«Γέροντα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;» Διαβάστε τι απαντά στην απορία για την κατάσταση αυτή ο Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης.
Ο Άγιος Παΐσιος εξηγεί τι αισθάνεται κάποιος όταν πεθαίνει
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και όταν ξεμεθύσει, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι.
Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγεί από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Γέροντας Παΐσιος: Γιατί ο Θεός παίρνει τους νέους
Στην ερώτηση «γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;» ο Γέροντας Παΐσιος απαντά πως ο Θεός παίρνει τον κάθε άνθρωπο «στην καλύτερη στιγμή της ζωής του», «για να σώσει την ψυχή του».
«Εάν δει ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήσει. Εάν δει όμως ότι θα γίνει χειρότερος, τον παίρνει για να τον σώσει. Μερικούς πάλι, που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν τη διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: “Μην κουράζεσθε• αρκεί η καλή διάθεση που έχετε”. Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια. Φυσικά, οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται. Γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;»
Πρέπει έτσι να χαίρονται οι γονείς. Άλλωστε «από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ’ρθουν τα παιδιά τους με τα εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό!
«Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: “Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος”. Και τότε εκείνα θα Του πουν: “Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και τη μανούλα μας κοντά μας”. Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και την μητέρα».
ΆΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Τι να κάνετε όταν ο Θεός δεν ακούει την προσευχή σας
Οι αναγνώστες μας μπορούν να στέλνουν τα άρθρα και τα σχόλια τους για δημοσίευση. Οι δημοσιεύσεις είναι δωρεάν. Άγιος ΠΑΪΣΙΟΣ: Αυτό θα κάνετε όταν ο Θεός Αργεί να σας Εισακούσει! Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ
«Όταν τα μικρά παιδάκια περνούν με τους γονείς τους έξω από κάποια βιτρίνα και θέλουν κάτι που τους αρέσει, τότε κρατούν την μητέρα τους από το φουστάνι και την τραβάνε και κλαίνε και κτυπιούνται μέχρι να την εξαναγκάσουν να τους το αγοράσει. Έτσι και εμείς με επιμονή και υπομονή παραμένουμε στην προσευχή μέχρι να μας ακούσει ο Θεός.
Έτσι και εσείς, κατά το Ευαγγέλιο, που λέει να επιμένετε στην προσευχή και να μην αποκάμνετε, πρέπει να προσεύχεσθε συνεχώς και ασταμάτητα μέχρι να κερδίσετε αυτό που θέλετε, ενώ ταυτοχρόνως μαθαίνετε να προσεύχεσθε και να επικοινωνήτε με τον Θεόν.
Από την επίμονη προσευχή έχουμε οφέλη, γιατί μας παραχωρεί ο Θεός αυτό που ζητούμε, ενώ ταυτοχρόνως μαθαίνουμε να προσευχόμαστε. Γι’ αυτό ας μην απελπιζόμαστε, όταν ο Θεός αργεί να μας εισακούσει. Πολλά καλά πηγάζουν από την αργοπορία αυτή.» ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Aς μην Απελπιζόμαστε Όταν ο Θεός Αργεί να μας Εισακούσει!
Το τελευταίο λαδάκι Παναγία μου το βάζω στο καντήλι σου! (Μία αληθινή ιστορία.
Η Παναγία βοηθούσε πάντα τα παιδιά της σε περιόδους πείνας. Έτσι και σήμερα εμπιστευόμαστε στην χάρη της μανούλας μας! Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942 και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, η ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο Θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία “χούφτα” καλαμποκάλευρο. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Καί τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της, η στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού;
Αποφασιστικά όμως έκαμε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! Εγώ θα Σού ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά”.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη…βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ. Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…
Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Γιά δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι “σώθηκε” ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Άλλα και το κανδήλι παρέμεινε από τότε μέρα – νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.
Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του πρωτ. Πατρός Στεφάνου Αναγνωστοπούλου