Για τη Μαρία Φαραντούρη το τραγούδι «είναι βαθιά υπαρξιακή ανάγκη» όπως και η προσήλωσή της σε όσα συμβαίνουν σήμερα.
Η Μαρία Φαραντούρη απαντά για όλα
«Είναι πολύ βαρύ το φορτίο της μνήμης» ομολογεί, ωστόσο αποφεύγει ακόμα να γράψει το βιβλίο για τη ζωή της, «γιατί θέλω να δω και το σήμερα, να έχω τον σφυγμό των ανθρώπων που δίνουν τον αγώνα τους», να πιάσει «τον σφυγμό της εποχής». Καθώς συζητάμε, το παρελθόν και το παρόν μπλέκονται γλυκά, ενίοτε και αντιπαραθετικά. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μόνος Χατζιδάκις απέναντι στα ειωθότα της εποχής.
Μιλάει για όλα, για τα τραγούδια και την ποίηση, για τον Μίκη και άλλους μεγάλους συνθέτες, για το σύστημα, για το τραγούδι των ημερών μας, την τραπ, αλλά για τους ευαίσθητους που «κρατούν το κερί αναμμένο», για τη μνήμη και την εποχή μας, για τους νέους, για το τέλος εποχής.
Είστε φωνή της οικουμένης, όμως δεν κάθεστε ήσυχη στ’ αυγά σας και στη δόξα σας. Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί κάθε φορά;
Είναι βαθιά υπαρξιακή ανάγκη. Είναι πολύ βαθύ αυτό το συναίσθημα που έχω και το είδα και στη νεότερή μου Γιώτα Νέγκα. Η δημιουργία σου δίνει χαρά ακόμα και την ώρα που προετοιμάζεσαι στο σπίτι. Είναι σαν μια εργασία, μια εργασία που αγαπάς πολύ. Είναι αλήθεια ότι εμείς έχουμε μία αυτιστική σχέση με τη μουσική. Λέω μερικές φορές πόσο τυχερή είμαι που έχω τη φωνή μου και μπορώ να συνεχίζω να τραγουδώ γιατί ο χρόνος πάντα μας καταδιώκει. Προς το παρόν πάμε καλά, αλλά πάντα προσπαθώ να ξεχάσω τον χρόνο. Αυτός δυστυχώς δεν μας ξεχνάει, αλλά δεν το βάζω κάτω, τον αντιμετωπίζω με θετική ενέργεια, γιατί χρειάζεται για έναν κόσμο ευαίσθητο, για έναν κόσμο που εξακολουθεί να έχει μνήμη, αλλά βλέπω και κάποιους νέους που έχουν ευαισθησία με την ποίηση που ανακαλύπτουν στο καλό ελληνικό τραγούδι. Τώρα ζούμε στη βιομηχανία του θεάματος. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο, σ’ αυτή τη βιομηχανία του θεάματος, πώς να συγκρίνεις μια εποχή που ήταν τόσο γόνιμη, τόσο πνευματική, τόσο ποιητική, που είχες μια αίσθηση υπέροχη και τόσο ωραία πράγματα, που εξακολουθώ να τα λέω στο εξωτερικό και τα αγαπάνε οι ξένοι χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα μας γιατί τα αντιμετωπίζουν, και είναι πολλά από αυτά, σαν κλασική μουσική, τα θεωρούν κομμάτια μοναδικά. Φαντάσου, είμαι 75 χρόνων στα 76 και με καλούν παντού και τραγουδάω. Στη Φιλαρμονική της Βιέννης θα τραγουδήσω στις 25 του μήνα σε ένα αφιέρωμα στον Μίκη και θα τραγουδήσουμε μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Τον Οκτώβριο ήμουν σε ένα τζαζ φεστιβάλ στη Γερμανία με πολύ σπουδαία ονόματα, όπου έκαναν ένα αφιέρωμα στον Μίκη. Εδώ δεν εκτιμούμε στον ίδιο βαθμό τον Θεοδωράκη γιατί τον παίρνουμε από άλλη ματιά, την πολιτική. Ο Θεοδωράκης είναι μουσουργός. Εγώ έχω κάνει τρεις δίσκους στο εξωτερικό με Γερμανούς μουσικούς με τραγούδια του Μίκη που είναι άγνωστα εδώ.
Λείπει ο Μίκης;
Ασφαλώς και λείπει. Και ο Μίκης, και ο Μάνος. Η ποιότητα λείπει. Θέλω να πιστεύω ότι πάντοτε υπάρχουν ταλαντούχοι και ευαίσθητοι δημιουργοί, αλλά ο τρόπος που φωτίζουν το έργο τους είναι δύσκολος. Δεν είναι όπως τότε, που υπήρχαν οι εταιρείες, οι δίσκοι, τα GD. Τώρα όλα περνάνε μέσα από το ‘Ιντερνετ κι αν έχεις καλή τύχη να πιάσεις πολλά «χτυπήματα» και likes για να σε δει κάποιος. Και σε παίρνουν σε κάποια εταιρεία, που είναι λιγοστές πια, και σου δημιουργούν το δικό τους πρότυπο, αυτό που θέλουν οι ίδιοι, δηλαδή κάτσε και κάνε ραπ και τραπ. Έχεις ταλέντο, αλλά τα τραγούδια τώρα δεν μετρούν. Ακόμα και στα νυχτάδικα τους τραγουδιστές ακολουθούν όσοι πάνε. Είναι τα είδωλά τους, ο τρόπος που διασκεδάζουν. Τα τραγούδια είναι αδιάφορα.