Ανοίγει ο καιρός και ο κόσμος πλέον βγαίνει περισσότερο στις ταβέρνες και τα εστιατόρια. Όπως όμως θα ανακαλύψουν, κάτι λείπει από το τραπέζι τους: Το γνωστό λαδόξυδο δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον στη μορφή, αλλά και στην τιμή που είχαν συνηθίσει, ενώ δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις επιτήδειοι μαγαζάτορες παραβαίνοντας τον Νόμο, βρίσκουν την ευκαιρία να βγάλουν επιπλέον κέρδος χρεώνοντας φυσικά τους πελάτες τους.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Από την 1η Ιανουαρίου 2018 με το νέο νόμο (ΦΕΚ Β’ 2983/30-8-2017) απαγορεύεται η χρήση επαναχρησιμοποιούμενων φιαλών με ελαιόλαδο στον κλάδο της εστίασης και αντιθέτως είναι υποχρεωτική η χρήση συσκευασιών μιας χρήσης με επώνυμο προϊόν.
Οι φιάλες πρέπει να φέρουν στην ετικέτα όλες τις απαιτούμενες σημάνσεις που έχουν οι συσκευασίες επώνυμου ελαιολάδου. Έτσι πάνω στα τραπέζια των εστιατορίων υπάρχει λάδι μόνο σε σφραγισμένες, μη επαναγεμιζόμενες συσκευασίες, ή σε συσκευασίες μιας χρήσης. Ως εδώ καλά.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία όμως, ο κάθε εστιάτορας είναι υποχρεωμένος όταν σερβίρει ένα πιάτο όπως σαλάτα ή χόρτα, να περιλαμβάνει σε αυτό λάδι, ξύδι ή λεμόνι σε κανονικές ποσότητες, και φυσικά να μην χρεώνει εξτρά το πιάτο της σαλάτας, π.χ., για τη χρήση του λαδιού.
Αυτό που παρατηρείται παρόλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι εστιάτορες προσφέρουν αυτά τα πιάτα χωρίς… σταγόνα λαδιού ή ξυδιού, ώστε τελικά ο καταναλωτής να υποχρεώνεται να το παραγγείλει ξεχωριστά, και φυσικά να χρεωθεί για κάτι, το οποίο δικαιούται και περιλαμβάνεται ήδη στη συνολική τιμή του πιάτου του!
Εδώ ακριβώς συνίσταται η κομπίνα… Αν παρατηρήσετε τέτοια φαινόμενα, μην διστάσετε να απαιτήσετε η σαλάτα σας να έχει το προβλεπόμενο λάδι, χωρίς καμία επιπλέον χρέωση!
Σημειώνεται ότι πριν από την ισχύ του νόμου, η προσθήκη λαδιού ή ξυδιού καλυπτόταν από το κουβέρ.
Γιατί ψηφίστηκε ο νόμος
Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή, (ΓΓΕΠΚ), η αναθεώρηση των Κανόνων ΔΙΕΠΠΥ κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να γίνει επικαιροποίηση αυτών σύμφωνα με την ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία και ενσωμάτωση των αλλαγών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια.
Το μέτρο αναμένεται να ενισχύσει τους παραγωγούς και τις εταιρείες τυποποίησης ελαιολάδου, ενώ ωφελημένος αναμένεται να είναι και ο κλάδος εστίασης, αναφέρεται χαρακτηριστικά…
Σύμφωνα με τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων, το μέγεθος της νέας αγοράς που ανοίγεται με τις ρυθμίσεις για τα σφραγιστά μπουκάλια αφορά σε 10.000 τόνους ελαιόλαδου -ποσότητα που αντιστοιχεί στο 4-5% της εγχώριας παραγωγής- προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες στον χώρο της μαζικής εστίασης.
Σημειώνεται η χρέωση ή μη στον καταναλωτή έχει να κάνει με τη βούληση του ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Πάντως, όπου υπάρχει χρέωση αυτή, σύμφωνα με πληροφορίες, διαμορφώνεται γύρω στο 1 ευρώ η φιάλη των 100 ml.
Πέρα από αυτά, όμως, οι συσκευασίες ελαιόλαδου στη μαζική εστίαση θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός κοινού «brandname» για την ελληνική κουζίνα και γαστρονομία, που θα χτίσει μία ενιαία και αξιόπιστη εικόνα στο εξωτερικό, ενώ θα αποτελέσουν και κίνητρο για τους παραγωγούς να διαθέτουν πιστοποιημένα και επώνυμα προϊόντα.
Η ποιότητα και το υψηλό επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών θα έπρεπε είναι από τις σπουδαιότερες έγνοιες των επαγγελματιών στον πολύπαθο χώρο της εστίασης.
Όποιος επιχειρηματίας θέλει να κάνει τη διαφορά, πρέπει επιτέλους να υιοθετήσει και την κατάλληλη νοοτροπία, σε όλα τα στάδια της παραγωγής και κατανάλωσης. Από την επιλογή προμηθευτή, μέχρι την καθαριότητα των εγκαταστάσεων, τον προσεγμένο τρόπο παρασκευής, την σωστή παρουσίαση και την εξυπηρέτηση του πελάτη, ο οποίος, ας το καταλάβουμε, είναι και το επίκεντρο όλης της διαδικασίας.
Και το κριτήριο, ειδικά στον χώρο της εστίασης, πρέπει πρωτίστως να είναι η ποιότητα και δευτερευόντως η μεγιστοποίηση του κέρδους εις βάρος των παρεχομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Όλα αυτά όμως δεν γίνονται χωρίς αγάπη για το επάγγελμα.
Στην προκειμένη περίπτωση η χρήση τυποποιημένου επιτραπέζιου ελαιόλαδου δεν μπορεί να γίνεται αφορμή για οικονομική επιβάρυνση του πελάτη, ο οποίος συχνά βρίσκει εμπρός του ένα πιάτο χωρίς ελαιόλαδο ώστε να αναγκαστεί να παραγγείλλει . Και επειδή η χρέωση ή μη του επιπλέον ελαιολάδου είναι στην ευχέρεια του εστιάτορα, οι έξυπνοι επιχειρηματίες θα βρουν τον δρόμο.
Και επιτέλους είναι ώρα ο καταναλωτής να αρχίσει να επιλέγει. Και θα επιλέξει το καλύτερο προϊόν, την καλύτερη εξυπηρέτηση και τον δέοντα σεβασμό.