Το 1999, στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω» με παρουσιαστή τον Νίκο Χατζηνικολάου και προβολή από τον τηλεοπτικό σταθμό MEGA, ο Γιάννης Φέρτης είχε μιλήσει με νοσταλγία και συγκίνηση για τα παιδικά του χρόνια, το θέατρο και τις σημαντικές προσωπικότητες που επηρέασαν τη ζωή του. Αυτή η συνέντευξη αποτελεί ένα πολύτιμο μέρος του προσωπικού αρχείου του δημοσιογράφου.
Στην συνέντευξη, ο Φέρτης είχε επίσης αναλύσει τη σχέση του με την Ξένια Καλογεροπούλου, μια από τις πιο σημαντικές συνεργασίες του, περιγράφοντας πώς η συνύπαρξή τους στο θέατρο ενίσχυσε την προσωπική και επαγγελματική του εξέλιξη.
Όσα είχε αναφέρει
«Ξέρω ότι λένε καλά για μένα. Νομίζω ότι παίζει μεγάλο ρόλο ότι εγώ δεν λειτουργώ ποτέ ανταγωνιστικά. Αυτό που με ενδιαφέρει σε μια παράσταση, σε ένα σίριαλ, σε μια ταινία, είναι αν είναι δυνατόν να είμαστε όλοι καλοί. Αν είναι δυνατόν να είναι καλύτεροι από εμένα οι άλλοι. Βεβαίως όχι ότι δεν θέλω εγώ να είμαι καλύτερος απ’ όλους, αλλά να είμαι καλύτερος απ’ όλους μέσα από τους πολύ καλούς», είχε αναφέρει ο ηθοποιός.
Στο ερώτημα εάν αισθανόταν σταρ είχε τονίσει ότι «όταν δώσω μια συνέντευξη, όταν μιλήσω, δηλαδή, προσπαθώ να μην πω οτιδήποτε ή να μην κάνω οτιδήποτε που να φτιάξω μια καλύτερη εικόνα. Αισθάνομαι ότι είμαι ίδιος με όλους. Δεν αισθάνομαι καθόλου σταρ».
«Έπαιρνα το χειρότερο καμαρίνι»
«Χαμηλούς τόνους έχω γιατί έτσι αισθάνομαι. Δηλαδή είχα 15 χρόνια θεατρική επιχείρηση, τα πιο πολλά μαζί με την Ξένια Καλογεροπούλου. Εγώ έπαιρνα το χειρότερο καμαρίνι. Έτσι αισθανόμουν. Δεν είναι υπερβολή, γιατί δεν το κάνω ψέματα. Δηλαδή δεν με νοιάζει. Ας έχω το χειρότερο καμαρίνι. Δεν έχω πρόβλημα. Όλη, λοιπόν, η αντιμετώπιση ήταν τέτοια. Έμπαινα έπαιρνα το χειρότερο καμαρίνι γιατί αισθανόμουν ότι πρέπει να τιμήσω τους συναδέλφους μου κι ότι δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Αφού στο σπίτι μου, στο χωριό του πατέρα μου όταν πήγαινα, ας πούμε, κάποιες εποχές, κοιμόμουνα δεν ξέρω κι εγώ σ’ ένα κρεβάτι οτιδήποτε, γιατί λέει θα έπρεπε στο καμαρίνι να διαλέξω ένα καλό καμαρίνι;», είχε πει ο Γιάννης Φέρτης.
Αναφερόμενος στην εξουσία είχε σχολιάσει ότι «ένα πράγμα που απεχθάνομαι είναι η αλαζονεία της εξουσίας. Η αλαζονεία της εξουσίας. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, που σε παρασύρει. Αισθάνεσαι ότι έχεις μια εξουσία και σε παρασύρει. Ξεχνάς την προηγούμενη ζωή σου. Ξεχνάς τι ήσουνα. Δεν θυμάσαι κι αρχίζεις και φέρεσαι απαίσια».
Μιλώντας για τη σχέση του με την Ξένια Καλογεροπούλου είχε εξομολογηθεί: «Πρώτα – πρώτα ήταν μια ανθρώπινη σχέση, μια σχέση ζωής. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην νιώθουμε έτσι ο ένας για τον άλλον, πρώτα – πρώτα γιατί έχουμε βαθύτατη εκτίμηση ο ένας προς τον άλλον».
Όσον αφορά στην καταγωγή του είχε σημειώσει ότι «στην Αθήνα γεννηθήκαμε, αλλά αισθανόμαστε – εγώ ίσως και πιο πολύ – βλάχοι. (…) Και ο πατέρας και η μητέρα μου από τα μέρη της Λαμίας. (σ.σ. Είναι από) ένα ορεινό χωριό ο πατέρας μου της Φθιώτιδας και η μητέρα μου απ’ τον Κάμπο, έξω από τη Λαμία, όπου τα καλοκαίρια μας, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα τα περνάγαμε εκεί. ‘Ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι με τους συγγενείς και είμαστε ακόμα».
«Ζούσα για το θέατρο»
Κάνοντας αναδρομή στην πρώτη του επαφή με το θέατρο και στην πρώτη αίσθηση που του άφησε, είχε πει: «Δεκατεσσάρων χρονών ήμουνα. Ο αδελφός μου ο μεγάλος με περνάει τέσσερα χρόνια. Έβλεπε θέατρο και με πήρε και με πήγε στο θέατρο Κοτοπούλη, στον εξώστη τον επάνω – επάνω. Ε, από ‘κει πια δεν άφησα παράσταση για παράσταση. Στο Εθνικό Θέατρο, μετά στο Θέατρο Τέχνης, ζούσα για το θέατρο (…) Εγώ θυμάμαι στα 16 μου, στα 17 το γεγονός ότι θα πήγαινα στο θέατρο, για μένα, δηλαδή είχα μια προετοιμασία ημερών, όπως προετοιμάζεται ο πιστός που θα μεταλάβει ή θα εξομολογηθεί. Κάποιες μέρες πριν, δηλαδή, έτσι αισθανόμουνα».
Μάλιστα είχε αναφερθεί και στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η οικογένεια του όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση του να γίνει ηθοποιός. «Πέσανε να πεθάνουνε. (…) Ήτανε λαϊκοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου με τα αδέρφια του είχανε χασάπικο στην αγορά. Η μητέρα μου ονειρευόταν – όπως όλες οι μητέρες που είχανε τελειώσει το δημοτικό μόνο- Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, πολιτικός μηχανικός, γιατρός κ.λπ. Εγώ ήμουν αποφασισμένος, δηλαδή αποφασισμένος μέχρι θανάτου, που λέει ο λόγος και την εκβίαζα. Τους εκβίαζα ότι ή θα γίνω ηθοποιός ή θα μείνω στο χασάπικο. Αυτό η μάνα μου δεν μπορούσε βέβαια να το δεχτεί με τίποτα. Κι όντως, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου – τότε ήταν γυμνάσιο όλες οι τάξεις – πήγα σε νυχτερινό σχολείο το βράδυ και το πρωί πήγαινα στο χασάπικο, γιατί μου είπε ο πατέρας μου: ‘Εντάξει, έλα στο χασάπικο’. Ελπίζοντας βέβαια ότι δεν θα μείνω στο χασάπικο. Έδωσα μάχη γι’ αυτό. Είχα τσακωθεί ένα διάστημα. Έφυγα στο χωριό. Πήγα στη γιαγιά, στη μητέρα της μητέρας μου κι εν πάση περιπτώσει πήγα στη σχολή του Κουν», είχε σημειώσει ο σπουδαίος ηθοποιός.
«Η Μελίνα χαιρόταν και με έσπρωχνε να κάνω επιτυχία»
Για τους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε στη διάρκεια της καριέρας του, είχε τονίσει: «Οπωσδήποτε η Μελίνα ήταν μια πάρα πολύ σημαντική συνάντηση, πρώτα πρώτα γιατί ήτανε μια μεγάλη προσωπικότητα. Την εποχή που γνωριστήκαμε, που παίξαμε μαζί , ήτανε το ’60. Η Μελίνα ήτανε η γυναικάρα. Ήδη είχε κάνει επιτυχία στο εξωτερικό γιατί μόλις είχε τελειώσει το “Ποτέ την Κυριακή”. Κάναμε και πάρα πολύ παρέα».
«Θυμάμαι μετά την παράσταση μαζευόταν ο Χατζιδάκις, κόσμος, φίλοι της Μελίνας και μας έπαιρνε η Μελίνα και ξενυχτάγαμε και περνάγαμε καταπληκτικά. Και βεβαίως πάνω στη σκηνή ήταν πάρα πολύ γοητευτική και ένα πολύ σημαντικό, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε οι ηθοποιοί για τους νεότερους: χαιρότανε και με έσπρωχνε να κάνω επιτυχία», είχε εξηγήσει ο Γιάννης Φέρτης.
Επιπλέον είχε μιλήσει και για την φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι και είχε αναφέρει ότι «ήταν ένας άνθρωπος, επειδή έκανα και παρέα, που με σημάδεψε, γιατί νομίζω είχα αρχές αλλά με βοήθησε να έχω περισσότερες και να έχω και αντιστάσεις σ’ αυτή τη δουλειά».