Μαρία Πολύζου: Με αφορμή την βιογραφία της έδωσε μια πολύ όμορφη συνέντευξη από τα βάθη της καρδιάς της και μίλησε για όλους και για όλα.
Το βιβλίο της Μαρίας Πολύζου
Η μάχη της με τον καρκίνο είναι μία από αυτές που δίνει καθημερινά η Μαρία Πολύζου. Ενδιάμεσα η Μαρία Πολύζου αφηγείται την περιπέτεια της ζωής της, το πώς κατάφερε να κατακτήσει παγκόσμιες διακρίσεις στο αγώνισμά της, τον μαραθώνιο, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, τις κακουχίες και τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνει. Παρ’ όλη τη φτώχεια, που την ανάγκαζε να ζει για πολύ καιρό σε μια τρώγλη, με αρουραίους να κυκλοφορούν δίπλα στο στρώμα της.
Η αυτοβιογραφική κατάθεσή της θα ήταν γενναία και συγκινητική ακόμη κι αν δεν περιελάμβανε τίποτα περισσότερο από τα αθλητικά επιτεύγματά της – ή το πώς κατόρθωσε να μην ηττηθεί από τον καρκίνο του μαστού. Ωστόσο, μόλις στην 31η σελίδα του βιβλίου της η ίδια εξομολογείται ότι από την ηλικία των 11-12 ετών υπήρξε θύμα σeξουαλικής κακοποίησης. Εκθέτει απερίφραστα, ψυχρά, χωρίς κανενός είδους συναισθηματισμό, σαν μια ξαφνική κλωτσιά στο στομάχι του αναγνώστη, την παρατεταμένη φρίκη της παιδικής της ηλικίας. Γιατί το ανείπωτο συνέβαινε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, η Μαρία Πολύζου δηλώνει ότι δεν έγραψε το βιβλίο μόνο για να καταγγείλει την ενδοοικογενειακή βία και την κακοποίηση όπως η ίδια τη βίωσε. Και μολονότι δεν έχει γραφτεί ποτέ κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα, η καθηλωτική αυτοβιογραφία της απλώς συμπίπτει, χωρίς όμως να συνδέεται ουσιαστικά, με το κίνημα #MeToo. Η συγγραφέας πιστεύει ότι το βιβλίο της θα δικαιωθεί, εάν παραδειγματίσει, εάν παρακινήσει, εάν εμψυχώσει παιδιά που βρίσκονται στη θέση που βρέθηκε εκείνη κάποτε, ώστε να βρουν τη δύναμη να ζητήσουν βοήθεια. Και, αντίστοιχα, ότι κάθε γυναίκα που έχει χτυπηθεί από τον καρκίνο να αντισταθεί στην αρρώστια και τις επώδυνες θεραπείες με τη σωματική άσκηση, ενδεχομένως τρέχοντας. Γιατί τρέχοντας, άλλωστε, η Μαρία Πολύζου έσωζε πάντα τον εαυτό της. Δραπετεύοντας κάθε φορά και από μια διαφορετική εκδοχή της προσωπικής της κόλασης.
Η συνέντευξή της
– Στο βιβλίο διηγείστε τη ζωή σας, μια ζωή γεμάτη από εμπόδια τα οποία υπερπηδήσατε, και μιλάτε δημόσια για την κακοποίησή σας. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
Οταν αποφάσισα να καταγράψω την ιστορία της ζωής μου, δεν θέλησα να αφήσω απέξω το πιο σημαντικό κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Δεν ήθελα να κρύψω τίποτα, δεν ήθελα να ντρέπομαι για τίποτα. Ανέκαθεν θεωρούσα τον εαυτό μου ευθύ άνθρωπο και δυνατό χαρακτήρα. Είχα την ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτό, έτσι ώστε να δώσω το έναυσμα σε κάθε παιδί που ίσως έχει υποστεί κακοποίηση στο παρελθόν ή τη βιώνει τώρα να βρει τη δύναμη να μιλήσει. Πρέπει να δείξουμε στα παιδιά τον δρόμο, να τα πείσουμε ότι πρέπει να μιλήσουν, να μη φοβηθούν την ντροπή, να μη φοβηθούν τον φόβο τον ίδιο. «Παιδί μου, μίλα!» αυτό θέλω να πω σε κάθε κακοποιημένο παιδί ξεχωριστά, να πείσω κάθε πλάσμα που υφίσταται βία ή υποφέρει με οποιονδήποτε τρόπο να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει. Εκείνα τα χρόνια (σ.σ.: αρχές της δεκαετίας του ’80) δεν μιλούσαμε, δεν είχαμε σε ποιον να μιλήσουμε. Κάτι άλλο που θέλω να πετύχω για τους άλλους μιλώντας για τη δική μου κακοποίηση είναι να δείξω στα παιδιά που έχουν υποφέρει ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι μπορούν να τα καταφέρουν, να ξεφύγουν, να ακολουθήσουν τα όνειρά τους, να μη μείνουν σε αυτό. Η ζωή συνεχίζεται. Και ίσως μόνο μιλώντας με άλλους γι’ αυτό που τους συνέβη θα καταλάβουν ότι μπορούν να ξεφύγουν, ότι μπορούν να μη μείνουν δέσμια αυτής της κακοποίησης, να μην την αφήσουν να τους παρασύρει στον πάτο, να τους κάνει να βουλιάξουν. Ταυτόχρονα, βέβαια, πρέπει και η Πολιτεία να γίνει πολύ πιο αυστηρή με όσους διαπράττουν τέτοιου είδους εγκλήματα.
– Κάθε περίπτωση κακοποίησης είναι απεχθής με τον δικό της μοναδικό τρόπο, αλλά όταν ο θύτης είναι ο πατέρας του παιδιού, όπως συνέβη στην περίπτωσή σας, τα πράγματα δεν είναι ακόμη πιο δύσκολα και ακραία;
Είναι ακόμη χειρότερο, γιατί σου συμβαίνει από έναν άνθρωπο που θεωρητικά βρίσκεται εκεί για να σε προστατεύει. Το δικό μου σωσίβιο, αυτό που με κράτησε στη ζωή, ήταν ο αθλητισμός. Κρέμασα εκεί όλες τις ελπίδες, τα όνειρα και τους στόχους μου. Ο αθλητισμός μού έδωσε μεγάλη χαρά, πάτησα τα πόδια μου γερά στο έδαφος, ένιωσα δύναμη και σταθερότητα και μπόρεσα να δημιουργήσω ένα δικό μου μέλλον.
– Μέσα από τον αθλητισμό βρήκατε τη δύναμη για να ξεφύγετε, αλλά και για να συγχωρήσετε;
Γι’ αυτό το ζήτημα θα προσκαλέσω τους αναγνώστες αυτής της συνέντευξης να διαβάσουν το βιβλίο μου. Δεν είχα μιλήσει ποτέ για την κακοποίηση – και τώρα ακόμη δεν θέλω να το συζητάω. Ξεκίνησε γύρω στα 11. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, ώσπου βρήκα διέξοδο στο τρέξιμο.
– Ηταν κάπως σαν να τρέχατε με βαρίδια στα πόδια;
Είναι ακόμη χειρότερο. Ετρεχα με τους εφιάλτες μου. Γι’ αυτό πρέπει να προστατεύουμε τα παιδιά. Το σημάδι που αφήνει στην ψυχή ενός παιδιού κάτι τέτοιο τού δυσκολεύει απίστευτα τη ζωή. Είναι δύσκολο να τα καταφέρει να πετύχει στη ζωή μετά από αυτό. Γι’ αυτό και πολλά παιδιά καταφεύγουν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, αυτοκτονούν, όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας και αναρωτιόμαστε πώς καταντάει έτσι ένα παιδί. Και στη συνέχεια, ως ενήλικας, είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί στα πρέπει της κοινωνίας. Είναι δύσκολο να βρει τη θέση που θέλει να τοποθετήσει τον εαυτό του στην κοινωνία. Εγώ όμως είχα μεγάλη δύναμη μέσα μου και ήθελα να τοποθετήσω τον εαυτό μου ψηλά, στην πρώτη θέση. Δεν άφησα αυτό που μου είχε συμβεί να με σταματήσει. Αυτό θέλω να πετύχω και για τους άλλους ανθρώπους και ήταν ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο μου. Να τους δώσω, αν γίνεται, την ελπίδα ότι μπορούν να ονειρευτούν τον εαυτό τους όσο πιο ψηλά γίνεται.
– Πώς πήρατε την απόφαση να τρέξετε απόσταση 524 χλμ. για τον Φειδιππίδειο Αθλο (Αθήνα – Σπάρτη – Μαραθώνας), αφού μάλιστα είχατε αποσυρθεί από τους αγώνες;
Με έσπρωξε η αγάπη μου για την Ιστορία. Το 2010 συμπληρώναμε 2.500 χρόνια από την επέτειο της μάχης του Μαραθώνα και ήθελα να τιμήσω αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας. Η ιδέα που μου σφηνώθηκε στο μυαλό ήταν να πάω στη Σπάρτη από την Αθήνα και να γυρίσω στην πρωτεύουσα καταλήγοντας στον Τύμβο του Μαραθώνα, χοντρικά 530 χλμ. Ημουν 42 χρόνων όταν το έκανα αυτό.
Η συνέχεια της συνέντευξης
– Και κατόπιν ήρθατε αντιμέτωπη με τον καρκίνο του μαστού. Ποια ήταν η αντίδρασή σας;
Οταν παίρνεις τα αποτελέσματα και μαθαίνεις πως έχεις καρκίνο, είναι σαν κάποιος να σε ρίχνει στα τάρταρα. Επαθα μπλακάουτ για λίγο, άκουγα μόνο μια φωνή που επαναλάμβανε τη λέξη «καρκίνος» μέσα στο κεφάλι μου. Μου πήρε δύο εβδομάδες να ανασυνταχτώ. Κάθε μέρα εξετάσεις, μετά η επέμβαση, οι χημειοθεραπείες, οι ακτινοβολίες… Εκανα μπάνιο και κρατούσα τα μαλλιά μου να μη μου τα πάρει το νερό. Αλλά αποφάσισα να το δω κι αυτό ως πρόκληση: να τερματίσω με τις λιγότερες απώλειες. Κι έτσι έγινε. Εκείνη την περίοδο κατέγραφα ό,τι μου συνέβαινε σε ημερολόγιο και κάπως έτσι γεννήθηκε και η ιδέα του βιβλίου μου. Γι’ αυτό και ο τίτλος του «Μην τα παρατάς!» δεν είναι τυχαίος. Γιατί δεν τα παράτησα ούτε για μια στιγμή και βγήκα νικήτρια με το τραγούδι μου, με το γέλιο και με την αισιοδοξία μου.
– Στην Ελλάδα θεωρείστε ένας θρύλος κατέχοντας το πανελλήνιο ρεκόρ στον μαραθώνιο από το 1998. Ωστόσο, από τους αμέτρητους αγώνες δρόμου που έχετε τρέξει ποιοι έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Υπάρχουν μαραθώνιοι που, όποτε τους σκέφτομαι, με γεμίζουν με δέος. Οπως αυτός της Κωνσταντινούπολης το 1990, στον οποίο κατάφερα να νικήσω υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Νιώθω δέος όχι μόνο ως αθλήτρια, αλλά και ως Ελληνίδα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 ήμουν η πρώτη Ελληνίδα που έτρεξε μαραθώνιο, η πρώτη που συμμετείχε σε αγώνισμα απόστασης πάνω από τα 200 μ. Και, βέβαια, στους Πανευρωπαϊκούς της Βουδαπέστης το 1998, όπου πέτυχα το «στοιχειωμένο» ρεκόρ για τον ελληνικό αθλητισμό, με 2 ώρες 33 λεπτά 40 δευτερόλεπτα. Και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1997 στην Αθήνα, όπου μπήκα σφήνα ανάμεσα σε μεγαθήρια, 12η στην τελική κατάταξη, στην αυθεντική διαδρομή, πάλι με πανελλήνιο ρεκόρ, παρόλο που ήμουν σε άθλια κατάσταση εξαιτίας μιας δηλητηρίασης και υπό θερμοκρασίες καύσωνα. Θυμάμαι ότι κατάφερα να κοντρολάρω το σώμα μου, να του επιβληθώ και είπα στον εαυτό μου: «Τώρα θα τρέξεις. Και θα τρέξεις καλύτερα από ποτέ»!
– Ποια είναι η ανταμοιβή σας για όλους αυτούς τους κόπους;
Δεν είναι κάτι χειροπιαστό, είναι κάτι που το μετράς μέσα στη ζωή. Οι νίκες και οι ήττες στον αθλητισμό σε μαθαίνουν να αντιμετωπίζεις την ίδια τη ζωή, τις αντιξοότητες και τα καθημερινά προβλήματα. Αυτά είναι τα πραγματικά μετάλλια του αθλητισμού, όχι αυτά που κρέμονται στον τοίχο, όχι τα κύπελλα που στολίζουν τα ράφια. Μετάλλια είναι το μεγαλείο της ψυχής, ο κοφτερός νους, ο χαρακτήρας που πλάθεται από πειθαρχία και προσπάθεια, η δύναμη να ορθώνεις το ανάστημά σου σε κάθε εμπόδιο που βρίσκεις μπροστά σου.
– Εσείς από ποιες προσωπικότητες εμπνέεστε;
Ανέκαθεν θαύμαζα ξεχωριστούς ανθρώπους που πάλεψαν για το γενικό καλό, όπως η Μητέρα Τερέζα και ο Μαχάτμα Γκάντι. Αλλά στον χώρο μου, σε αυτόν του αθλητισμού σήμερα, ένας άνθρωπος που μπορώ να ξεχωρίσω είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Μου αρέσει ο τρόπος που αυτό το παιδί πορεύεται στη ζωή: όχι μόνο έχει φτάσει ψηλά, αλλά θυμάται και επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και δίνει τόσα πολλά στην κοινωνία. Ξέρω ότι πέρασε δύσκολα κι αυτός, βίωσε ανέχεια, ρατσισμό, αλλά συνέχισε να προπονείται και να ονειρεύεται μόνο την κορυφή. Και τώρα γυρίζει στα Σεπόλια και δίνει στα παιδάκια μια μπάλα για να παίξουν μαζί του. Ετσι πρέπει να κάνουν όλοι όσοι φτάνουν στην κορυφή, να γυρίζουν πίσω και να δίνουν το χέρι στους άλλους. Γι’ αυτό κι εμείς στην ομάδα μας, τη Marathon Team Greece, έχουμε το πρόγραμμα «Αθλητισμός και Κοινωνική Αλληλεγγύη». Και με το βιβλίο μου αυτό κάνω, απλώνω το χέρι στις γυναίκες που παλεύουν με τον καρκίνο, απευθύνομαι στις γυναίκες που αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις στον αθλητισμό. Θέλω να στηρίξω και να εμπνεύσω τους ανθρώπους να τολμήσουν. Αν έστω κι ένα παιδί κρατηθεί στη ζωή επειδή πήρε κουράγιο από το βιβλίο μου, θα είμαι ευχαριστημένη, θα έχω πετύχει τον στόχο μου.