Μια ανοιχτή συνέντευξη έδωσε ο Πέτρος Λαγούτης, εν μέσω πυρετωδών ρυθμών για την καλοκαιρινή περιοδεία των «Τέλειων Ξένων», στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη.
Μία από τις τελευταίες καλοκαιρινές στάσεις των «Τέλειων Ξένων» του Πάολο Τζενοβέζε είναι το Θέατρο Κήπου, στις 29 & 30 Αυγούστου, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια των Γιώργου Πυρπασόπουλου και Πέτρου Λαγούτη.
Eπτά φίλοι αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι. Αφήνουν όλοι τα κινητά τους στη μέση ενός τραπεζιού και μοιράζονται μεταξύ τους το περιεχόμενο από κάθε μήνυμα, e-mail ή τηλέφωνο που λαμβάνουν.
Μπορεί η ειλικρίνεια να γίνει «όπλο» και αδυναμία ταυτόχρονα; Αρκεί ένα φαινομενικά «αθώο» παιχνίδι, ώστε να αλλάξει δραματικά τον τρόπο που βλέπουμε τους ανθρώπους γύρω μας;
Όποια κι αν είναι η απάντηση για τον καθένα, ο Πέτρος Λαγούτης μας συμβουλεύει να αποφεύγουμε, σίγουρα, τέτοιου είδους ψυχαγωγικές «αναμετρήσεις»…
Πέτρο, κάποτε μαζευόμασταν για να παίξουμε ένα επιτραπέζιο. Κι ενώ, πλέον, προσπαθούμε για να βρεθούμε και με την προσδοκία ότι θα απαλλαγούμε από τα κινητά έστω για λίγο, η δική σας η θεατρική παρέα έρχεται με πιο hardcore ορέξεις…
Η αλήθεια είναι ότι, η οικοδέσποινα της παρέας, «μπαίνει» με αυτές τις διαθέσεις. Οι άλλοι, στην αρχή, πιάνονται εξαπίνης, αλλά τελικά παίζουν…
Το να σου πει κάποιος να παίξεις αυτό το παιχνίδι, δηλαδή αφήνουμε όλοι τα κινητά στο τραπέζι κι οποιοδήποτε μήνυμα ή κλήση «σκάει» θα διαβάζουμε ή θα ακούμε δυνατά, είναι μια πρόταση την οποία είναι πολύ δύσκολο να την αρνηθείς. Γιατί, αν αρνηθείς, μοιάζεις ένοχος…εκ των προτέρων! Οπότε, κάτω από αυτήν τη συνθήκη, δέχονται όλοι.
Και το παιχνίδι είναι πολύ «επικίνδυνο», επιφυλάσσει εκπλήξεις. Με δυο λόγια, «βγαίνουν τα άπλυτα στη φόρα» και το όμορφο βράδυ καταλήγει σε ένα ιδιαίτερο βράδυ, με αποκαλύψεις και ανατροπές να διαδέχονται η μία την άλλη.
Ελπίζουν ότι δεν θα έρθει κάποιο μήνυμα ή κλήση, που θα τους φέρει σε δύσκολη θέση. Ρισκάρουν, «τζογάρουν» δηλαδή, μην έχοντας κι άλλη επιλογή ουσιαστικά.
Δεν θα το πρότεινα σε καμία παρέα…
Είναι, τελικά, μία στιγμή αρκετή ώστε να καταστούν «Τέλειοι Ξένοι» μεταξύ τους άνθρωποι, που συμπορεύονταν για χρόνια;
Είναι, γιατί αυτή η μία στιγμή είναι η αφορμή για να «ανοίξει» μια χύτρα με πράγματα που έβραζαν και που δεν τα γνωρίζαμε. Είναι αυτό που γράφει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και το χρησιμοποιεί ο Τζενοβέζε στον πρόλογο του έργου, ότι «όλοι έχουμε τρεις ζωές: μία δημόσια, μία προσωπική και μία μυστική».
Ε, αυτή η «μυστική» νομίζω ότι, στις μέρες μας, λόγω των κινητών και των social, έχει καταλάβει τον μεγαλύτερο χώρο. Και για να το πάμε λίγο παραπέρα από το έργο, αυτό είναι και το πρόβλημα. Πια, οι «μυστικές» ζωές παίρνουν μεγάλο μέρος του χρόνου μας, της ενέργειάς μας και, ουσιαστικά, στερούν απ’ την πραγματικότητα.
Καθώς είναι το πρώτο σου σκηνοθετικό εγχείρημα, ήταν το ζήτημα της αποξένωσης ένας λόγος για να επιλέξεις το συγκεκριμένο έργο;
Το έργο χρησιμοποιεί αυτήν την αφορμή, το παιχνίδι με τα κινητά, για να μιλήσει για την αποξένωση στις σχέσεις γενικότερα στις μέρες μας. Φυσικά, ένας λόγος είναι το ίντερνετ και όλα τα παρακλάδια του. Αλλά νομίζω ότι, έτσι κι αλλιώς, θα υπήρχε η αποξένωση. Ίσως όχι σε αυτόν τον βαθμό και ίσως όχι με τόσα παρακλάδια. Σίγουρα όλο αυτό ήταν για μένα ένας καλός λόγος.
Όταν είδα την ταινία, την ιταλική, και γέλασα και βούρκωσα κάποιες στιγμές. Νομίζω ότι το τοποθετεί πάρα πολύ ωραία όλο το θέμα ο συγγραφέας· χρησιμοποιεί σαν «όχημα» τα κινητά και, μέσα από αυτά, μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Και αυτό είναι κάτι, που μας αφορά όλους.
Σε αυτήν τη συν-σκηνοθεσία με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, επιλέξατε κάπου να «επενδύσετε» περισσότερο;
Όχι. Το μόνο μας motto ήταν να αφηγηθούμε σωστά την ιστορία.
Και φαντάσου πως υπάρχουν πάρα πολλά σημεία του έργου με τα οποία γελάει ο κόσμος κι εμείς δεν υποψιαζόμασταν καν ότι θα προκαλέσουν κάτι τέτοιο. Η παράσταση αγγίζει περισσότερο την κωμωδία από όσο περιμέναμε, όχι μόνον εγώ με τον Γιώργο αλλά και οι ηθοποιοί.
Και τι γίνεται, όταν μια θεατρική παράσταση κλειστού χώρου διεξάγεται υπαίθρια;
Παίξαμε για δύο χρονιές στο Θέατρο «Αθηνά» με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ειδικά τον πρώτο χρόνο ήταν αλλεπάλληλα τα sold out, και τον δεύτερο πήγαμε πολύ καλά.
Ήταν μια απόφαση που είχαμε πάρει από την αρχή με τον Θοδωρή τον Μαροσούλη, τον παραγωγό μας, ότι θα παίξουμε και δεύτερη χρονιά και μετά θα βγάλουμε το έργο σε περιοδεία. Είναι μια παράσταση, η οποία μπορεί να σταθεί και έξω και το αποδεικνύει και τώρα, αρέσει πάρα πολύ.
Όσο πιο «συμμαζεμένο» είναι το θέατρο, ο εξωτερικός χώρος δηλαδή, τόσο πιο κοντά είναι οι θεατές σε όλο αυτό που γίνεται και το ευχαριστιούνται. Νομίζω ότι, στη Θεσσαλονίκη, η αμφιθεατρικότητα του «Κήπου» θα βολέψει την παράσταση και θα είναι πολύ ωραία. Άλλωστε, το κοινό την «αγκάλιασε» πολύ και πέρυσι στο «Κολοσσαίον».
Σε προσωπικό επίπεδο, τι δεν συγχωρείς; Τι είναι αυτό, δηλαδή, που θα σε κάνει να δεις τον απέναντί σου σαν έναν «Τέλειο Ξένο»;
Δεν υπάρχει ένα πράγμα, που να είναι «κανόνας». Αυτό εξαρτάται από τη σχέση και τη μορφή της σχέσης.
Πολύ γενικά, θα έλεγα ότι υπάρχουν κάποιες μορφές ψέματος, κάποιες μορφές «ανήθικων» δράσεων που, για μένα, σηματοδοτούν προδοσία. Την προδοσία δεν τη συγχωρώ, είτε σε φιλικό είτε σε ερωτικό επίπεδο είτε σε οποιαδήποτε σχέση.
Η κάθε σχέση, κατά τη γνώμη μου, έχει τα δικά της όρια και τις δικές της ανοχές. Όταν αυτά ξεπερνιούνται, συγχωρώ, αλλά η σχέση δεν αποκτά τη μορφή που είχε πριν την προδοσία.
Κατά κανόνα, Πέτρο, οι άνθρωποι διακρινόμαστε σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που φοβόμαστε τον «Γιατρό» και σε αυτούς που είμαστε ok. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, δημιουργήθηκε και μία τρίτη κατηγορία, αυτή των φανατικών ακόλουθων…
Έχουμε ήδη ξεκινήσει γυρίσματα για τη δεύτερη σεζόν. Υποδύομαι έναν χειρουργό, με κάποια μυστικά που καλό είναι να μην αποκαλύψω. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο ρόλος του Γρηγόρη Γιαννόπουλου. Θα είμαι εκεί για δέκα επεισόδια.
Και, ταυτόχρονα, θα ανεβάσουμε στο Θέατρο «Αθηνά» -σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου- τη «Λυσσασμένη Γάτα».