Θανάσης Βέγγος: «Με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις»

Ο Θανάσης Βέγγος ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου και σκηνοθέτης. Iδρυτής της εταιρείας κινηματογραφικών παραγωγών ΘΒ Ταινίες Γέλιου. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βέγκος και όπως είχε πει, το έγραφε με “γγ” όταν έγινε ηθοποιός γιατί φαινόταν καλύτερα στο μάτι.

Θανάσης Βέγγος: Το ξεκίνημα της καριέρας του και η βοήθεια του Κούνδουρου

Άφησε την δίκη του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αγαπήθηκε τόσο όσο λίγες διάσημες προσωπικότητες, το χαμόγελο του, τα αστεία του αλλά και το υποκριτικό του ταλέντο, λείπουν μέχρι και σήμερα από την τηλεόραση.

Επειδή είσαι από τους λίγους ανθρώπους σ’ αυτόν τον τόπο, που εμφανίστηκε στο σινεμά χωρίς να ‘χει καμιά σχέση μ’ αυτό και δημιούργησε ένα χαρακτήρα, θα ‘θελα να μου μιλήσεις για το ξεκίνημά σου… Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στο Στρατό, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης, ούτε Βέγγος. Δούλευα σ’ ένα πατάρι τα δέρματα. Στο Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση.

Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: «Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω». Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμιά διάθεση πια κι αρνήθηκα.

Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η «Μαγική Πόλη» και βρέθηκα μέσα σ’ ένα καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια λύση για το οικονομικό μου πρόβλημα. Έπαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες δε θυμάμαι στη ζωή μου. Γυρίστηκε και ο «Δράκος». Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ’ είχαν τσακίσει. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου ‘δώσαν ρόλους πρωταγωνιστή. Πνιγόμουνα εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν.

Σε τέτοιο σημείο φτάσανε τα πράγματα, και σκέφτηκα να κάνω μια δική μου εταιρία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γινόντουσαν όπως πάνω-κάτω ήθελα. Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες που κατάλαβαν και πίστεψαν σ’ αυτά που σκεφτόμουνα. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος Θαλασσινός. Ταινίες σαν τον «Παπατρέχα» ή το «Μην Είδατε τον Παναή» δεν θα ‘βγαιναν χωρίς αυτούς. Και μέχρις ένα σημείο ήμουνα ήσυχος. Είχα δυο ανθρώπους που μπορούσαν να με καταλάβουν και να προωθήσουν τις σκέψεις μου πάνω στο φτιάξιμο μιας ταινίας. Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά. Η επιτυχία τού «Με τη λάμψη στα μάτια» σιγούρεψε τη στάση του.

Λίγο κατόπιν οι δουλειές του Θαλασσινού δεν του αφήναν περιθώρια ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε άλλο άνθρωπο και το χειρότερο, πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που να με καταλαβαίνει. Έτσι πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο. Σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Τώρα του χρωστάω γύρω στα 2.000.000 και γυρίζω ταινίες για λογαριασμό του έναντι του χρέους.Όμως υπάρχει κι ο Κατσουρίδης. Μετά τον «Δρα Ζιβέγγο» πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου άνθρωπος. Αφέθηκα σ’ αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε συμπαραγωγές και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας του μένω πιστός και θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει. Ώσπου να βαρεθεί. Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος.

Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Το πέρασμά σου στη σκηνοθεσία σού δίνει κι ένα πρόσθετο δικαίωμα. Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν την παρουσία σου; Θα σου πω κάτι. Ο Κούνδουρος στη «Μαγική Πόλη», όταν πήγε να στήσει τη μηχανή έφαγε καρπαζιά με το κουτάλι. Δεν είχε ιδέα τι του γινόταν. Στο τρίτο γύρισμα ήτανε ξεφτέρι. Δασκάλευε και τους δασκάλους του. Αυτό σημαίνει πως περισσότερο μετράει αν έχεις κάτι μέσα σου για να πεις. Τα υπόλοιπα μαθαίνονται.Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.

Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί.

Μετά, δε μπορώ να χωνέψω τις ιστορίες του Θανάση, γραμμένες σ’ ένα χαρτί από έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση με το γύρισμα. Τελευταία με τον Κατσουρίδη το βάλαμε σε κάποιον δρόμο. Το σενάριο χτενίζεται από τρία χέρια μέχρι ν’ αρχίσουμε το γύρισμα. Στο τέλος το πετάμε στα σκουπίδια κι αυτοσχεδιάζουμε. Πίστεψέ με, τα πράγματα βγαίνουν μόνα τους. Τα τελευταία 300 μέτρα της «Ιουλιέττας» είναι γυρισμένα χωρίς σενάριο. Όλη η απαγωγή, το ανέβασμα στα κεραμίδια και ό,τι ακολουθάει, ήρθαν μόνα τους, σαν φυσικό επακόλουθο της τρέλας των δύο εραστών. Ξοδέψαμε 22.000 μέτρα νεγκατίφ για την ταινία, αλλά κάναμε αυτό που νομίζαμε σωστό. Δε στο κρύβω, ότι οι καλύτερες στιγμές μου στο σινεμά γυρίστηκαν χωρίς σενάριο.

Related posts

Απόλυτη καθήλωση: Χαρείτε κάθε δευτερόλεπτο από το trailer του Maestro – Αυτό είναι το φινάλε της σειράς

Η ατάκα του Ωνάση που άφηνε τις καλεσμένες του με το στόμα ανοιχτό

Σοφία Κουρτίδου: Έπεσε στη σκηνή την ώρα που τραγουδούσε – Η φωτογραφία από το χτύπημα στο πόδι της