Στη θλίψη «βυθίστηκε» ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας μας, καθώς σε ηλικία 81 ετών έφυγε από τη ζωή ο τραγουδιστής Κώστας Καρουσάκης, αφήνοντας την τελευταία του πνοή.
Την δυσάρεστη είδηση έκανε γνωστή η κόρη του και επίσης τραγουδίστρια, Ελένη Καρουσάκη μέσα από μία συγκινητική ανάρτηση στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook.
Ο ζωντανός μύθος του λαϊκού τραγουδιού πριν 10 χρόνια είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην Δέσποινα Καραγιαννοπούλου και είχε μιλήσει για τη βαθιά του φιλία με τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου –έμελλε να είναι αυτός που της έκλεισε τα μάτια–, για το τριπλό φονικό του Κοεμτζή –που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια του–, για τη Χίο, αλλά και για την οικογένειά του, που τον στηρίζει σε κάθε του βήμα.
Η συνέντευξη του Κώστα Καρουσάκη
Τι ήταν για σας η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου;
Ήταν η δεύτερη μάνα μου. Μια μάνα απλή, χωρίς φανφάρες και χωρίς δήθεν, έτοιμη να βρεθεί δίπλα σε όποιον είχε ανάγκη. Αυτά που ισχύουν σήμερα, με τους στιχουργούς να έχουν γραμματείς στη δούλεψή τους, τότε δεν είχαν θέση. Έμπαινα στο σπίτι της και αισθανόμουν σαν να βρίσκομαι στο δικό μου γιατάκι. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την εικόνα της στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου ήταν στα τελευταία της.
Όταν την είδα, κατάλαβα ότι δεν θα την έβγαζε καθαρή… Μόλις με είδε, το βλέμμα της ζωντάνεψε και μου ζήτησε να της τραγουδήσω «Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί/αργά σαν σουρουπώνει»… Ήταν από τη Σμύρνη, και συγκεκριμένα από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Της κρατούσα το χέρι και της τραγουδούσα, ενώ εκείνη σιγοψιθύριζε. Μετά από λίγο, η ψυχή της ταξίδεψε…
Εκείνη σας ανακάλυψε;
Όχι. Με ανακάλυψε ένας άλλος μύθος του τραγουδιού, και μάλιστα τυφλός. Ο Στέλιος ο Χρυσίνης, που ήταν υπεύθυνος στη δισκογραφική εταιρεία Columbia και άκουγε τα τραγούδια που του πήγαιναν διάφοροι συνθέτες. Αυτός ο άνθρωπος έβγαλε στην πίστα όλους τους μεγάλους τραγουδιστές εκείνης της εποχής: τον Καζαντζίδη, την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια και πολλούς άλλους.
Θυμάμαι ότι τον Χρυσίνη τον γνώρισα, παιδαρέλι ακόμα, σ’ ένα στέκι όπου πήγαιναν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες για τον καφέ τους, το «Μπαράκι». Εκεί του είπα «καλημέρα», γνωριστήκαμε και, την ίδια μέρα, μου πρότεινε να γίνω ο συνοδός του. Θυμάμαι, μου είπε: «Επειδή έφυγε φαντάρος το παιδί που με συνόδευε (τον Ταλιούρη τον τραγουδιστή εννοούσε), θες να με συνοδεύεις εσύ;»
«Έρχομαι» του λέω! Αυτό ήταν, δέσαμε. Τον πήγαινα όπου ήθελε, μέχρι που πήγα και εγώ να υπηρετήσω την πατρίδα… στο Nαυτικό. Πριν πάω πάντως, με έβαλε να τραγουδήσω δύο δικά του τραγούδια, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δισκάκι.
Εκτός όμως από τραγουδιστής, είστε και στιχουργός…
Έχω δώσει πολλά σουξέ σε συναδέλφους και ο κόσμος δεν το ξέρει. Τραγούδια μου έχουν τραγουδήσει η Γιώτα Λύδια, η Τζένη Βάνου, η Μοσχολιού, ο Μενιδιάτης, ο Αγγελόπουλος και άλλοι. Φωνές που υπηρέτησαν πιστά το λαϊκό τραγούδι. Φωνές που ταξίδεψαν την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο.
Τέτοιες φωνές δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα, όπως δεν υπάρχει και το καθαρό λαϊκό τραγούδι. Δεν αρκεί κάποιος να τραγουδά καλά, πρέπει να ξέρει και από μουσική, να παίζει και κάποιο όργανο. Εγώ ξέρω και μπουζούκι και κιθάρα.
Ως τραγουδιστής πότε ξεκινήσατε;
Όταν τελείωσα το φανταριλίκι, ξεκίνησα και ως τραγουδιστής. Αρχικά, με τον Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, σ’ ένα ταβερνείο στο Αιγάλεω. Tην επόμενη χρονιά, πήγα με τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου και τον Παπαϊωάννου σ’ ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές.
Τι άλλο δίνει δύναμη στη ζωή σας;
Η οικογένειά μου. Η γυναίκα μου Γιούλη και τα τέσσερα παιδιά μου, η Καλλιόπη, η Ελένη, ο Κωνσταντίνος και η Μαρία-Γεωργία. Στα δύσκολα που με βρήκαν με τα θέματα της υγείας μου, είναι οι μόνοι που δεν με πρόδωσαν – όλοι οι υπόλοιποι, ακόμη και αυτοί που βοήθησα να στεριώσουν καλλιτεχνικά, χάθηκαν.
Το όνομά σας έχει συνδεθεί μ’ ένα τριπλό φονικό και με πολλούς τραυματίες. Αναφέρομαι στην υπόθεση Κοεμτζή. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;
Είμαι στην πίστα και τραγουδάω. Είναι Σάββατο και στο μαγαζί δεν πέφτει καρφίτσα. Τότε μπαίναμε στην πίστα από το πλάι. Πάω να περάσω, με πιάνει ο Νίκος ο Κοεμτζής και μου λέει: «Όταν ξανανέβεις, θέλω μια παραγγελιά». «Δηλαδή;» «Θέλω να μου πεις τις “Βεργούλες”». Λέω: «Δεν μπορώ να σ’ το πω, χορεύει τόσος κόσμος!» Μου κάνει νόημα: «Άμα κατέβεις, θα τα πούμε!»
Λέω: «Ρε μπελά που βρήκαμε ξαφνικά…» Βάζω τον Αθανασιάδη, το δεύτερο όνομα, που έλεγε πιο παλιά τραγούδια: «Κοίτα να πεις τις “Βεργούλες”, μη μας κάνει καμιά φασαρία αυτός…» Αρχίζει να λέει τις «Βεργούλες», ανεβαίνει ο αδελφός του Κοεμτζή να χορέψει, αλλά συγχρόνως ανέβηκαν κι άλλοι.
«Παραγγελιά πες τους» φωνάζει ο Δημοσθένης, που πήρε το μικρόφωνο απ’ τον τραγουδιστή, «κατεβείτε όλοι κάτω ρε!» Κανένας δεν κατέβηκε και τη συνέχεια την ξέρετε: επτά τραυματίες και τρεις θάνατοι. Σκοτώθηκαν δύο αστυνομικοί και ένας που είχε βαφείο αυτοκινήτων. Ο τελευταίος είχε έρθει στο μαγαζί με την ανάπηρη αδελφή του. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την εικόνα του κοριτσιού πάνω από το άψυχο κορμί του αδελφού της.
Πήγε να σκοτώσει και εσάς;
Ναι. Μετά το φονικό, έψαξε να με βρει. Ήθελε να με σκοτώσει γιατί δεν του έκανα το χατίρι να πω την παραγγελιά του…