Βράχια δίχως τέλος που αγγίζουν τα σύννεφα, σμαραγδένια νερά, σπηλιές και φάροι που ορίζουν την πιο φαντασμαγορική δύση. Όπως ο φοίνικας ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του, έτσι κι η Ζάκυνθος. Μαγεύει με τις συναρπαστικές της δυνάμεις. Με το γαλάζιο στο οποίο τυλίγεται το άνθος της Ανατολής.
Μια γλύκα σου μένει. Τη γεύεσαι στο στόμα. Ίδια απ’ την πρώτη στιγμή που πατάς στη Ζάκυνθο. Απ’ την πρώτη εντύπωση έως και την τελευταία. Την πρωτοσυναντάς στα ανταμώματα στο φέρι απ’ την Κυλλήνη, στις χαιρετούρες του λιμανιού, στην πρώτη εικόνα στα καμπαναριά του αιγιαλού, στο πνιγμένο στη βλάστηση βενετσιάνικο κάστρο.
Και έκτοτε, είναι πάντα εκεί· στα χαμόγελα που σου χαρίζονται απλόχερα, λες και ήσουν πάντοτε δικός τους, στα κεράσματα που φορτώθηκες αδυνατώντας να αντικρούσεις το απόλυτο:«σαν αυτό το κρασί, δεν έχεις δοκιμάσει!», στις αρέκιες που κάποιος, βάλθηκε να τραγουδάει από μόνος του σε κάποιο τουριστικό μαγαζί. Όλα μαζί τα βάζεις. Ανθρώπους και τοπία καταγάλανα· και ό,τι φέρνεις στον νου, από δω και στο εξής, το κάνεις με νοσταλγία.
ν χρειαστεί, το ορκίζεσαι· απ’ την αρχή σε κέρδισε. Απ’ το μέγεθος ακόμα. «Όσο πρέπει» – ωραία μονάδα μέτρησης για το 3ο μεγαλύτερο Ιόνιο νησί! Κι όμως. Προλαβαίνεις να τη δεις ολόκληρη, να μην αφήσεις τίποτε, και είναι όλα τόσο διαφορετικά, που καθόλου (μα καθόλου) να μην πλήττεις.
Ημεράδα στα ανατολικά – αγριάδα στα δυτικά. Στη μέση ο Βραχίωνας, η γιγαντιαία ραχοκοκαλιά που τη σπάει κάθετα στα δύο και στον Νότο να σχηματίζονται μικρονήσια… Πελούζο – Μαραθονήσι είναι προστατευόμενα «μέλη» του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου. Δύο ώρες μακρύτερα, τα δυσπρόσιτα Στροφάδια. Κάπως έτσι την προσδιορίζεις. Αν θες να την προσδιορίσεις.
Αν σε νοιάζουν αυτά. Για άλλους αρκεί το δικαίως περίτρανο Ναυάγιο (η δεύτερη καλύτερη για φέτος -σύμφωνα με το CNN- ελληνική παραλία), τα καλοσχηματισμένα «πόρτα» της δυτικής ακτογραμμής, οι γαλάζιες σπηλιές ή οι πιο γλυκιές αμμουδιές της ανατολικής ακτής με τα πλάι τους ακουμπισμένα ριζοχώρια και τις άλλοτε πλούσιες επαύλεις τους ακόμα να στάζουν κρασί.
Και αποκλείεις και τα πράγματα που διά ροπάλου δεν αγγίζεις. Η χελώνα Caretta caretta Μάιο με Αύγουστο απολαμβάνει την ησυχία της στον απαγορευμένο παράδεισο του Γέρακα, στη Δάφνη, στα Σεκάνια. Το δέχεσαι αυτό. Πας αλλού. Ή στριμώχνεσαι δίπλα της, εκεί που στο επιτρέπουν. Μέρη έχει. Και βουνό και θάλασσα. Και βουνίσιους και χωραΐτες.
Ωραίοι οι Ζακυνθινοί. Καπάτσοι, άντρες-γυναίκες. Πειραχτήρια. Έναν έναν τους φέρνεις στον νου και… αυτoεπιβεβαιώνεσαι! Ο Νίκος ο Κούκος, ο Γιάννης ο Βοναπάρτης, ο Φούγας, ο Μποκές, ο Σκάρπας… Ποιος Θόδωρος; Ποιος Αντώνης; «Σκέτος» κανείς. Άργησες αλλά μαθαίνεις. Ένα όνομα δεν είναι ποτέ αρκετό. Θέλει την επεξήγησή του. Αυτό το… επιπλέον κάτι.
Και όσο για το οφθαλμοφανές; Το χαρακτηριστικότερο όλων των γνωρισμάτων της Ζακύνθου – και συνάμα το πιο σοκαριστικό; Όλα όσα αντικρίζεις, ό,τι βλέπεις, είναι κτίσματα νεότερα. Στη συντριπτική τους πλειονότητα φτιαγμένα μετά το ’60. Ο 500ων ετών υλικός πολιτισμός της γκρεμίστηκε εν μια νυκτί.
Στις 12 Αυγούστου του 1953, στην τελευταία μεγάλη σεισμοπυρκαγιά, τότε επήλθε η ολοκληρωτική καταστροφή. Η Ζάκυνθος ισοπεδώθηκε. Και μιλάμε για το 99% των κτισμάτων του νησιού. Για μνημεία της εποχής της Ενετοκρατίας (300 χρόνια υμνούσαν το «Άνθος της Ανατολής»), για σπάνια έργα τέχνης, για πολύτιμα αρχεία συγγραφέων, ποιητών, για θρησκευτικά κειμήλια…
Ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής τους κληρονομιάς, τα έργα της διανόησης, χάθηκαν. Και άλλαξε και ο πληθυσμός της, ριζικά. Από τους 48.000 προ σεισμού κατοίκους, μετά την καταστροφή απέμειναν 20.000. Ε, δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις για το πώς όλα μετρώνται σε «προσεισμικά ή μετά σεισμού». Αυτό είναι το σημείο μηδέν. Σε όλες τις συζητήσεις. Πάντα.
Κι όμως, ασχήμια δεν βλέπεις. Και αυτό το ορκίζεσαι. Πουθενά. Ίσως στον «αγγλοκρατούμενο», το κατακαλόκαιρο, κόλπο του Λαγανά. Μα και πάλι δεν τη λες έτσι. Και βέβαια, δεν την ήξερες όπως ήταν πρώτα. Όπως τη θυμούνται οι παλιοί. Όπως μόνο να τη φαντάζεσαι μπορείς μέσα από ασπρόμαυρες γκραβούρες.
Με τη Στράτα Μαρίνα να ακουμπά στα Ρεπάρα της ακροθαλασσιάς (την άλλοτε παράκτια πόλη), με τα σκαλιά των αρχοντικών να βουτούν στη θάλασσα. «Αν ήθελες, απ’ το μπαλκόνι ψάρευες» θυμούνται στο Ρωμιάνικο, το μοναδικό εναπομείναν και κάποτε επισκέψιμο αρχοντικό της οικογενείας Ρώμα.
Όταν οι προσόψεις των νεοκλασικών παρατάσσονταν έως τον «Ξενοπούλειο» Κόκκινο Βράχο, όταν έβρισκες 100 εκκλησιές, αντί για τις 20 που ψάχνεις τώρα στα καντούνια. Κάποιες σώθηκαν, τις ξανάχτισαν, ίδιες και απαράλλαχτες, με τα τότε δομικά υλικά. Φανερωμένη, Κυρία των Αγγέλων, Άγιος Νικόλαος του Μώλου συναρμολογήθηκαν, πέτρα πέτρα (και τι πέτρα!)· με τα χαρακτηριστικά τους λιθανάγλυφα και τα πυργοειδή καμπαναριά και τα όλα τους, κούκλες!
Άγιος Διονύσιος ήταν ο μόνος που άντεξε. Το μεγαλύτερο προσκύνημα. Τον έσωσε το λείψανο του Αγίου. Ο,τι επέζησε φυλάσσεται στα μουσεία: Μεταβυζαντινό και Μουσείο Σολωμού – Επιφανών Ζακυνθίων, δεν νοείται να μην τα βάλεις στο πρόγραμμα.
Το πρώτο διασώζει τα προσεισμικά κειμήλια της κρητικής και επτανησιακής σχολής, το δεύτερο, αναπαριστά την κουλτούρα και την παιδεία μιας εποχής που έχει παρέλθει. Μέσα από μελάνια, οικόσημα και εικόνες· έτσι μαθαίνεις την Ιστορία.
Μπόχαλη, Σολωμός και μαντολάτο
Βόλτα στην Μπόχαλη· στο πιο διάσημο αγνάντι. Σε μια από τις πιο παλιές συνοικίες, φυλαγμένη πίσω απ’ τον λόφο του κάστρου, με τα ανθισμένα σοκάκια, το διπλό καμπαναριό της Αγ. Παρασκευής, τον Αγ. Γεώργιο των Φιλικών με τη διασωθείσα λίστα των μυηθέντων στη Φιλική Εταιρεία. Όλο και κάτι, κάπου, βρίσκεις να έχει γλιτώσει απ’ τις φλόγες…
Πλάι του, το εβραϊκό νεκροταφείο, πάνω του, το ίδιο το κάστρο, που εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους κατοίκους του μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Στον προμαχώνα Grimani, το δημοφιλέστερο μπαλκόνι, μετράς κότερα αγκυροβολημένα στο λιμάνι, αναγνωρίζεις καμπαναριά, σχεδιάζεις την επόμενή σου κίνηση.
Η προτομή του Δ. Σολωμού στον Λόφο του Στράνη σηματοδοτεί το σημείο όπου ο εθνικός μας ποιητής, ακούγοντας τα κανόνια απ’ την πολιορκία του Μεσολογγίου, εμπνεύστηκε τον Ύμνο εις την Ελευθερία. Για το πουρνάρι κάτω απ’ το οποίο τον συνέθεσε, ούτε λόγος. Έπεσε, λένε, από κεραυνό. Μόνο η ρίζα απομένει. Και η άκρα ησυχία. Με θέα σε θάλασσα και κάμπο.
Όσες φορές κι αν ήρθες δεν συνάντησες ψυχή. Απόλυτη σιγή και στους μαρμάρινους τάφους του αγγλικού νεκροταφείου. Και από εκεί, πίσω στη βουή της κατάμεστης πλατείας Σολωμού και στη συνέχειά της, την άνω πλατεία του Αγίου Μάρκου. Εδώ διοργανώνονται οι γκιόστρες, ένα από τα παλαιότερα δρώμενα που αναβιώνουν κάθε 3ήμερο του Αγίου Πνεύματος. Σκέψου τώρα ιππότες καβάλα στ’ άλογα να μάχονται για την τιμή της καλής τους. Ενα πραγματικό «βενετσιάνικο» υπερθέαμα δηλαδή!
Προς το παρόν, μπλέκεσαι στην κίνηση. Μπαρμπούνια στα δίχτυα, μαντολάτα στους πάγκους, καφές και μεζέδες στα καντούνια. Όσους γνώρισες, εδώ τους συναντάς, με μουσική υπόκρουση τις νότες της πρώτης εν Ελλάδι Φιλαρμονικής να ξεχύνονται απ’ τα παράθυρα του πνευματικού τους κέντρου.
Δεν είναι όσο διάσημη -ούτε όσο πολυάριθμη- είναι η Κερκυραϊκή, μα την πρωτιά, κανείς δεν μπορεί να της τη στερήσει. Και τη συνέχεια. Από το 1816, ακάθεκτη. «Η μπάντα κάνει υπηρεσίες ανά 15 μέρες. Ή θα περάσει πεζοπόρο τμήμα ή θα τύχει λιτανεία ή θα κάνει συναυλία, συν όλες τις υπηρεσίες του Πάσχα», υπόσχεται ο μαέστρος Διονύσιος Μαλλιάς. Από 7-70 χρονών, όλοι στους δρόμους τη βγάζουνε! Τύχη το λένε αυτό. Όλο και κάπου θα τους πετύχεις!
Αξιοπερίεργο, μα αληθινό: η προστατευόμενη περιοχή του Ε.Θ.Π.Ζ. είναι η πιο τουριστική του νησιού. Μεταμορφώνεται αλήθεια, μόλις καλοκαιριάσει. Μα εσύ είχες την τύχη να σταθείς στο τρικάμαρο θαλάσσιο γεφύρι στο Αργάσι πριν την κοσμοσυρροή. Να ‘σαι όρθιος μονάχα εσύ και το λευκοκόκκινο ξωκλήσι του Αϊ Νικόλα στο ομώνυμο ακρωτήρι, να είναι δικά σου τα πρώτα βήματα στην απάτητη άμμο.
Αγνάντεψες τα ασημοκόκκινα βράχια του Γέρακα, χωρίς αντιπερισπασμούς. Πάντως, αν αρέσκεσαι στο να κοιτάς από ψηλά, κάντο σωστά. Από το φυσικό παρατηρητήριο της Παναγιάς της Σκοπιώτισσας – στην κορυφή του συνονόματου όρους. Το κάστρο της Γλαρέντζας στην Κυλλήνη, το ακρωτήρι του Γέρακα, το 9 χλμ. αμμουδερό ημικύκλιο του Λαγανά, οι καταπράσινοι «Κήποι» και στο τελείωμά τους, ο λόφος και η πόλη. 360°. Πόση ώρα μπορείς να κάτσεις εκεί; Πόσες φορές να ξανάρθεις;
Παράλληλα με τη θάλασσα, μνημονεύεις έναν παλιότερο σεισμό (του 1633) που χάρισε στον Λαγανά το φωτογενές νησάκι του Αγίου Σώστη. Ιδιόκτητο κι αυτό, ενώνεται με τη στεριά με μια ξύλινη γέφυρα και αποτελεί μια από τις κλασικές στάσεις.
Δυτικά δυτικά τώρα, άκρη άκρη, σκαρφαλώνεις στο Κερί, με τα παλιά σπίτια και την Παναγιά Κεριώτισσα. Ο Παπαγιάννης σου εξηγεί το θαύμα της «δίφατσης» εικόνας, σου δείχνει την καμένη πλευρά του Αϊ-Νικόλα, χαίρεται να σου μιλά για τα πασχαλινά τους έθιμα. Και βγαίνεις έξω. Παίρνεις ανάσα, γιατί έφτασες. Από εδώ και πέρα μετράς ηλιοβασιλέματα.
Να’ ναι καλά ο Παναγιώτης!
Μεθάς απ’ τα χρώματα. Απ’ το ύψος των υπέρμετρων βράχων. Από τον παφλασμό των κυμάτων. Απ’ τα γλαροπούλια που χορεύουν πάνω απ’ το κεφάλι, απ’ τις μορφές που παίρνουν τα σύννεφα, απ’ το διαρκές βούισμα του αέρα. Λες και η δυτική ακτογραμμή αποσχίστηκε από κάπου, βίαια, με μια κίνηση, αμετάκλητα. Όπου κι αν στρέψεις το κεφάλι, σαστίζεις.
Απ’ τον φάρο Κερίου, μια ευθεία γραμμή σ’ ανεβάζει στο Ναυάγιο, διακλαδίζεται σε σμαραγδένια φιόρδ και πίσω πάλι, σε ορεινά ανέγγιχτα χωριά. Σιτάρια σπέρνουν, βότανα μαζεύουν, μαντζουρορίγανη αρωματική πασπαλίζουν στα αβγά και τις ντομάτες, τακουρκουτσέλια τα κάνουν τσιγαρίδια. Όλη η πλάση γύρω σου, ήταν κάποτε καταπράσινη. Φωτιές, κυνήγια, άλλαξαν το τοπίο. Μα κάποια πράγματα έμειναν αναλλοίωτα. Όπως το αλάτι που μαζεύουν στο Κορακονήσι.
Ή το περίβλεπτο καμπαναριό του Αγ. Νικολάου στο μισοχώρι Κοιλιωμένου. Με τα 5 πατώματα, τα 67 σκαλιά, τις νεκροκεφαλές και τους ουροβόρους όφεις- άλλο πράγμα! Με θέα στον Γέρακα και το Μαραθονήσι, με τα άλογα του Αντώνη του Σκάρπα να βολτάρουν τους τουρίστες σε χωμάτινα σοκάκια και… «Αμπελόστρατες», με την κουζίνα της Μίκας να σερβίρει νοστιμιές, με τον αργαλειό της Λόλας της Μένεγου να υφαίνει ολημερίς κουρελούδες, με ζεστό ψωμί απ’ τις «Μελισσιώτισσες».
Εδώ που ‘ρθες, δεν νοείται άνθρωπος που να μην ξέρει να δουλεύει την πέτρα. Το διαφημίζουν τα καλοκαμωμένα σπίτια. Πού να πρωτοσταθείς; Άμα βρεις το ωραιότερο, πες μου.
Διασταύρωση στον Άγιο Λέοντα. Προς Λούχα – Γύρι ή Λιμνιώνα. Πόσοι θυμούνται να έχουν κάνει εδώ τα καλύτερα μπάνια της ζωής τους; Λίγο βορειότερα ο πλάτανος της Έξω Χώρας παρέα με τη γηραιότερη ελιά του νησιού. Στο δήλωσαν ξεκάθαρα. «Δεν χρονολογείται»! Το ίδιο αχρονολόγητα είναι και τα πηγάδια του οικισμού. Ούτε ένα, ούτε δύο. 170 – απλωμένα στο ξέφωτο. Σε ένα χαλί από μαργαρίτες. Ε, δεν είναι κι όλα εκεί, αλλά τόσα τα βγάζει η ιστορία.
Όσα και οι οικογένειες. Κατηφορίζεις στο Καμπί, στους μυκηναϊκούς τάφους, στον υπερμεγέθη σταυρό που έστησε η χούντα εις μνήμην αυτών που χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, στην Ταβέρνα του Μιχάλη με το σπιτικό φαγητό, με τη Βάσω και το χιούμορ της (αυτά πάνε πακέτο) και θέα που κόβει την ανάσα στον όρμο της Σχίζας. Ο,τι λέει το όνομά του. Από όλη τη δυτική ακτογραμμή, τώρα στέκεσαι πάνω απ’ τα ψηλότερα βράχια. 240 μ. από τη θάλασσα. Ίλιγγος. Χάος. Τόση φαντάζεσαι και την πτώση. Κι όπως λέει και η Βάσω, δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσει τίποτα. «Πέφτεις και δεν σκαλώνεις».
Οι Μαριές πήραν το όνομά τους από τη Μαρία τη Μαγδαληνή και τη Μαρία του Κλωπά που κήρυξαν εδώ πρώτα τον χριστιανισμό. Έχουν και «το πάτημα» στο Πόρτο Βρώμη για όσους δεν πιστεύουν. Και το εκμαγείο του μες στην εκκλησιά, κοντά στο «γυναιτίκι» που κάθονταν εκτός θέας οι γυναίκες.
Πριν τουριστικοποιηθεί το Ναυάγιο μόνο ψαράδες έδεναν στο Πόρτο Βρώμη. Υπάρχουν και οι φωτογραφίες – ντοκουμέντα. Τα δεδομένα όμως άλλαξαν. Σαλπάρουν τώρα, κατά κύματα τα τουριστικά σκάφη, βάζουν πλώρη για τη δημοφιλέστερη βόλτα του νησιού.
«Το χειμώνα μαζεύει όλη τη βρωμιά, αλλά το καλοκαίρι μας αποζημιώνει», το υπερασπίζονται. Σε πάνε κι αλλού αν το ζητήσεις, μα ο κόσμος θέλει τον «Παναγιώτη»! Και για να μην αναρωτιέσαι, έτσι λεγόταν το πλοίο που ναυάγησε μεταφέροντας παράνομα τσιγάρα απ’ την Τουρκία. Μεγάλο φορτίο. Φουμάρανε, λέει, για χρόνια οι χωριανοί.
Στην Αναφωνήτρια αρχίζουν οι ταμπέλες για ταβέρνες με «fantastic view», «the best of the island», οι πάγκοι που σε κερνάνε μαντολάτα και οινόμελα. Και υφαντά πωλούνται, κρεμιούνται σε κοινή θέα. Όλα τοπικά; Το χωριό παίρνει το όνομά του από την εικόνα της Παναγιάς της Αναφωνήτριας που φυλάσσεται στο ομώνυμο μοναστήρι. Σε αυτό μόνασε και ο Αγ. Διονύσιος, ο μέγας προστάτης. Σε τούτη την πύλη μάλιστα, δίπλα από τον πύργο με τις ζεματίστρες, συγχώρεσε το φονιά του αδερφού του.
Εντυπωσιακή ιστορία… Αξίζει τον κόπο να τη βρεις. Και βγάζει και από ‘κει στο Πόρτο Βρώμη. Έχει δυο κόλπους, τους μοιράζονται αναμεταξύ τους τα χωριά. Το σχολικό φορτώνει παιδιά για τις Βολίμες. Είναι βλέπεις, το κεφαλοχώρι του Βορρά, σπασμένο στις Ανω, Μέσα και Κάτω γειτονιές του.
Απ’ το ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη ξεχωρίζεις τις συστάδες σπιτιών και (τι μπλε Θεέ μου!) να σου και το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα… Από ‘δω, ο δρόμος σε περνάει απέναντι, στην ανατολική όχθη. Στον Μακρύ Γιαλό, στα Ξύγκια με τις υποθαλάσσιες πηγές από θειάφι και κολλαγόνο, στο Μικρό Νησί με την ενετική βαρδιόλα και το λιμάνι του Αγ. Νικολάου – το έτερον πέρασμα σε Ναυάγιο και γαλάζιες σπηλιές.
Ξανοίχτηκες και ποιον κοροϊδεύεις; Πίσω θα πας. Στο κουφάρι του Παναγιώτη. Να το χαζέψεις ξανά και ξανά, όσο μπορείς να το χορτάσεις. Να στέκεσαι στο χείλος του γκρεμού, να μετράς τα χρώματα που παίρνει η θάλασσα όταν σκάει στα βράχια. Να είσαι εσύ κι άλλοι 100 νοματαίοι στη σιωπή και όλα να τελειώνουν όταν ο ήλιος δύσει. Όταν δεν υπάρχουν πια βαρκάκια. Τότε που φαντάζει ψεύτικο, απόκοσμο, μια κουκκίδα – απαγορευμένη να την αγγίξεις. Όταν νιώθεις σαν να το ανακάλυψες πρώτος εσύ το στολίδι της Ζακύνθου. Και θες να το κρατήσεις για πάντα κρυφό. Δεν έβλαψαν κανέναν τα όνειρα. Ετσι;
Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου
Φωτογραφίες: Γιώργος Πατρουδάκης
Πηγη: dinfo.gr