Σχεδόν το 45% των εργαζομένων στην Ελλάδα βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική θέση, δυσκολεύοντας να ανταπεξέλθουν με τον μισθό τους. Αντίθετα, στη Ρουμανία το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 29%, ενώ στη Λιθουανία είναι μόλις 14%.
Σοβαρές Δυσκολίες Εργασίας και Εισοδήματος στην Ελλάδα
Η φράση «Μείναμε Ευρώπη, αλλά δε γίναμε Ευρώπη» αποδίδεται στον Αλέξη Τσίπρα και προέρχεται από το κείμενο-παρέμβασή του με αφορμή τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση. Η εν λόγω φράση απηχεί επακριβώς την κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζοντας την απογοήτευση από τις συνθήκες εργασίας και το πραγματικό ύψος των μισθών, όπως αποτυπώνεται στις θλιβερές στατιστικές.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη στην ΕΕ όσον αφορά το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα της Eurostat.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό, αν και αναδείχθηκε πρόσφατα στην έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται σε δυσμενέστερη κατάσταση συγκριτικά με τους συναδέλφους τους στη Λιθουανία και τη Ρουμανία, χώρες που μέχρι πρόσφατα κατατάσσονταν στην τελευταία κατηγορία της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound (Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας), σχεδόν το 45% των εργαζομένων στην Ελλάδα δυσκολεύονται σοβαρά να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις με τον μισθό που λαμβάνουν. Αυτό το ποσοστό συνιστά το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ένωσης, ο οποίος ανέρχεται στο 24,5%.
Αντιθέτως, στη Λιθουανία, μόνο το 14,1% των εργαζομένων αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τον μισθό τους, ποσοστό που είναι τρεις φορές χαμηλότερο από την Ελλάδα.
Σημαντική Υστέρηση σε Σύγκριση με Ε.Ε. και Ρουμανία
Επιπλέον, η ίδια έρευνα, όπως αναφέρεται και από το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, αποκαλύπτει ότι το 30,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα δεν μπορεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του για τους επόμενους τρεις μήνες. Αυτό το ποσοστό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 12,2%. Η μόνη χώρα που καταγράφει υψηλότερο δείκτη αβεβαιότητας ως προς το εισόδημα είναι η Βουλγαρία, με ποσοστό 34,5%.
Στον δείκτη αβεβαιότητας του εισοδήματος, η Ισπανία, η οποία καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην ΕΕ, βρίσκεται στο 21,4%, γεγονός που την κατατάσσει σημαντικά χαμηλότερα από την Ελλάδα. Η Λιθουανία, από την άλλη πλευρά, καταγράφει δείκτη αβεβαιότητας για το επόμενο τρίμηνο στο 14,9%, ποσοστό που είναι 49,7% χαμηλότερο από εκείνο της Ελλάδας.
Η Ρουμανία, η οποία στο παρελθόν παρουσίαζε σημαντική υστέρηση σε σύγκριση με την Ελλάδα, βρίσκεται πλέον σε σημαντικά καλύτερη θέση όσον αφορά τους δείκτες εισοδήματος. Συγκεκριμένα, ο δείκτης δυσκολίας των εργαζομένων να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις στην Ρουμανία υπολογίζεται στο 29,1%, γεγονός που συνιστά μείωση κατά 15,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη στην Ελλάδα.
Επιπλέον, ο δείκτης αβεβαιότητας ως προς το εισόδημα για το επόμενο τρίμηνο στη Ρουμανία ανέρχεται στο 26,4%, χαμηλότερος κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες από τον ελληνικό αντίστοιχο δείκτη.
Υψηλή Μη Ηθελημένη Απασχόληση και Εργασιακή Ανασφάλεια στην Ελλάδα
Η Ελλάδα καταγράφει επίσης σημαντική υστέρηση στον τομέα της μη ηθελημένης άτυπης απασχόλησης. Το 2023, η χώρα εμφάνισε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην Ευρώπη, μόλις 7,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. φτάνει το 17,8% και στην Ευρωζώνη το 20,6%, δηλαδή υπερδιπλάσιο.
Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί από τους μερικά απασχολούμενους στην Ελλάδα (42,8%) ανέφεραν ότι επέλεξαν αυτή τη μορφή απασχόλησης λόγω αδυναμίας εξεύρεσης πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό υπερβαίνει κατά 23,4 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19,4%) και κατατάσσει την Ελλάδα στην πέμπτη θέση σε ολόκληρη την Ένωση. Συνολικά, το ποσοστό των μη ηθελημένα μερικά απασχολούμενων εργαζομένων το 2023 διαμορφώθηκε στο 3,1% στην Ελλάδα, κατατάσσοντάς την στην όγδοη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Επιπλέον, το 30,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του για τους επόμενους τρεις μήνες, ποσοστό που είναι σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το ποσοστό των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην Ελλάδα παρέμεινε υψηλό, φτάνοντας το 12,8%, κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης, που ανέρχεται στο 8%. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση μεταξύ 18 χωρών της Ε.Ε. για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, ο δείκτης εργασιακής ανασφάλειας στην Ελλάδα είναι επίσης υψηλός. Το 31,8% των εργαζομένων δήλωσε ότι υπάρχει πιθανότητα να χάσουν την εργασία τους κατά το επόμενο τρίμηνο, ποσοστό που είναι κατά 12,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Δυσαρμονία Εργασίας και Κοινωνικής Ζωής στην Ελλάδα: Σημαντική Απόκλιση από την Ε.Ε.
Η δυσαρμονία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ή κοινωνικής ζωής αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα για πολλούς εργαζόμενους στην Ελλάδα, καθώς οι πολυάριθμες ώρες εργασίας επηρεάζουν αρνητικά άλλες πτυχές της καθημερινότητάς τους. Ειδικότερα, το 30,3% των εργαζομένων δηλώνει ότι το ωράριο της εργασίας τους δεν συγχρονίζεται επαρκώς με τις οικογενειακές ή άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις τους.
Το 2023, ποσοστό 58,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα ανέφερε ότι εργάζονταν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας, δηλαδή υπό καθεστώς βαρδιών, ή απασχολούνταν το απόγευμα, το βράδυ ή κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 33,9%, υποδεικνύοντας μια διαφορά 24,3 ποσοστιαίων μονάδων.
Η έρευνα του Eurofound, η οποία διεξήχθη το 2021, δημοσιοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2023 και τα αποτελέσματά της επικαιροποιήθηκαν το 2021.