“Οι Αγώνες πέτυχαν γιατί έγιναν εθνική υπόθεση”. Με αυτά τα λόγια -μεταξύ άλλων- αναφέρθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004 η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, κατά την ομιλία της στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
“Αν εξαιρέσω τις στιγμές που γεννήθηκαν τα παιδιά και τα εγγόνια μου, αυτές είναι οι πιο μεγάλες στιγμές στη ζωή μου. Και όχι μόνο της δικής μου ζωής. Όλα αυτά τα χρόνια συναντώ ανθρώπους κάθε μέρα και μου λένε με νοσταλγία: ήμουνα και εγώ εκεί, με καμάρι, υπερηφάνεια και συγκίνηση. Αλλά πρέπει να πάμε πέρα από τη συγκίνηση. Αυτό το σύντομο φιλμ (σ.σ.: είχε προβληθεί πριν σχετικό φιλμ με τους Αγώνες της Αθήνας) που είδαμε δεν μας συγκίνησε μόνο, μας θύμισε τι ήταν το εγχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας” είπε ξεκινώντας και συνέχισε:
“1ο. Το στοίχημα της διεκδίκησης. Η Ελλάδα διεκδίκησε τους Αγώνες για δεύτερη φορά μέσα σε 10 χρόνια, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια για την εκατονταετηρίδα. Έπρεπε να αλλάξουμε τη βάση της διεκδίκησης και να αλλάξουμε την εικόνα της χώρας προς τα έξω. Δεν διεκδικούσαμε κληρονομικό δικαίωμα, τους διαβεβαιώναμε ότι θα διοργανώσουμε τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν μας πίστευαν. Προσπαθούσαμε να τους πείσουμε, όχι εύκολα, αλλά τους πείσαμε. Είναι ένα ηθικό κεφάλαιο για την Ελλάδα που έχει και σήμερα αξία.
2ο. Έπρεπε να φέρουμε σε πέρας την πιο πολύπλοκη αθλητική διοργάνωση. Σε 15 ημέρες οργανώθηκαν 37 αγώνες σε 28 αθλήματα, φιλοξενήσαμε 10.862 αθλητές, 5.550 συνοδούς, 2.652 κριτές, 17.231 δημοσιογράφους και τεχνικούς και κάθε ημέρα συντονίζαμε με ακρίβεια και ασφάλεια δεκάδες παράλληλες δραστηριότητες.
Η Ελλάδα μέχρι και σήμερα είναι η μικρότερη χώρα που ανέλαβε να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και πέτυχε. Αυτή η μεγάλη επιτυχία άφησε ένα “manual” καλής οργανωτικής αριστείας, καλής λειτουργίας του κράτους, μίας καλής συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο.
3ο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέτυχαν γιατί έγιναν εθνική υπόθεση, έγιναν κοινό στοίχημα κάθε Έλληνα. Αν η κοινωνία δεν πίστευε στο στόχο, δεν είχε εμπνευστεί, δεν συμμετείχε, δεν θα είχαμε φτάσει ούτε στην καταπληκτική τελετή έναρξης. Ζητήσαμε 40.000 άμισθους εθελοντές, έγιναν 168.001 αιτήσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν, ξεβολεύτηκαν, άλλαξαν συνήθειες για να τελειώσουν τα έργα, να δοκιμαστούν οι εγκαταστάσεις, να γίνουν οι Αγώνες και δεν ακούστηκε κιχ. Καμία διαμαρτυρία, δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν πέτυχαν εξαιτίας της οργανωτικής επιτροπής, αλλά ήταν της χώρας ολόκληρης κατόρθωμα, η χώρα τους έκανε να πετύχουμε. Είχαμε μάρτυρες πάνω από 4,5 δισ. τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο. Είναι μία ευκαιρία να πατήσουμε στην κοινή εθνική αυτοπεποίθηση και να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα”.
Στη συνέχεια, ρωτήθηκε και απάντησε σχετικά με το κόστος των Αγώνων και τη “συμβολή” τους στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας, τα χρόνια που ακολούθησαν:
“Θυμάμαι τους αριθμούς, το κόστος ήταν 2.098.400.000. Είχαμε πλεόνασμα 136.000.000 ευρώ. Ήταν οι δεύτεροι φθηνότεροι Αγώνες στην ιστορία μετά από εκείνους του Λος Άντζελες το 1984.
Οι αριθμοί μιλάνε, δεν χρεοκόπησαν την Ελλάδα οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αν αξιοποιούσαμε την Ολυμπιακή κληρονομιά, θα κερδίζαμε 0,2 του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι κύρος, υποδομές, εκπαίδευση ανθρώπων, τεχνογνωσία που αποκτήθηκε. Άξιζαν τον κόπο.
Η Ελλάδα ξαναμπήκε στο χάρτη λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Η εικόνα του θαυμασμού που απέκτησαν για τη χώρα μας Έλληνες και ξένοι, όλοι ας, είναι το πιο σημαντικό. Κάναμε αυτό που κανείς ξένος, ούτε εμείς οι ίδιοι πιστεύαμε και πέτυχε”.