Η γνωστή και αγαπημένη ηθοποιός Άννα Παναγιωτοπούλου έπασχε από Αλτσχάιμερ και ενδεχομένως στην αυλαία της ζωής της δεν μπορούσε να θυμηθεί το χειροκρότημα που τη συνόδευε εδώ και πολλά χρόνια. Η απώλεια της μεγάλης Άννας Παναγιωτοπούλου το Μεγάλο Σάββατο προκάλεσε θλίψη όχι μόνο στον χώρο της τέχνης, αλλά και στους θαυμαστές της.
To βουβό δράμα της Άννας Παναγιωτοπούλου
Αυτό που λίγοι γνώριζαν μέχρι σήμερα, είναι η σκοτεινή περιπέτεια που βίωνε η ηθοποιός τα τελευταία δύο χρόνια και που αποκαλύπτεται τώρα από το περιοδικό “Espresso”. Ήταν βυθισμένη σε ένα σκοτεινό σημείο, χωρίς να θυμάται τις επιτυχίες της στην τηλεόραση και στο θέατρο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το θερμό χειροκρότημα εκείνων που την αγαπούσαν και την θαύμαζαν.
“Τσακισμένη” από τη “νόσο του αιώνα”
Τα τελευταία δύο χρόνια λοιπόν, η Αννα Παναγιωτοπούλου παρέμενε κλεισμένη στο σπίτι της, αντιμετωπίζοντας την ασθένεια Αλτσχάιμερ. Αυτό ήταν ο λόγος που είχε εξαφανιστεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Παρόλο που ήταν αγαπητή από τους συναδέλφους της, η “μαντάμ Σουσού” ζούσε σε απομόνωση λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας της. Ο θάνατός της βύθισε στη θλίψη όλους όσους είχαν συνεργαστεί μαζί της και είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν το υποκριτικό της ταλέντο.
Το εκλεπτυσμένο ύφος της ως “κυρία Σουσού”, το ξεχωριστό της ταπεραμέντο στο αξιομνημόνευτο θεατρικό έργο των 90s “Έκτο Πάτωμα”, οι πολλοί ρόλοι σε τηλεόραση, θέατρο και κινηματογράφο αναμφίβολα αποτελούν ένα διαχρονικό σήμα αναγνώρισης για αυτή τη μοναδική ηθοποιό, η οποία έκανε θραύση από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στην άλλη μεριά τηλεφωνικής γραμμής, η Αννα Παναγιωτοπούλου προκαλεί συγκίνηση στην διάσημη «Μπεμπέκα» από τις «Τρεις Χάριτες». Η Αννα Κυριακού μιλά με δυσκολία στην «Espresso», με τα δάκρυά της να ρέουν ασυγκράτητα: «Έφυγε το πουλάκι μου… Πέταξε ψηλά. Είμαι τόσο πολύ στεναχωρημένη που δεν είμαι σε θέση να αρθρώσω ούτε λέξη για αυτή την απώλεια. Θέλω μόνο ο Θεός να την έχει κοντά του».
Η Αννα Παναγιωτοπούλου ήταν πάντα ανοιχτή για τη ζωή της, μοιραζόταν όσα ήθελε με το κοινό σε συνεντεύξεις, πιστεύοντας ότι οι θεατές πρέπει να γνωρίζουν τον καλλιτέχνη.
«Ημουν ακόμη μαθήτρια γυμνασίου όταν πήγα στον Κατράκη και του ζήτησα να παρακολουθήσω ως ακροάτρια τα μαθήματά του και να μου πει τη γνώμη του για το αν κάνω για ηθοποιός. Υστερα από λίγο καιρό, αφού αποφάσισε να διακόψει τα μαθήματα δηλώνοντας ότι κανένας δεν ήταν ικανός να προχωρήσει στο επάγγελμα, με έπιασε και μου είπε: “Αν γίνεις ηθοποιός, θα χάσεις πάρα πολλά πράγματα. Αν δεν γίνεις, θα χάσει το θέατρο”. Δεν ξέρω αν θα έχανε το θέατρο, αλλά έκανε λάθος ως προς το πρώτο σκέλος. Κέρδισα πάρα πολλά. Και δεν πέρασα καθόλου δύσκολα. Η μητέρα μου ούτε που ήθελε να ακούσει για δραματική σχολή. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ της μόρφωσης», έλεγε σε συνέντευξή της στη «Lifo»
«Εγώ, από την άλλη, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι ήταν το μόνο επάγγελμα για το οποίο ήμουν ικανή. Δεν με ενδιέφερε καθόλου να πάω πανεπιστήμιο. Οταν με έστειλαν με το ζόρι στην Ελβετία, γύρισα κρυφά και έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Εκεί πρωτοσυνάντησα και τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο ήμασταν στην ίδια τάξη!».
Τη δεκαετία του ’70, καθώς έλεγε σε κάθε συνέντευξή της, εμβαθύνε τις γνώσεις της στο θέατρο μέσα από την ίδρυση του Ελεύθερου Θεάτρου, όπου είχε μια εξαιρετική παρουσία μαζί με άλλους συναδέλφους της. Το 1972, κατά την αρχή της καριέρας της, παντρεύτηκε τον μοναδικό σύζυγο της ζωής της, αποκτώντας έτσι και έναν γιο, τον Δημήτρη. Όπως είχε πει η ίδια, είχε μια πολύ ευχάριστη και ανοιχτή σχέση με τον σύζυγό της, μέχρι που αυτός πέθανε το 2014 με εντελώς απροσδόκητο τρόπο.
«Ήταν ο άνθρωπός μου και ήμουν ο άνθρωπός του. Είχαμε μια πολύ καλή, ήσυχη και ελεύθερη σχέση. Δεν είχαμε κοινές παρέες – ο μόνος κοινός άνθρωπος που είχαμε ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, που ήταν πολύ δικός μου φίλος και έγινε και δικός του μέσω εμού. Από παιδί είχα πολύ φιλική και αγαπησιάρικη σχέση με τον Λουκιανό, και είναι από τους θανάτους που μου στοίχισαν πάρα πολύ. Δίδασκα σε μια σχολή και κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι. Το βράδυ που γύρισα, νόμιζα πως δεν ήταν στο σπίτι και ξάπλωσα. Ξυπνάω το πρωί και βλέπω τα πόδια του στον καναπέ, λέω “Τάκη, κάνε μου έναν καφέ”, αλλά εκείνος είχε “φύγει”»
«Το ’80, όταν μετονομαστήκαμε σε Ελεύθερη Σκηνή, είχαμε σχετικά μεγαλώσει. Υπήρχε πια παραγωγός και είχαμε χωρίσει τις αρμοδιότητες. Εγινε κατανομή ρόλων, γιατί δεν γινόταν πια να γράφουμε όλοι μαζί – έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έγραφαν όλοι. Εγώ έγραφα συνήθως με τη Μαριανίνα Κριεζή. Ο Σταμάτης επίσης έγραφε, μετά προστέθηκε κι ο Λαζόπουλος. Το ’85 έκλεισε οριστικά ο κύκλος και, σαν γάμος όπου δεν υπάρχει πια έρωτας, το διαλύσαμε. Αυτό που με ανησύχησε όταν άρχισα να παίζω τη “Μαντάμ Σουσού” ήταν ότι θα με αναγνώριζαν στον δρόμο. Αυτό δεν συνέβη, παρά την τεράστια επιτυχία, γιατί ήμουν τελείως διαφορετική στη ζωή μου. Μόνο από τη φωνή μου μπορούσαν να με αναγνωρίσουν. Η χροιά της φωνής μου είναι δραματική. Η εκφορά είναι που την κάνει κωμική, καθώς τη χρησιμοποιώ ανάλογα στην κωμωδία».
Όταν αναφερόταν στη διάσημη «Μαντάμ Σουσού», η συγκίνησή της ήταν μεγάλη, αφού με αυτό της το ρόλο τη γνώρισε το ευρύ κοινό. Το κοινό ήθελε κάτι νέο, μοναδικό και ανυπέρβλητο. Ωστόσο, ο ρόλος που την έκανε διάσημη στη σύγχρονη γενιά της τηλεόρασης ήταν στις αξέχαστες «Τρεις Χάριτες».
«Οι “Τρεις Χάριτες” ήταν επίσης ομαδική δουλειά. Με είχαν ρωτήσει αν θα ήθελα ο τίτλος να είναι “Η Αννα και οι αδελφές της”, και είχα αρνηθεί. Εχω πάρα πολύ αναπτυγμένη την αίσθηση της συλλογικότητας. Μ’ αρέσει και το θεωρώ σωστότερο» είχε δηλώσει κατά το παρελθόν.
Παιχνίδια της μοίρας
Αν και ως “Μαντάμ Σουσού” η Παναγιωτοπούλου είχε εντυπωσιάσει στην τηλεόραση, στο “Ντόλτσε Βίτα” ως “Χριστίνα Μαρκάτου”, θα κάνει θράυση. Αυτή η πλούσια χήρα που ερωτεύεται τον αρραβωνιαστικό της κόρης της και ξεκινά μια σχέση μαζί του, θα δημιουργήσει αίσθηση! Η τηλεοπτική κόρη της η Ντορίτα στην σειρά, έφυγε από τη ζωή το 2020, χαμένη στη μάχη με τον καρκίνο. Τώρα, η “μαμά” και η “κόρη” θα ξανασυναντηθούν στον Παράδεισο…