Ραγίζει καρδιές η Ξένια Καλογεροπούλου: “Μετά την κηδεία δεν ξαναπήγα στον τάφο του”

«Με πειράζει η μοναξιά» είπε η Ξένια Καλογεροπούλου. Οι δηλώσεις της για τα επαγγελματικά βήματα, την όρασή της, το παιδικό θέατρο και τις μεγάλες απώλειες της ζωής της.

Η συνέντευξη της

Κλείνετε 50 χρόνια στο παιδικό θέατρο. Τι σας έκανε να αφοσιωθείτε σε αυτό;
Κατάλαβα ότι είναι κάτι πολύ σημαντικό, σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα. Θυμάμαι, όταν είχαμε πάει για να εγκαινιάσουμε ένα διεθνές φεστιβάλ παιδικού θεάτρου στο Βερολίνο, υπήρχε ένας ιταλικός θίασος, Teatro del Sole, που έκανε καταπληκτική δουλειά. Τότε συνειδητοποίησα πώς μπορεί να είναι το θέατρο για παιδιά – και όχι μόνο. Ήταν ένα άλλου είδους θέατρο που με γοήτευσε.

Γιατί;
Ένα θέατρο στο οποίο τα πράγματα δεν εξηγούνται, δεν λέγονται, έχει μέσα του πολλά μυστικά τα οποία καλούνται να τα μαντέψουν οι μικροί θεατές. Παράδειγμα: υπήρχε ένα έργο που λεγόταν «Il disperato vincera» («Ο απελπισμένος θα νικήσει»). Παρουσίαζαν τρεις ιστορίες και έπρεπε να μαντέψεις ποιος είναι πιο απελπισμένος. Ήταν, θυμάμαι, μια κοπέλα η οποία ήταν δυστυχισμένη γιατί ήταν γυναίκα. Της πήγαιναν όλα στραβά. Υπήρχε μια σκηνή όπου το κορίτσι αυτό κρατούσε ένα κουβάρι κόκκινο ανάμεσα στα πόδια της και της έπεφτε κάτω. Έτσι συμβόλιζε ότι της είχε έρθει η περίοδος. Όλη η παράσταση γινόταν κατανοητή μέσα από θεατρικά πράγματα – όπως το παράδειγμα – που δεν τα εξηγούσε κανένας. Έπαθα πλάκα. Τώρα έρχεται στο μυαλό μου όταν με κάλεσαν σε ένα διεθνές συνέδριο παιδικού θεάτρου στη Νέα Ορλεάνη και έπρεπε ο καθένας να μιλήσει για πέντε λεπτά μόνο και να εκθέσει τις απόψεις του για το παιδικό θέατρο. Εγώ δεν είχα απόψεις. Δεν είχα σκεφτεί τίποτα, αλλά, επηρεασμένη από το Teatro del Sole και τον τρόπο που εργαζόταν, είχα γράψει τον «Οδυσσεβάχ». Τότε αναγνώρισα και τη θεωρία μου την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν την ήξερα. Από την πράξη λοιπόν αναδύθηκε η θεωρία και αυτή παρουσίασα στη Νέα Ορλεάνη: τον δικό μου κανόνα

Ποιος είναι αυτός;
Ένα έργο για παιδιά χρειάζεται να έχει ένα κατανοητό πρώτο επίπεδο, αλλιώς τα παιδιά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν. Όμως πρέπει να έχει και πολλά μυστικά, που δεν λέγονται. Που οι μικροί θεατές διαισθάνονται ότι υπάρχουν. Έπειτα σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο κανόνας για τις αρχαίες τραγωδίες. Δεν έχουν όλες μια πολύ απλή ιστορία και πολλά μυστικά; Αυτό διαπίστωσα ότι ισχύει για τα πάντα.

Και για τη ζωή;
Βέβαια, όπως και για τον έρωτα. Γιατί για να συμπαθήσεις έναν άνθρωπο πρέπει να τον καταλάβεις. Αν τον καταλάβεις 100%, δεν θα τον ερωτευτείς. Για να επιστρέψω στη διαδρομή του παιδικού θεάτρου, αρχίσαμε λοιπόν με τον Θωμά Μοσχόπουλο να κάνουμε πολλά έργα, όπως «Οικογένεια Νώε», «Τυχερός στρατιώτης», που βασίζονταν σε ένα ρωσικό παραμύθι που μιλούσε για τον θάνατο.

Σκληρό θέμα για τα παιδιά.
Ναι, αλλά αναπόφευκτο. Οι δάσκαλοι θύμωσαν που μιλούσαμε για τον θάνατο. Θυμάμαι ότι υπήρχε ένα παιδάκι που είχε χάσει τους γονείς του και ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτό. Όταν είδε την παράσταση, άρχισε να μιλάει για τον θάνατο των γονιών του. Ακολούθησαν και άλλα έργα κι έτσι πέρασαν πενήντα χρόνια.

Για τις τιμητικές διακρίσεις της

Το καλοκαίρι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σάς ανακήρυξε επίτιμη διδάκτορα
Έψαχνα να βρω τι θα πω στο αμφιθέατρο ως τιμώμενο πρόσωπο. Κάποιες νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί προσπαθούσα να θυμηθώ. Άρχισαν να έρχονται εικόνες, σαν φωτάκια που αναβόσβηναν. Μνήμες οι οποίες νόμιζα ότι είχαν σβήσει. Τελικά, όταν πήγα στον Βόλο, ήρθαν πολλά στο μυαλό μου. Εδώ θέλω να πω ότι πολλοί νομίζουν πως ασχολήθηκα με το παιδικό θέατρο επειδή δεν απέκτησα παιδί. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος.

Το έχετε επισημάνει, ναι.
Είχα τέσσερις αποβολές. Η τελευταία φορά μάλιστα, όταν έπρεπε να πάμε στο φεστιβάλ στο Βερολίνο. Ήταν μια πολύ δύσκολη φάση της ζωής μου. Δύσκολη όμως ήταν και όταν ο Γιάννης (Φέρτης) μου είπε «εγώ αγαπώ την Τάνια και θα πάω να μείνω μαζί της». Ευτυχώς μετά ήρθε ο Κωστής (Σκαλιόρας) στη ζωή μου.

Υπήρξατε ευτυχισμένοι.
Πολύ. Ωστόσο ταλαιπωρήθηκε χρόνια με την ασθένειά του. Έφυγε πριν από εννιά χρόνια και μου λείπει πάρα πολύ. Πέρασα δυσκολίες, αλλά έζησα και μεγάλες στιγμές ευτυχίας. Συνάντησα ανθρώπους εξαιρετικούς. Ο Θάνος Μικρούτσικος, για παράδειγμα, αγάπησε πολύ τη δουλειά που κάναμε στο παιδικό θέατρο. Πολλές φορές έλεγε ότι εκείνος μας χρωστάει πολλά. Μας βοήθησε πολύ και παρακίνησε τους ανθρώπους του θεάτρου να γράψουμε ένα βιβλίο, «Εθνική πολιτική για το θέατρο». Δουλέψαμε πολύ σκληρά και όταν το τελειώσαμε το πετάξανε στα σκουπίδια.

Για τον σύζυγο της

Με τον σύζυγό σας πώς γνωριστήκατε;
Κάναμε παρέα από τότε που ήμουν παντρεμένη με τον Γιάννη. Έτυχε να χωρίζει όταν χώριζα κι εγώ. Έτσι ήρθαμε κοντά και ήταν πολύ ανακουφιστικό. Ήταν τρυφερός, με χιούμορ, πολύ διαβασμένος. Ταιριάζαμε στα ενδιαφέροντά μας. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω που δεν τον έχω πια. Δεν είμαι και από εκείνες που πάνε στους τάφους. Θυμάμαι, όταν πέθανε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, έλεγαν στην Άλκη Ζέη «δεν θα κάνεις μνημόσυνο;» κι εκείνη απαντούσε «δεν φτάνει που έκανα κηδεία!». Ακριβώς το ίδιο είμαι κι εγώ. Μετά την κηδεία δεν ξαναπήγα στον τάφο του. Ο Κωστής είναι μέσα μου, του μιλάω συχνά, με βλέπει από ψηλά.

Απ’ ό,τι έχετε ζήσει, τι σας έκανε περισσότερο δυστυχισμένη;
Που έχασα τον Κωστή και μετά την όρασή μου. Μου στοιχίζει που δεν μπορώ να διαβάσω αλλά ακούω βιβλία. Αν έβλεπα, θα ήμουν αλλιώς. Τώρα κουράζομαι πάρα πολύ. Το αισθάνθηκα στις πρόβες που κάναμε για τον «Θείο Βάνια» του Δημήτρη Καραντζά. Με πειράζει και η μοναξιά. Ντρέπομαι να τηλεφωνώ και να λέω «θυμηθείτε ότι υπάρχει και μια τυφλή γριούλα, κάντε της λίγο παρέα». Αλλά μέσα στα δεινά μου νιώθω και ευγνωμοσύνη γιατί υπάρχουν άνθρωποι που με φροντίζουν.

Είναι υπέροχο αυτό. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, μελετώντας ξανά τον Τσέχοφ με αφορμή την παράσταση, ποια είναι η διαφορά σε σχέση με τότε που τον διαβάσατε ως νεαρή ηθοποιός;
Την πρώτη φορά που μετέφρασα τον «Γλάρο» το έκανα με τη μαμά μου, η οποία ήταν μισή Ρωσίδα. Όμως δεν μου άρεσε και το μετέφρασα άλλες δύο φορές. Την τελευταία φορά, ενώ ρωσικά ξέρω λίγα, έμαθα όλο το έργο σε αυτή τη γλώσσα. Για να μπορώ να το ακούω στα ρωσικά και να γνωρίζω κάθε λέξη τι σημαίνει. Έτσι έγινε η μετάφραση πολύ καλύτερη. Αγόρασα την παλιά μετάφραση από τον Κέδρο, για να πετάξω τα βιβλία και να βγει η καινούργια, η οποία έχει μεγάλες διαφορές. Η πιο σημαντική είναι όταν η Νίνα στο τέλος τρελαίνεται, εγώ είχα μεταφράσει – όπως και οι Γάλλοι και οι Άγγλοι κ.λπ. – κατά λέξη αυτό που έλεγε, «εγώ γλαρίνα» (ο Τσέχοφ δεν έχει άρθρα), το οποίο δεν στέκει. Αυτό το έκανα «είμαι ένας γλάρος». Αλλά και πάλι δεν μου άρεσε μια γυναίκα να λέει κάτι τέτοιο. Κι έτσι το άλλαξα σε «ένας γλάρος είμαι» που ακούγεται τελείως διαφορετικά. Έκανα χρόνια όμως να το βρω.

Το λέτε με περηφάνια. Για τι άλλο είστε περήφανη;
Το 2004 ανοίξαμε το Θεατρικό Εργαστήρι για Παιδιά με την Πέγκυ Στεφανίδη, το οποίο στεγάζεται στη Σχολή Χιλλ. Και ναι, γι’ αυτό είμαι πολύ υπερήφανη. Κάνουν εξαιρετική δουλειά όλοι όσοι εργάζονται εκεί. Θυμάμαι μάλιστα ένα περιστατικό που δείχνει πόσο ευεργετική είναι η θεατρική αγωγή σε αυτές τις ηλικίες. Όταν ανεβάσαμε τον «Οδυσσεβάχ» σε ένα σχολείο, κάναμε παράλληλα και διάφορα παιχνίδια. Σ’ ένα από αυτά, τα παιδιά υποτίθεται ότι έτρωγαν λωτό και μπορούσαν να ξεχάσουν ό,τι ήθελαν. Ένα παιδάκι λέει «θέλω να ξεχάσω τη μάνα μου». Έμαθα ότι η μητέρα του ήταν πόρνη και ντρεπόταν. Τότε κατάλαβα πόσο βαθιά και ουσιαστικά μπορούν να είναι αυτά τα παιχνίδια.

Οι δυσκολίες

Εσείς τι θα θέλατε να ξεχάσετε;
Αυτό δεν το σκέφτηκα ποτέ. Έχω μερικά πράγματα που με πόνεσαν πολύ και θέλω να τα ξεχάσω. Ο μπαμπάς μου είχε ένα ωραίο σπίτι στο Ψυχικό και όσο ζούσε μου έλεγε «το σπίτι αυτό και ό,τι είναι μέσα είναι δικά σου. Πίνακες, βιβλία, φωτογραφίες κ.λπ.». Όμως, όταν πέθανε η μητριά μου, το έδωσε στην ανιψιά της. Πού να το ήξερε ο καημένος ο πατέρας μου. Αλλά δεν έχουν και τόση σημασία τώρα πια.

Related posts

Πήρε τη μεγάλη απόφαση ο Θοδωρής Μαραντίνης: Θα κάνω ακόμη ένα παιδί αλλά θέλω πρώτα να βεβαιωθώ ότι θα είναι κορίτσι

«Αριστοκράτισσα από τις λίγες»: Η Ρούλα Κορομηλά ποζάρει κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, μέσα στο αρχοντικό σαλόνι της

Έβαλε εξτέ, άλλαξε χρώμα, ίδια με όταν έπαιζε στα Μαύρα Μεσάνυχτα: Ραγδαία αλλαγή στην εμφάνιση της Παναγιώτας Βλαντή