Πρόκειται για τη Λίτσα Σαλτζή, η οποία έφυγε από την Ελλάδα, με τα τρία παιδιά της. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το να μεταναστεύσουν στη Σουηδία για ένα καλύτερο αύριο. Η ίδια εργάζεται στην πόλη του Γκέτεμποργκ και νιώθει δικαιωμένη για την επιλογή της.
Πως πήρε την απόφαση
Η νεαρή νοσηλεύτρια από τις Σέρρες πήρε πριν από πέντε χρόνια την πιο γενναία απόφαση που έχει πάρει στη ζωή της. Να εγκαταλείψει την πατρίδα της και να ξενιτευτεί μαζί με τα παιδιά της στη Σουηδία. Εκεί, αναζήτησε μια καινούρια αρχή και ένα καλύτερο μέλλον.
Με την οικονομική κρίση να ρημάζει ό,τι είχε απομείνει από την ήδη συρρικνωμένη εργασιακή αγορά των Σερρών. Γνωρίζοντας, πως οι επιλογές της δεν μετρούνταν ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού, αναζήτησε την καλύτερη δυνατή λύση για εκείνη και την οικογένειά της.
Επιπλέον, ως μονογονέας έπρεπε να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Ήταν αποφασισμένη να κόψει μια και καλή τον ομφάλιο λώρο με την οικογένειά της. Εκείνη, που την στήριζε σε όλες τις δύσκολες στιγμές με όσες δυνάμεις είχαν απομείνει.
Ξενιτεύτηκε λοιπόν στο παγωμένο Γκέτεμποργκ. Μια πόλη που ενδεχομένως να θυμούνται οι παλιότεροι από τις μνημειώδεις αναμετρήσεις του Παναθηναϊκού με την ομώνυμη ομάδα τον Μάρτιο του 1985. Αυτό, έγινε με φόντο την πρόκριση στα ημιτελικά του κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το Γκέτεμποργκ είναι μια πόλη, με 520.000 κατοίκους στην πόλη και 937.000 στη μητροπολιτική περιοχή. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σουηδίας, μετά τη Στοκχόλμη.
Το ξεκίνημα στο Γκέτεμποργκ
«Έπρεπε να πάρω μια απόφαση στα γρήγορα. Επειδή, δεν άντεχα άλλο να ζω εις βάρος των γονιών μου. Αντίθετα, ήθελα ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μου» δήλωσε η νοσηλεύτρια από τις Σέρρες. Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Η ίδια πόλη ζούσε συγγενικό της πρόσωπο. Όμως, η προσαρμογή σε μια ξένη πόλη με διαφορετική κουλτούρα, ρυθμούς και κανόνες δεν ήταν δα και το ευκολότερο πράγμα στο κόσμο.
«Έπρεπε να μάθουμε τη γλώσσα και έτσι ξεκινήσαμε όλοι να διαβάζουμε. Τα παιδιά φοίτησαν σε ειδικό σχολείο για να μάθουν τα Σουηδικά. Σιγά – σιγά ξεκίνησε η ένταξή τους σε κανονικό σχολείο» προσθέτει. Έχοντας εργαστεί ως νοσηλεύτρια σε γηροκομείο στις Σέρρες. Γνωρίζοντας ότι το εν λόγω επάγγελμα έχει ζήτηση στο Γκέτεμποργκ, έστειλε βιογραφικά σε όλες τις κλινικές της πόλης. Είχε ελπίδα να προσληφθεί και να ξεκινήσει να εργάζεται, κάτι που δεν άργησε να συμβεί.
Σήμερα λοιπόν, μπορεί να νιώθει περήφανη διότι, όχι μόνο κατάφερε να ξεπεράσει τις αρχικές δυσκολίες, αλλά γιατί μπορεί να ζει άνετα μαζί με τα υπόλοιπα τρία μέλη της οικογένειάς της. Καταρχάς λαμβάνει έναν αξιοπρεπή μισθό περίπου 31.000 σουηδικές κορώνες (3.000 ευρώ) ενώ το κράτος την «βομβαρδίζει» με ένα σωρό επιδόματα, όπως επίδομα ενοικίου, για παράδειγμα λαμβάνει 200 ευρώ για ενοίκιο 1.000 ευρώ που πληρώνει και από 140 ευρώ για κάθε παιδί. Μάλιστα, της χορηγείται και επίδομα διατροφής από τη στιγμή που δεν καταβάλλει διατροφή ο πρώην σύζυγός της στην Ελλάδα, λαμβάνοντας επιπλέον 200 ευρώ για κάθε παιδί της.
Αυτό, ωστόσο, που την εντυπωσίασε περισσότερο απ’ όλα δεν είναι τα κοινωνικά επιδόματα, ούτε οι λοιπές παροχές και η άρτια οργάνωση, αλλά οι εργασιακές συνθήκες που αντιμετώπισε στην κλινική από την πρώτη κιόλας μέρα που έπιασε δουλειά.
Η πρώτη μέρα στην δουλειά και οι συνθήκες εργασίας
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου μέρα που η διευθύντρια της κλινικής, όταν άφησα τα κλειδιά, μου είπε “ευχαριστούμε πολύ για σήμερα που δούλεψες για εμάς”. Νόμιζα ότι μου το έλεγε επειδή ήταν η πρώτη μου μέρα. Στη πορεία διαπίστωσα ότι το λέει κάθε μέρα σε όλους μας», θυμάται η Λίτσα Σαλτζή.
Για να προσθέσει: «Στη δουλειά μας λένε καθημερινά οι προϊστάμενοί μας ότι δεν πρέπει να έχουμε στρες. Μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να έχουμε τον προσωπικό μας χρόνο και να μην ξεχνάμε το διάλειμμά μας, διότι όντας ξεκούραστοι μπορούμε να αποδώσουμε καλύτερα και να είμαστε πιο ήρεμοι όταν ερχόμαστε σε επαφή με τους ασθενείς».
Αναζητώντας τα αρνητικά που ενδεχομένως κρύβει η καθημερινότητα για έναν μετανάστη στο Γκέτεμποργκ, η Λίτσα Σαλτζή επισημαίνει τις καιρικές συνθήκες, καθότι το χειμώνα επικρατούν πολικές θερμοκρασίες και τη νοσταλγία που νιώθεις για την πατρίδα. «Κατά τα άλλα οι ζωές μας είναι τακτοποιημένες και η στήριξη που σου προσφέρει το σουηδικό κράτος για να προχωρήσεις ένα βήμα παραπέρα είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη» συμπληρώνει η νεαρή νοσηλεύτρια.