Πήρα τηλέφωνο την Ανθή Βούλγαρη λίγες ώρες αφού είδα το ντοκιμαντέρ που εκείνη ετοίμαζε για πάνω από τέσσερις μήνες και πρόβαλε το Mega, έναν χρόνο μετά την τραγωδία στα Τέμπη.
ΓΡΑΦΕΙ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΚΗΣ – THETOC.GR
Ήθελα να συζητήσουμε για όλα εκείνα που είδε, για όλα εκείνα που άκουσε να της λένε όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στο μοιραίο τρένο. Αλλά και για όλα εκείνα που βίωσε και δεν χώρεσαν να μπουν σε 70 λεπτά τηλεοπτικού προϊόντος.
Μου είπε αμέσως το “ναι” και δυο μέρες μετά, συζητώντας μαζί, έφερε ξανά στη μνήμη της διαλόγους, αγκαλιές, βλέμματα, πόνο και αμέτρητα “γιατί”.
Μία από τις πολλές φράσεις που μου έμεινε στο μυαλό από τη διήγηση της ήταν εκείνη του Καθηγητή Μαθηματικών του ΑΠΘ, Γιώργου Τσακλίδη, που έχασε την κόρη του, Αγάπη, η οποία καθόταν στο κυλικείο του μοιραίου τρένου. “Θα μάθουμε να ζούμε μ’ ένα πόδι, αλλά θέλουμε να μάθουμε γιατί ζούμε μ’ ένα πόδι”.
Πώς ήρθε η ιδέα γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ; Πότε ξεκίνησε αυτή η ιδέα; Πότε άρχισες να το δουλεύεις μέσα στο μυαλό σου και πόσο καιρό πήρε μέχρι να υλοποιηθεί;
Λοιπόν, η ιδέα αυτή είναι η εκπλήρωση ενός προσωπικού όρκου στην ουσία, που έδωσα με τον εαυτό μου όταν έγινε το συμβάν. Είναι από τα λίγα θέματα που έχουν “γράψει” μέσα μου. Έτσι είπα ότι δεν πρέπει να ξεχαστεί. Δεν πρέπει για πολλούς λόγους. Όταν λοιπόν πλησίαζε ο καιρός, λέω κάτι πρέπει να κάνουμε και πρέπει να έχει λεπτομέρεια αυτό που θα κάνουμε. Οπότε εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μετά το Σεπτέμβρη δηλαδή, λέω πρέπει να ασχοληθώ με τα Τέμπη. Μου πήρε ένα τετράμηνο για να ολοκληρωθεί και αν είχα περισσότερο χρόνο, υπήρχε κι άλλο υλικό να δουλέψουμε.
Μου λες ότι “έγραψε” μέσα σου. Κατά καιρούς έχουν συμβεί τραγικά δυστυχήματα με πολλούς νεκρούς στη χώρα μας. Γιατί αυτό το συγκεκριμένο “έγραψε” τόσο πολύ;
Ίσως γιατί αυτό το τρένο το έπαιρνα κι εγώ πολλές φορές, το έπαιρναν οι δικοί μου, πολλές φορές το έπαιρνε ο άντρας μου για ν’ ανέβει στη δουλειά και ήταν και από τις σπάνιες φορές που δεν το πήραν και οι συνάδελφοί του να ανέβουν. Ίσως επειδή ήταν πολύ νέα παιδιά μέσα, ίσως έχει να κάνει και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε γενικά το δυστύχημα. Γι’ αυτό και να “έγραψε” τόσο πολύ μέσα μου και το πήρα προσωπικά.
Σου είχε περάσει από το μυαλό μετά το δυστύχημα ότι μπορεί να ήταν κάποιος δικός σου στο τρένο; Ο σύζυγός σου, φίλοι σου ή εσύ;
Ναι. Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ. Θα μπορούσαν να είναι οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Απλά έτυχε να μην είναι κάποιος από εμάς ή έτυχε να μην είμαι εγώ μέσα σ αυτό.
Ξεκινάς λοιπόν για να φτιαχτεί αυτό το ντοκιμαντέρ. Σκέφτηκες μέσα σου από πού; Από πού θα ξεκινούσες και πόσο δύσκολο ήταν να σου ανοίξουν την καρδιά τους και να σου πουν, “ναι θα μιλήσω”, άνθρωποι που βίωναν ένα πολύ μεγάλο τραύμα;
Κοίτα, αυτό ήταν το πιο δύσκολο σημείο, το να μπορέσουν οι συγγενείς και τους ευχαριστώ θερμά που με εμπιστεύτηκαν, να μπορέσουν να με εμπιστευτούν, να εμπιστευτούν ότι αυτό που θα κάναμε δεν θα ήταν απλά ένα ρεπορτάζ. Στην ουσία είναι μια καταγραφή των γεγονότων από την αρχή μέχρι την ώρα που έφτασαν στα παιδιά τους, αλλά και μετά με τον αγώνα που δίνουν.
Επειδή όμως είχα κρατήσει επαφή με κάποιους από αυτούς, με κάποιες οικογένειες, από την πρώτη μέρα που έγινε το συμβάν, με βοήθησαν πολύ στο να μπορέσω να έρθω σε επαφή και με άλλους και να μου ανοιχτούν και να με εμπιστευτούν.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη διαχείριση συγγενούς;
Ο καθένας ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ με τη μαμά της Αναστασίας από την Καλαμπάκα, η οποία ενώ ήθελε να μιλήσει, δεν μπορούσε να μιλήσει. Εκεί που πήγαινε να μιλήσει, βούρκωνε.
Ήταν δύσκολο και δεν ήθελα να πιέσω. Δεν ήθελα το ντοκιμαντέρ να είναι δακρύβρεχτο. Είναι κάτι που ήθελα να το αποφύγω. Ήθελα να μου πουν αυτό που ένιωθαν χωρίς να προκαλέσω το συναίσθημά τους.
Υπήρξαν σκηνές στα γυρίσματα που δεν τις έβαλες γιατί είχαν πολύ πόνο, είχαν συναίσθημα, είχαν δάκρυα, είχαν ξέσπασμα;
Ναι. Υπήρχαν οι στιγμές που αγκαλιαζόμαστε με τους γονείς. Υπήρχαν στιγμές που λύγιζαν και εκείνοι και εγώ και δεν τις έβαλα. Όπως επίσης δεν επιλέξαμε να βάλουμε και αρχειακό υλικό. Αν δεις δεν υπάρχει σκηνή από τη σύγκρουση ή από την εικόνα που είχαν τα βαγόνια. Και έγινε συνειδητά. Αυτό το αποφασίσαμε μαζί με τον σκηνοθέτη να μη βάλουμε αρχειακό υλικό.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή για σένα φτιάχνοντας αυτό το ντοκιμαντέρ;
Θα σου φανεί λίγο περίεργο τώρα. Η πιο δυνατή και δύσκολη στιγμή, και εκεί που κάθε φορά έκλαιγα, ήταν την ώρα που έλεγα τα ονόματα των ανθρώπων που έφυγαν. Όταν ξεκινούσα να λέω το ετών 15 ετών 20, 22, 23, κάθε φορά που το έλεγα και κάθε φορά που το βλέπω, πραγματικά δακρύζω.
Και οι σκηνές που επέλεξα να με βάλω όπως σου είπα και πιο πάνω είναι οι σκηνές που λύγιζαν οι άνθρωποι, όπως ο Νίκος Πλακιάς, όπως οι μαμάδες των κοριτσιών. Δεν έχει κοπεί κάτι από αυτά που είπανε γιατί τους υποσχέθηκα πως ό,τι μου πουν αυτό θα μπει. Δεν μπήκαν οι προσωπικές τους στιγμές και εκεί που καταλάβαινα ότι μου ανοίγονταν πολύ και ήταν σαν να μιλάνε σε έναν φίλο τους. Αυτό επέλεξα να μην το βάλω.
Πού ταξίδεψες αυτούς τους τέσσερις μήνες για να γυριστεί όλο αυτό το τηλεοπτικό υλικό;
Πήγαμε στην Καλαμπάκα, στην Αταλάντη, στη Θεσσαλονίκη, στα Αμπελάκια. Και κάποια γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα. Θέλαμε να πάμε σε σημεία που ζούσαν τα παιδιά, όπως ήταν και στο Αριστοτέλειο, που σπούδαζαν πολλά παιδιά, για να μπορέσουμε να δώσουμε την εικόνα του τι θα κάνανε σήμερα. Και πραγματικά όταν βρισκόμασταν εκεί μας έπιανε ανατριχίλα.
Πηγές και στον τόπο της τραγωδίας. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινες μετά το συμβάν;
Ναι, δεν είχα ξαναπάει. Ήταν η πρώτη φορά και το έλεγα και στον Ιορδάνη. Δεν ξέρω αν περιγράφεται με λόγια αυτό. Πας και με το που πατάς το πόδι σου σε πιάνουν δάκρυα. Όταν είδα τις ελιές που είχανε φυτέψει προς τιμή του κάθε ανθρώπου που έφυγε, όταν περνούσε το τρένο και σφύριζε, όταν έκανα εκεί τις συνεντεύξεις με τους διασώστες και μου περιέγραφαν καρέ καρέ, σπιθαμή σπιθαμή πού βρήκαν τι, δεν μπορεί να μη σε αγγίξει αυτό.
Φαντάζομαι ότι υπήρχαν χρονικές περίοδοι που γυρνούσες από το ρεπορτάζ και διανυκτέρευες σε ένα μέρος. Και λίγο πριν κοιμηθείς σκεφτόσουν αυτό που έζησες τις προηγούμενες ώρες, μιλώντας με τους συγγενείς και με ανθρώπους που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Τι έλεγες τότε με τον εαυτό σου;
Δεν θα σου πω ψέματα. Ψυχολογικά μού ήταν πολύ δύσκολο και η αλήθεια είναι ότι ακόμα μου είναι βαρύ. Σκεφτόμουν πώς θα προσεγγίσω το θέμα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Γιατί μπαίνεις στο συναίσθημα εκείνη την ώρα και γίνεσαι ένα με αυτούς τους ανθρώπους. Εγώ τους θεωρώ φίλους μου πια. Και όσο ακούς αυτά που έχουν να σου πουν, αισθάνεσαι και μεγαλύτερο χρέος να ασχοληθείς με το θέμα, να πέσεις από πάνω του, να δεις τι είναι αυτό που έφταιξε, γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Και μετά απ’ όλες τις συνεντεύξεις καθόμουν κι έλεγα “κοίτα να δεις πόσο αξιοπρεπείς είναι αυτοί οι άνθρωποι. Κοίτα να δεις που παλεύουν και για ένα καλύτερο αύριο”. Γιατί είναι αυτό που έλεγαν όλοι. Τα δικά τους τα παιδιά τα έχασαν, δεν γυρίζουν πίσω, αλλά παλεύουν να μην ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο.
Είδες ένα πένθος που βιώνεται σε αυτούς τους ανθρώπους, ένα πένθος που δεν έχει ακόμα βιωθεί, μια οργή που δεν περνάει, μια διάθεση για παρακάτω; Τι;
Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Από τους περισσότερους κατάλαβα ότι δεν έχουν πενθήσει ακόμα και δεν έχουν πενθήσει, γιατί πολλοί δεν βρήκαν καν ολόκληρα τα σώματα των ανθρώπων τους.
Ο θυμός διαδέχεται την οργή. Την οργή διαδέχεται το κλάμα. Το κλάμα διαδέχεται ένα μεγάλο γιατί. Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Επίσης διέκρινα και τύψεις. Δηλαδή μπορεί να χαμογελούσαν για κάτι και την ίδια στιγμή ένιωθαν τύψεις που αυτοί είναι εδώ και ζούνε και οι δικοί τους άνθρωποι δεν είναι εδώ.
Και συζητώντας το και με την ψυχολόγο, γιατί το πιάσαμε και από κει, το θέμα είναι απολύτως φυσιολογικό και θέλει πολλή δουλειά για να το ξεπεράσουν και δεν ξέρω αν μπορεί να ξεπεραστεί ή αν μπορεί να μετριαστεί αυτό που ζούνε. Απλά πρέπει να μάθουν να ζουν χωρίς τα παιδιά τους, αλλά θα είναι πάντα με αυτή τη σκέψη.
Εκτός από γονείς, μίλησες και με παιδιά και με ανθρώπους που σώθηκαν.
Ναι, με την Ντίνα.
Πώς το αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που ήταν μέσα και σώθηκε σε σχέση με κάποιον που δεν ήταν μέσα αλλά έχασε έναν δικό του;
Κοίτα να δεις τώρα, αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η Ντίνα ας πούμε έχει κάνει 22, 23 χειρουργεία και πονάει. Ουρλιάζει στον ύπνο της, βλέπει εφιάλτες, μου λέει “είμαι σαν ζωντανή νεκρή”. Νιώθει τύψεις γιατί δίπλα της έβλεπε ανθρώπους να χάνονται και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Και έλεγε γιατί εγώ σώθηκα και οι άλλοι δεν μπορούσανε; Από την άλλη νιώθει και τυχερή γιατί σώθηκε. Καταλαβαίνεις τώρα. Είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να έχει σκοτωθεί γιατί ο θάνατος πέρασε από δίπλα της. Πόσο σκληρό μπορεί να είναι όλο αυτό; Είναι τελείως διαφορετική η ψυχολογία σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Σε αυτούς που σώθηκαν βγαίνοντας από το τρένο και σε εκείνους που έχασαν δικούς τους ανθρώπους μέσα στο τρένο.
Τι σου έμαθε αυτό το τετράμηνο;
Ήταν ένα πολύ μεγάλο χαστούκι και ένα πολύ καλό μάθημα. Γιατί ξέρεις, καμιά φορά, όταν από ρεπόρτερ γίνεσαι παρουσιαστής, ξεχνάς λίγο και τη φύση του δημοσιογράφου. Θεωρώ ότι έχουμε κι εμείς ένα μερίδιο ευθύνης. Οταν γινόντουσαν οι καταγγελίες έπρεπε να ψάξουμε πιο βαθιά. Είναι σκληρή αυτοκριτική, αλλά νομίζω πρέπει να γίνεται. Έπρεπε να δούμε τι λένε αυτά τα χαρτιά, τι λένε αυτές οι καταγγελίες, γιατί φωνάζουν αυτοί οι άνθρωποι; Αν λοιπόν πήρα ένα μάθημα, είναι ότι πρέπει να κάνουμε αυτό για το οποίο ορκιστήκαμε στον εαυτό μας. Γίναμε δημοσιογράφοι, όχι για να είμαστε στο γυαλί ή για να είναι γνωστό το όνομά μας, αλλά για να υπηρετούμε τον συνάνθρωπό μας.
Αυτό σε επίπεδο επαγγελματικό, σε επίπεδο προσωπικό, σε επίπεδο συναισθηματικό, σε επίπεδο ψυχολογικό τι σου μαθαίνει η προσέγγιση από τόσο κοντά ενός δράματος;
Είναι αυτό που μου είπαν όλοι. Να μάθεις να ρουφάς τη στιγμή με τους δικούς σου ανθρώπους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Κι αυτό είναι μεγάλο μάθημα. Το άκουσα απ’ όλων τα χείλη και το άκουσα και προχθές στο μνημόσυνο στην Καλαμπάκα. Νομίζω ήταν ο αδερφός της Αναστασίας που το είπε. Είπε ένα μεγάλο συγγνώμη στα κορίτσια γιατί εκείνη τη μέρα που φύγανε είχε δουλειά και δεν ήταν μαζί τους. Να ζούμε την κάθε στιγμή, Δημήτρη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ και ιδίως την καταγραφή τού πώς πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν σε αυτό το τρένο χωρίς αρχικά να έχουν προγραμματίσει να πάνε με αυτό το τρένο, μπαίνει στις σκέψεις σου μέσα η εκδοχή της τύχης που παίζει ρόλο στα πράγματα;
Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν πολλές συγκυρίες, όπως κάποια παιδιά που ενώ καθόντουσαν αλλού, βρέθηκαν στο κυλικείο εκείνη την ώρα, ή η Ντίνα, για παράδειγμα, ήταν να φύγει με το προηγούμενο τρένο και έφυγε με το μοιραίο τρένο, ή τα κορίτσια από την Καλαμπάκα εκείνο το βράδυ είπαν “μήπως να μας πάτε εσείς” και οι μαμάδες είπαν “να πάτε πιο καλά με το τρένο, είναι πιο πιο ασφαλές”.
Υπήρξαν κάποιες μοιραίες συγκυρίες. Δεν ξέρω αν ήταν η μοίρα. Όμως βάσει στατιστικών κάποια στιγμή θα συνέβαινε και συνέβη σε αυτούς τους ανθρώπους. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας.
Αυτό το εισέπραξες με τους ανθρώπους με τους οποίους μίλησες; Πέρα από τις ξεκάθαρες ευθύνες που έχει η πολιτεία και τις διαχρονικές ευθύνες που υπάρχουν για τη λειτουργία του σιδηροδρόμου, υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού τους και το θέμα της τύχης;
Κοίτα, μετά από όλο αυτό θεωρώ ότι όσοι μπήκαμε στο σιδηρόδρομο ζούμε από τύχη, άρα αν το δούμε έτσι, ίσως μπαίνει και ο παράγοντας τύχη. Αλλά το ερώτημα είναι γιατί να ζούμε από τύχη; Δηλαδή το 2024 εγώ δεν το δέχομαι όταν παίρνω τα μέσα μαζικής μεταφοράς να ζω από τύχη. Και είναι αυτό που είπαν αρκετοί γονείς, και η κ. Καρυστιανού. Δεν είναι ότι όλα πήγαιναν καλά και έγινε ένα λάθος. Αυτό μπορείς και να το εξηγήσεις στο μυαλό σου. Το θέμα είναι ότι αυτό που συνέβη δεν εξηγείται. Οπότε ποιος ξέρει, ίσως ο παράγων τύχη να έπαιξε ρόλο. Αλλά γιατί να παίζει ρόλο;
Τι σου είπαν αυτοί οι άνθρωποι για το πώς σκέφτονται την επόμενη μέρα τους; Πέρα απ’ αυτά που είδαμε στην κάμερα.
Η επόμενη μέρα τους είναι σίγουρα εστιασμένη στο να βρουν δικαίωση. Δηλαδή από εδώ και πέρα ο στόχος της ζωής τους είναι αυτός. Πολλούς ανθρώπους τους κρατάει ζωντανούς το γεγονός ότι έχουν κι άλλα παιδιά. Κάποιοι δεν είχαν άλλα παιδιά. Υπήρχουν και άνθρωποι που έχασαν τους συντρόφους τους, τους φίλους τους. Η ζωή τους είναι εστιασμένη εκεί πια, στο να μπορέσουν να δικαιωθούν οι ψυχές των ανθρώπων που έφυγαν κι αυτό τους κρατάει και όρθιους και ζωντανούς.
Από την έρευνα που έκανες θεωρείς ότι θα υπάρξει αυτή η δικαίωση; Δηλαδή θα απαντηθούν τα αναπάντητα ερωτήματα; Υπάρχουν πράγματα που ενδεχομένως δεν θα τα μάθουμε ποτέ;
Θεωρώ ότι μπορούν να απαντηθούν. Είναι μπροστά στα μάτια μας. Διεξάγονται τρεις έρευνες. Στην ουσία η μία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που έχει δείξει δύο πολιτικά πρόσωπα, και άλλους που δούλευαν μέσα στον ΟΣΕ, όπου γινόταν πανηγύρι με τα χρήματα και υπάρχουν αν δεις και λεπτομέρειες για τις οποίες θα πεις αποκλείεται. Μου έχει καρφωθεί στο μυαλό, το λέω και πρώτη φορά νομίζω αυτό. Διάβαζα το πόρισμα του Ευρωπαίου εισαγγελέα που έλεγε ότι υπάρχει υπάλληλος που έπαιρνε 1.200 ευρώ και βρέθηκε να έχει βίλα στα βόρεια προάστια, να σπουδάζει δύο παιδιά στο εξωτερικό και να έχει και ένα σκάφος αναψυχής. Καταλαβαίνεις τι πάρτι γινόταν. Αρα λοιπόν εδώ καταλήγουμε στο γεγονός πως η μη υλοποίηση της σύμβασης 717 είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μοιραίο δυστύχημα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν στη δικαιοσύνη, δεν τα ισοπεδώνουμε όλα. Θέλω να πιστεύω στη δικαιοσύνη και θεωρώ ότι οι δικαστές θα ρίξουν άπλετο φως. Και επειδή πιστεύω πολύ στη δύναμη αυτών των ανθρώπων και στη δύναμη που δείχνουν και στη θέληση να το πάνε μέχρι τέλους, θεωρώ ότι θα υπάρξει δικαίωση.
Ένιωσες όλους αυτούς τους μήνες δουλεύοντας αυτό το ρεπορτάζ και βλέποντας και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι υπάρχουν ορισμένες στιγμές που αυτή η ιστορία μπορεί να ξεγλιστράει σε πολιτική αξιοποίηση;
Κάποιες στιγμές νιώθω ότι πάνε κάποιοι να το εκμεταλλευτούν κομματικά. Απλά είναι τόσο δυνατό αυτό που έχει συμβεί, που δεν υπάρχει περιθώριο να το εκμεταλλευτούν και κάθε φορά που πάνε να το εκμεταλλευτούν, νομίζω ότι τους μαζεύει η κοινωνία και τους μαζεύει και το θέμα από μόνο του. Οπότε δεν υπάρχει περιθώριο να καπηλευτούν τη μνήμη των νεκρών αυτών. Και δεν υπάρχουν και κομματικά περιθώρια. Υπάρχουν ευθύνες πολιτικές. Σίγουρα ο καθένας έχει το μερίδιό του, αλλά δεν χωράνε κόμματα εδώ πέρα.
Μας κάνουν πιο ευαίσθητους και πιο διατεθειμένους να δούμε τα προβλήματα κατάματα και τις παθογένειες κατάματα τέτοια περιστατικά ή θεωρείς ότι ο συλλογικός πόνος κρατάει όσο αυτά τα πράγματα προβάλλονται και φωτίζονται από τον τηλεοπτικό φακό;
Θα σου πω κάτι που μου το έδειξε το ντοκιμαντέρ. Πολλές φορές έχω πει ότι τα νούμερα τηλεθέασης δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι ένας μπούσουλας όμως να βλέπεις τι ενδιαφέρει τον κόσμο. Όταν λοιπόν τελείωσε το ντοκιμαντέρ, πραγματικά δεν με ένοιαζε η τηλεθέαση. Όταν είδα όμως τα μηνύματα που δέχτηκα και το πόσο πολύ αγκάλιασε ο κόσμος τη συγκεκριμένη δουλειά, λέω ο κόσμος όχι απλά ενδιαφέρεται αλλά θέλει απαντήσεις και δεν ξεχνάει. Γιατί ένα χρόνο τώρα δεν δείχναμε κάθε μέρα στην τηλεόραση τα Τέμπη. Και θα σου πω κάτι που έχει συγκινήσει πολύ. Μου είπαν πολλοί ευχαριστώ. Οταν ο τηλεθεατής σού λέει ευχαριστώ, αυτό κάτι σημαίνει.
Θέλω να μου πεις κάποια μηνύματα που σου έμειναν από ανθρώπους που είδαν αυτή τη δουλειά σου και επικοινώνησαν με σένα. Και τι σου είπαν και οι γονείς και οι συγγενείς των νεκρών που μίλησαν μαζί σου και μετά είδαν αυτή τη δουλειά σου ολοκληρωμένη.
Τα περισσότερα μηνύματα είχαν ένα ευχαριστώ μέσα που με έκανε πραγματικά να συγκινηθώ και να πω ότι όλη αυτή η δουλειά έπιασε τόπο. Μου έστειλε μια κοπέλα τις προάλλες που σπουδάζει δημοσιογραφία ένα μήνυμα ότι τελικά μπορούμε να κάνουμε τη δημοσιογραφία που θέλουμε και αυτό ήταν πολύ συγκινητικό.
Οι γονείς, γιατί αυτό ήταν το μεγάλο μου άγχος, μου είπαν ότι ήταν μια δουλειά που τιμάει τους ανθρώπους τους και κάτι που θα μείνει, για να ξέρουμε πώς ένιωσαν αυτοί οι άνθρωποι, τι συνέβη εκείνο το βράδυ και πώς μέχρι σήμερα το έχουν χειριστεί οι αρμόδιοι. Βέβαια θα υπάρξει και συνέχεια στο ρεπορτάζ. Δεν τελειώνουμε εδώ, γιατί τώρα ξεκινάει ένας πολύ μεγάλος αγώνας δικαστικός, οπότε θα υπάρξει και συνέχεια.
Πόσες ώρες ήταν το υλικό από το οποίο έπρεπε να επιλέξεις τη μία ώρα και δέκα λεπτά;
Πολλές ώρες, πάρα πολλές, είκοσι και πάνω.
Και πόσο χρόνο σου πήρε για να το ετοιμάσεις;
Μέρες. Ο στόχος ήταν να υπάρχει μια ροή στην ιστορία και από τον ένα που μας μιλούσε στον άλλον να πηγαίνει η ιστορία αλληλένδετα. Όσους μήνες κάναμε την έρευνα, άλλους τόσους μήνες ήμασταν και μέσα στο μοντάζ. Και είχα μια υπέροχη ομάδα του Γιώργου του Πετρόπουλου του σκηνοθέτη που χωρίς τη δική του οπτική ίσως και να μην έβγαινε αισθητικά αυτό που που είδατε.
Όταν μόνταρες μαζί με τους συνεργάτες σου, βίωσες τα αντίστοιχα συναισθήματα που βίωσες όταν ήσουνα εκεί; Υπήρχαν στιγμές που σταματήσατε το μοντάζ γιατί βουρκώνατε με αυτά που ακούγατε;
Κάθε φορά που μπαίναμε στο μοντάζ, κάθε φορά συνέβαινε αυτό. Ενώ το είχαμε δει, το είχαμε συζητήσει, είχαμε κόψει τον λόγο, το δουλεύαμε συνέχεια μέχρι και την τελευταία μέρα ειδικά την ώρα που ήμασταν στο σπικάζ και έκανα την αφήγηση στο τέλος με τα ονόματα, δεν σταματήσαμε να κλαίμε.
Το έκανες πολλές φορές αυτό το τέλος μέχρι να βγει χωρίς βούρκωμα χωρίς δάκρυα;
Ναι, για να μην υπάρχει ο κόμπος το πήγαμε αρκετές φορές. Ήταν βαρύ συναισθηματικά.
Εισέπραξες όπως λες πολλά θετικά σχόλια, αλλά διάβασα στο διαδίκτυο, και θέλω να σ’ το ρωτήσω κι αυτό, και λίγα αρνητικά σχόλια, μια κριτική προς εσένα, ότι ήταν ένα ντοκιμαντέρ που είχε πολλά δικά σου πλάνα, ότι ήταν μια πιο κινηματογραφική δουλειά, με την έννοια των πλάνων και της σκηνοθεσίας, και όχι τόσο αφιερωμένο μόνο στους ανθρώπους που πενθούν.
Για να τελειώνει και αυτό, ήταν μια δουλειά με άλλη αισθητική σκοπιά. Και ήταν ντοκιμαντέρ, δεν ήταν ρεπορτάζ. Οπότε στο ντοκιμαντέρ υπάρχει και άλλη σκηνοθετική άποψη. Ακούω κάθε κριτική και είναι δεκτή κάθε κριτική. Από την άλλη, θα πω ότι στόχος μας ήταν να ακουστούν αυτοί οι άνθρωποι και νομίζω ότι αυτό συνέβη. Κι αν κάποιος δει, θα καταλάβει. Οπότε θα σταθώ εδώ και θα μείνω εδώ. Άλλωστε δεν μπορεί να αρέσει καθετί που κάνουμε σε όλους. Ήταν αναμενόμενο.
Νιώθεις ότι υπάρχουν κάποιοι συνάδελφοί μας που, ενώ εσύ μπήκες στα βαθιά κάνοντας αυτό το ρεπορτάζ, δεν θέλουν να σε αποδεχθούν σε αυτό το κομμάτι δουλειάς που μπήκες να κάνεις επειδή θυμούνται το τηλεοπτικό σου παρελθόν;
Θα είμαι πολύ σαφής. Εμένα η φύση μου είναι ρεπόρτερ και πάντα αυτό θα είμαι. Το ότι κάποιες στιγμές στη ζωή μου μπήκα και στην ψυχαγωγία για βιοποριστικούς λόγους ούτε το μετανιώνω, ούτε έχω να δώσω αναφορά σε κανέναν. Το αν θέλουν κάποιοι ή δεν θέλουν να με αποδεχτούν δεν με αφορά. Με αφορά το αποτέλεσμα της δουλειάς μου να ακουμπάει τον τηλεθεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη αναλόγως σε ποιο μέσο είμαι. Είμαι στη δουλειά από το 2000, είμαι 24 χρόνια. Στις αρχές με στεναχωρούσε, με πείσμωνε, τώρα δεν έχω να δώσω λόγο σε κάποιον που μπορεί να μη με αποδέχεται. Είναι δικαίωμά του. Λόγο έχω να δώσω μόνο στο κοινό στο οποίο απευθύνομαι.
Τι σου είπε ο Ιορδάνης όταν είδε το ντοκιμαντέρ;
Επειδή στον Ιορδάνη έδειχνα κομμάτια κομμάτια, μου είπε μπράβο και ξέρεις, η γνώμη του Ιορδάνη μετράει πολύ.
Και από το κανάλι;
Και από το κανάλι επίσης. Όταν είδαν το αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν το περίμεναν και νομίζω ότι όλοι είμαστε περήφανοι για τη δουλειά αυτή.
Σε επηρέασε η επαφή σου με ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά στο θάνατο ή που τον βίωσαν μέσω δικών τους ανθρώπων σε σχέση και με τη δική σου περιπέτεια, αφού και εσύ κάποια στιγμή φλέρταρες με τον θάνατο;
Πάντα σε επηρεάζει και πάντα έχεις να μάθεις κάτι. Είναι αυτό που σου είπα, ζήσε τη στιγμή σου. Κάθε μέρα είναι ξεχωριστή και μοναδική. Το ότι ζούμε και ανασαίνουμε δεν είναι αυτονόητο. Αν βάλουμε στο μυαλό μας αυτό, θα κάνουμε τη ζωή μας πολύ καλύτερη, τις μέρες μας, πολύ πιο καλές και ίσως να γίνουμε και καλύτεροι άνθρωποι..
Όλα αυτά που βίωσες σε κάνουν σε επίπεδο τηλεοπτικό να είσαι πιο αυστηρή στις συνεντεύξεις με τους πολιτικούς; Βλέποντας όλη αυτή την ιστορία και ψάχνοντάς την και από μέσα, σε κάνει πιο διεκδικητική, πιο αυστηρή ή και πιο απόμακρη από την πολιτική;
Πάντα ήμουν απόμακρη από την πολιτική και νομίζω ότι το ξέρουν και οι πολιτικοί που έρχονται και είναι και συνειδητά. Θεωρώ ότι για να κάνεις μια συνέντευξη αντικειμενική δεν μπορείς να είσαι φίλος με τους πολιτικούς. Για να υπάρχει αυτή η απόσταση που πρέπει να υπάρχει.
Πιο διεκδικητική ναι, δεν ξέρω αν το αυστηρή μου ταιριάζει, αλλά πιο διεκδικητική ναι και στις ερωτήσεις μου επιμένω και πολύ περισσότερο. Αλλά για να γίνεις αυτό πρέπει να είσαι και πολύ καλά διαβασμένος πάνω στα θέματα. Οπότε αυτό με έκανε να νιώθω, να προσπαθώ να είμαι πιο διαβασμένη πάντα στα θέματα για να μπορώ να κάνω και ερωτήσεις που θα ρωτούσε ο κόσμος και να διεκδικώ και απαντήσεις.
Ένα δεύτερο μέρος αυτού του ντοκιμαντέρ τι θα περιλαμβάνει; Γιατί μου είπες ότι θα υπάρξει ένα δεύτερο μέρος.
Θα υπάρξει σίγουρα καινούργιο υλικό και δεν θα σταθούμε τόσο στο συναίσθημα, γιατί τώρα είχε και πολύ συναίσθημα. Θα πάμε στον δικαστικό αγώνα, θα παρακολουθήσουμε από την πρώτη ημέρα της δίκης, ανάλογα μέχρι πού μας πάει. Θα παρακολουθούμε τι αγώνας γίνεται και τι υπάρχει έτσι ώστε να μείνει ενημερωμένο και το κοινό και το βασικότερο να έχουν φωνή οι συγγενείς των ανθρώπων αυτών.
Το βασικό “γιατί”, που κατά την άποψή σου πρέπει να απαντηθεί με βάση όλη αυτή τη δουλειά που έκανες, στη δίκη, ποιο είναι;
Γιατί δεν ολοκληρώθηκε η σύμβαση 717; Γιατί ο κ. Καραμανλής διασφάλιζε την ασφάλεια; Γιατί μπήκε στη θέση που ήταν ο σταθμάρχης; Ποιος τον έβαλε εκεί; Με τι κριτήρια μπαίνουν αυτοί οι άνθρωποι σε αυτές τις θέσεις; Και τελικά γιατί συνέβη αυτό; Γιατί όταν διασφαλίζεις την ασφάλεια πάει να πει ότι είσαι σίγουρος για την ασφάλεια.
Θέλω κλείνοντας να μου πεις απ’ όλα αυτά που άκουσες και ειπώθηκαν το τετράμηνο αυτό ποιες είναι οι φράσεις που σου έχουν μείνει;
Το “μας αποδεκάτισαν”, που μου είπαν οι μαμάδες, το ότι ο φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Θεός είναι παραμύθι, που είπε ο κ. Χούπας, αυτό που μου είπε η κ. Γκανίδου, η μαμά του Γιώργου ότι είναι όλα σάπια. Ότι ζούμε σε μια κοινωνία που δεν έχουμε αξίες, του κ. Τσακλίδη ότι “θα μάθουμε να ζούμε με ένα πόδι, αλλά θέλουμε να μάθουμε γιατί ζούμε με ένα πόδι”. Της κ. Καρυστιανού ότι “θα συνεχίσω μέχρι το τέλος”. Είναι φράσεις που χτυπάνε και νομίζω μένουν ανεξίτηλες.
Κάνει κάποιον καλύτερο άνθρωπο η εμπλοκή σε μια τέτοια ιστορία; Καλύτερο δημοσιογράφο μπορεί να τον κάνει σίγουρα αλλά καλύτερο άνθρωπο;
Νομίζω και καλύτερο άνθρωπο. Γιατί όταν αρχίζεις να νοιάζεσαι για το τι συμβαίνει γύρω σου και για τον συνάνθρωπο σου, νομίζω ότι μοιραία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, έστω και λιγάκι.