Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος για την σύζυγο του: «Τον άνθρωπο της ζωής σου δε θα στον συστήσει ο έρωτας, θα στον συστήσει ο χρόνος»

Μέσα από μια αφοπλιστική συνέντευξη ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος μας μιλάει ανοιχτά τόσο για την προσωπική του ζωή όσο και για την επαγγελματική του καριέρα.

«Με τη Λίνα τότε είχα μια διαίσθηση ότι θα ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου. Τώρα όμως ξέρω. Περνάει ο χρόνος χωρίς να τον μετράμε, γελάμε όπως γελάγαμε, και πάντα ονειρευόμαστε.»

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έχει κάτι από τους παλιούς κωμικούς ηθοποιούς, που πίσω από το γέλιο, έκρυβαν καλά μια ρωγμή. Ίσως γι’ αυτό και να τράβηξε αυτόν το δρόμο. Συναισθηματικός και ευαίσθητος, σταθερός και πιστός, μετρά πολλά χρόνια στο σανίδι και την οθόνη, μεγάλη και μικρή. Γεννήθηκε στο Βύρωνα. Είναι παντρεμένος με τη Λίνα. Και πιστεύει στον Θεό.

«Μεγάλωσα και έζησα στον υπέροχο Βύρωνα μέχρι τα σαράντα μου χρόνια. Εκεί πρωτοένιωσα τα πάντα, όλους τους δρόμους τους περπάτησα με διαφορετικό νούμερο παπουτσιού, έκανα φιλίες δοκιμασμένες που έχουνε διαρκείας, για μια ζωή.

Για ένα περίεργο λόγο, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω ηθοποιός. Μεγάλο ρόλο σίγουρα έπαιξε το πώς μαγευόμουν βλέποντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση όλες αυτές τις υπέροχες ταινίες με τους υπέροχους πρωταγωνιστές. Ήταν όλοι τους από τότε ένα κομμάτι της οικογένειάς μας, που βρίσκονταν σ’ ένα κουτί στο σαλόνι μας, περιμένοντάς με να γυρίσω από το σχολείο, περιμένοντάς με να φάω και να μου κάνουν συντροφιά ανά πάσα στιγμή.

Το ξεκίνημα της καριέρας του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου

Θέατρο για πρώτη φορά είδα περίπου στα δέκα μου χρόνια. Σε μια αλάνα απέναντι από το γυμναστήριο του Βύρωνα είχε στηθεί ένα πατάρι από το δήμο για διάφορες εκδηλώσεις και θυμάμαι τον εαυτό μου πάνω σ’ ένα δέντρο και να παρακολουθώ τον Μίμη Φωτόπουλο σε μια από τις μεγάλες του επιτυχίες, τον “Δον Καμίλο”. Στο φινάλε της παράστασης κατέβηκα από το δέντρο και πήγα να δω πόσο αληθινοί άνθρωποι ήταν αυτοί που βγήκαν από το κουτί που είχα στο σπίτι μου. Δεν είχε καμία πολυτέλεια αυτή η δουλειά, βλέποντας τους ηθοποιούς να μαζεύουν οι ίδιοι τα κοστούμια τους, ιδρωμένοι και κουρασμένοι από την παράσταση, αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο. Γι’ αυτό το χαμόγελο που μπορούσε να διώξει στεναχώριες μάλλον κυνήγησα αυτό το όνειρο. Οι υπέροχοι γονείς μου έκρυβαν κάθε αγωνία τους πίσω από το όνειρό μου και με άφησαν να το ακολουθήσω παρακολουθώντας με διακριτικά.

Ήμουν ένα παιδί από το Βύρωνα χωρίς καμιά γνωριμία και καμιά βοήθεια γι’ αυτό το δύσκολο ταξίδι. Τελείωσα τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου ουσιαστικά έμαθα κάποια κλειδιά υποκριτικής, αλλά το κυριότερο προτέρημα της σχολής ήταν να μου δημιουργήσει το αίσθημα της ευθύνης και του σεβασμού που πρέπει να έχω απέναντι στο θέατρο και στους συνοδοιπόρους μου σ’ αυτό το όνειρο. Τελειώνοντας τη σχολή μετά από διάφορες οντισιόν. την πρώτη ευκαιρία να ανέβω στο σανίδι μου την έδωσαν ο αείμνηστος Βαγγέλης Σειληνός, σε μια μουσικοχορευτική παράσταση, και η θεατρική μου μητέρα Ξένια Καλογεροπούλου στον “Μορμόλη” στη Μικρή Πόρτα. Τίποτε δεν ήταν εύκολο στην αρχή, μια αρχή που κράτησε περίπου οκτώ χρόνια, μέχρι να νιώσω ότι μπορώ να επιβιώσω οικονομικά από τη δουλειά μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, ποτέ δεν είναι εύκολα τα πράγματα σε καμιά φάση της διαδρομής.

Το “τα κατάφερα” και “πέτυχα” δεν το λες ποτέ σ΄ αυτή τη δουλειά. Μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι που φτάνει στο τέλος του ξεκινάει άλλο ένα με προορισμό το άγνωστο. Όσο για το “ονοματεπώνυμο”. καταλαβαίνεις από τα λόγια του κοινού τις διαβαθμίσεις για την πορεία της διαδρομής σου και της σχέσης σου μαζί του. Π.χ. όταν πρωτοκάνεις αίσθηση ακούς “εσύ μικρέ είσαι καλός”, κι ακολουθεί το “Εσύ, Xαραλαμπίδη είσαι ωραίος”, για να γίνει “Εσύ, Χαραλαμπόπουλε μπράβο σου…!”

Το ιδανικότερο σκαλοπάτι της σχέσης σου με το κοινό βέβαια είναι να ακούσεις “Κύριε Χαραλαμπόπουλε σας ακολουθούμε σε κάθε σας καλλιτεχνικό βήμα”».

«Η δημοσιότητα μ’ αρέσει όταν αφορά τα επαγγελματικά μου σχέδια, τις επιτυχίες ή και τις αποτυχίες. Η αναγνωρισιμότητα τώρα επί των πλείστων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου, αλλά ευτυχώς είναι χαρούμενο κομμάτι γιατί παίρνω πολλή αγάπη από τον κόσμο.

Πιστεύω ακράδαντα στην αντίληψη και το ταλέντο ενός ηθοποιού, που από νωρίς θα δείξει και θα αποδείξει ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα

Τα τελευταία εικοσιένα χρόνια έχω κάνει μόνο οκτώ σειρές. Στην τηλεόραση, από τη στιγμή που μπορώ, δε θέλω απλώς να εργάζομαι, θέλω να παθιάζομαι. Κι αυτό που μετράει πάντα για μένα είναι αρχικά το καλό σενάριο και οι υπέροχοι συνεργάτες.

Πιστεύω ακράδαντα στην αντίληψη και το ταλέντο ενός ηθοποιού, που από νωρίς θα δείξει και θα αποδείξει ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα. Δεν υπάρχει κωμικός ή δραματικός ηθοποιός. Υπάρχει ενίοτε ένας χαρακτήρας μη πραγματικός, ο οποίος ανάλογα με τη δύναμη και τις δυνατότητες του ηθοποιού, μπορεί να εισχωρήσει στο μυαλό και τη ψυχή του θεατή και να τον πείσει για μια άλλη πραγματικότητα, που διαρκεί όσο μια παράσταση. Ο Συρανό ήταν μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου αλλά και μια προσωπική μονομαχία με όλα τα στερεότυπα και τις ταμπέλες που μπορούν εύκολα να μπαίνουν ως κατηγορίες ηθοποιών».

«Είναι αναπόφευκτο να είμαι σταθερός σε συνεργασίες, φιλίες και σχέσεις γιατί είναι δοκιμασμένες στο χρόνο. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι, κυρίως στη δουλειά, δεν είμαι ανοιχτός και σε νέες συνεργασίες. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι μεγάλη η χαρά να συνεργάζομαι με νέους και ταλαντούχους ανθρώπους. Στις νέες φιλίες, όμως, που τείνουν να γίνουνε σχέσεις ζωής κι εμπιστοσύνης θέλει χρόνο για να θεωρηθούν πραγματικές.

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος για την σύζυγο του την Λίνα και την πορεία του στο θέατρο

Με ρωτάς αν είναι δύσκολο το “μαζί στην ζωή”; Θα σου πω ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι το “μόνοι” στη ζωή. Τον άνθρωπο της ζωής σου δε θα στον συστήσει ο έρωτας, θα στον συστήσει ο χρόνος. Με τη Λίνα (σ.σ. την γυναίκα του) τότε είχα μια διαίσθηση ότι θα ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου. Τώρα όμως ξέρω. Περνάει ο χρόνος χωρίς να τον μετράμε, γελάμε όπως γελάγαμε, και πάντα ονειρευόμαστε.

Το σπίτι στο Πήλιο ήταν μια απόφαση ζωής πριν από κάποια χρόνια, όταν αναζητούσαμε να φτιάξουμε το δικό μας σπίτι–καταφύγιο και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα της ζωής μας. Έχουμε τη χαρά να ζούμε κοντά στην υπέροχη φύση του Πηλίου, ν’ ασχολούμαστε με το μποστάνι μας και το κυριότερο απ’ όλα, να μοιραζόμαστε απλές στιγμές χαράς με φίλους που αγαπάμε κι εκτιμούμε…»

«”Ο Ροδομάγουλος” είναι ένα καμουφλαρισμένο παραμύθι για μεγάλους που θα χρησιμοποιήσουν την ιστορία του για να μιλήσουν στα παιδιά για την αξία της φιλίας του έρωτα, της αγάπης, της αυτοθυσίας -και όχι μόνο. Θα μπορούν να τους μιλήσουν και για την απώλεια, κάτι που σε ένα παιδί δεν είναι εύκολο να επικοινωνήσεις. Στην ουσία, μέσα από το παραμύθι μου, μιλάω για ό,τι νιώθω πως έχει πραγματικά αξία για να ζεις και να αγωνίζεσαι σ΄ αυτή τη ζωή.

Εκτός από το άμεσο μέλλον που είναι σχεδόν παρόν δε βλέπω τίποτε άλλο. Μέχρι τέλους ένας απλός παραμυθάς είμαι, με όποιο τρόπο.

Η ζωή είναι απρόβλεπτη, τόσο απρόβλεπτη που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτε πια

Την απώλεια, τον θάνατο, δεν τα διαχειρίζομαι, δεν μπορώ να τα διαχειριστώ, η ζωή δεν είναι πια ίδια, ποτέ δε θα είναι ίδια. Πιστεύω στον Θεό κι όταν θα Τον συναντήσω έχω πολλά “γιατί” να Τον ρωτήσω…

Η ζωή είναι απρόβλεπτη, τόσο απρόβλεπτη που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτε πια. Η αναμέτρηση του Ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο κορωνοϊός είναι η απόδειξη της αδυναμίας που έχει η δύναμη του ανθρώπου. Ο κορωνοϊός ήρθε για να αποδείξει ότι η βλακεία και η ανοησία των ανθρώπων δεν είναι μόνο ελληνική αλλά παγκόσμια. Υπάρχουν τόσοι πολλοί σε όλον τον κόσμο που μιλάνε για συνωμοσίες που είναι αρνητές και δεν πείθονται με όλους αυτούς τους θανάτους, παρά μόνο όταν κολλήσουν και υποφέρουν οι ίδιοι και δικοί τους. Αλλά είναι αργά, δεν είναι;»

«Όλα αυτά τα χρόνια υπάρχω σ’ αυτή τη δουλειά σεβόμενος το θέατρο, τον κινηματογράφο την τηλεόραση αλλά και όποιον συνάδελφο και συνεργάτη συναντήσω. Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώ κι έχω καταφέρει να αποφεύγω τοξικές συνεργασίες. Εκτός από φήμες για παράξενους και αγενείς ανθρώπους δεν είχα ιδέα για θέματα ποινικών αδικημάτων.

Θυμάμαι, όμως, την Τζένη Μπότση να μας εξιστορεί κλαίγοντας το γεγονός που της είχε συμβεί και που ήταν φανερό πόσο άσχημα την είχε σημαδέψει. Εξεπλάγην φυσικά με όλα όσα βγήκαν στη φόρα και δεν ξέρω αν θα οδηγήσουν τον χώρο μας σε κάποιου είδους κάθαρση. Όμως, είναι μια καλή αρχή, για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα για όλους. Ξέρω όμως με σιγουριά ότι με αυτό που συνέβη γνωρίζουν πλέον οι νέοι άνθρωποι ότι δεν υπάρχει κανένας άγραφος κανόνας, ότι πρέπει να υποστούν ψυχική ή σωματική κακοποίηση, προκειμένου να κάνουν καριέρα. Και θα γνωρίζουν, πλέον, οι έχοντες κάποια εξουσία ότι θα πρέπει να το σκεφτούν πολύ καλά πριν τη χρησιμοποιήσουν για ανήθικους σκοπούς.

Είχα πολλά χρόνια να κάνω τηλεόραση και αυτό το μικρό ταξίδι στην Κρήτη, για τα γυρίσματα της “Καρτ Ποστάλ” άνθισε την ψυχή μου. (σ.σ. η νέα σειρά της ΕΡΤ σε σενάριο της Βικτόρια Χίσλοπ και σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαβασιλείου με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Μαρία Ναυπλιώτου, Ορφέα Αυγουστίδη κ.ά.)».

«Συνάντησα πολλούς παλιούς συνεργάτες από το παρελθόν και γνώρισα καινούριους που μ’ έκαναν να νιώθω σαν να τους ξέρω χρόνια. Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι μπορείς να βάλεις κι εσύ ένα λιθαράκι σε τόσο αξιόλογες δουλειές στη τηλεόραση. Και στα “Kαλύτερά μας χρόνια” που συνεργάζομαι με την Tanweer και στο “Καρτ Ποστάλ” με τη Needafixer ένιωσα την αξία και τη σημαντικότητα που δίνουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί στο πραγματικά αξιόλογο τηλεοπτικό προϊόν!

Καρτ Ποστάλ δεν θα ήθελα να στείλω σε κανέναν γιατί αυτό θα σήμαινε ότι δε τον είχα κοντά μου…».

Related posts

ΕΚΤΑΚΤΟ ΤΩΡΑ – Πίσω από τα σίδερα η Ειρήνη Μουρτζούκου – Ραγδαίες εξελίξεις

ΕΚΤΑΚΤΟ ΤΩΡΑ: Θα περάσει τη νύχτα στα κρατητήρια η Μουρτζούκου – Ποινική δίωξη εις βάρος της

Το «Κόκκινο Ποτάμι» θρηνεί τον Μανούσο Μανουσάκη: «Θα σε θυμάμαι για όλα αυτά που λέγαμε μακριά από όλους»