Η Ελένη Ροδά ήταν σε άκρως εξομολογητική διάθεση στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε πριν από λίγες ημέρες. Η ίδια μίλησε για όλους και για όλα αλλά τα όσα λέει για τη μητέρα της και τον θάνατό της πραγματικά συγκλονίζουν.
Διαβάστε την συνέντευξη
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σας;
Η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου είναι πριν κάποια χρόνια όταν ενώ γύριζα στο σπίτι μου και είδα στο μπαλκόνι την πεθερά μου, τον άντρα μου με τον οποίο είχα χωρίσει τρεις τη νύχτα. Λέω «Παναγία μου, κάτι έπαθε το παιδί μου». Τότε μου είπαν «Ελένη σκοτώθηκε η μητέρα σου σε αυτοκινητιστικό». Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα μια ζωή μέσα στα χωριά χωρίς ανέσεις, ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Μόλις πήρε τη σύνταξή της, ήρθε ένα αυτοκίνητο από τα ναυπηγεία του Νιάρχου και την σκότωσε. Ενώ πήγαινε στην παραλία πεζή, αυτός έτρεχε πάρα πολύ. Πέθανε επί τόπου, ήταν ακαριαίος ο θάνατος της μητέρας μου.
Δύσκολο πολύ…
Την αγαπούσα πολύ τη μητέρα μου, ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ήταν δοτική πολύ, βοηθούσε όλον τον κόσμο. Δεν πρόφτασε να χαρεί ούτε το εφάπαξ από τη σύνταξή της. Όχι τίποτα άλλο, τα βούτηξαν άλλοι.
Τι εννοείτε;
Έβαλα μια φίλη να μου καθαρίσει την ντουλάπα της μητέρας μου και μέσα εκεί είχε το εφάπαξ και κάποιες λίρες της και τα βούτηξε. Μου τα έφαγε η «φίλη» που την αγαπούσα και την αγαπάω. Την συγχωρέσα, δεν βαριέσαι.
Ως μαμά έχετε τύψεις που λόγω της καριέρας σας δεν είχατε ενδεχομένως τον χρόνο που έπρεπε για να τον αφιερώσετε στον γιο σας;
Του αφιέρωσα περισσότερο από ότι έπρεπε. Από τον καιρό που γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος σταμάτησα την καριέρα μου. Δούλευα πού και πού, τον πήγαινα στο σχολείο, τον πήγαινα. Γερμανικά, Ιταλικά, στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο παντού, είπε η Ελένη Ροδά στο Λοιπόν.
Το θαύμα που βίωσε
«Όταν ήμουν μικρή, βίωσα κάποια θαύματα. Με πήγε στην Τήνο η μητέρα μου 15 ετών γιατί με είχε τάξει όταν αρρώστησα μικρή. Μέναμε έξω από την εκκλησία στρωματσάδα στα σκαλιά και αυτό που βίωσα εκεί δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν η βραδιά που περνούσε η λιτανεία πάνω από τους αρρώστους και άκουγα που ούρλιαζαν. Είδα ανθρώπους που ήταν πεσμένοι κάτω και δεν μπορούσαν να περπατήσουν, ξαφνικά να σηκώνονται. Αισθάνθηκα δέος».