραμένει εκ τότε ανάμεσα στους 2000 αγνοούμενους. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πληγή της Κύπρου. Κάθε φορά που απευθυνόμαστε στην Τουρκία γι’ αυτούς τους ανθρώπους, η απάντησή τους είναι να ψάξουμε μέσα στους ομαδικούς τάφους, του πραξικοπήματος και ότι δεν τους έχουν εκείνοι. Δεν παραδέχονται ότι έχουν αγνοουμένους. Αν πας σε νεκροταφεία στην Κύπρο, θα δεις σημαίες σε κάποια μνήματα, τα οποία είναι από ανθρώπους που βρήκαν μέσα σε ομαδικούς τάφους μετά από χρόνια και τους έχουν θάψει με τις τιμές που αρμόζουν στον καθένα. Ακόμα περιμένουμε να βρούμε τον αγνοούμενο πατέρα μου. Περιμένουμε κάποιο νέο, ένα τηλέφωνο. Μέχρι να πεθάνουμε, θα περιμένουμε. Η μητέρα μου το περίμενε αλλά έφυγε από την ζωή με αυτό τον καημό.