Ποιες οι εξελίξεις γύρω από την 33χρονη στη Θεσσαλονίκη, που πέθανε μετά από επέμβαση ρουτίνας;
Μπήκε στο νοσοκομείο για μια λαπαροσκοπική «επέμβαση ρουτίνας», όπως τη διαβεβαίωσε ο καθηγητής γιατρός της γιατί ήθελε να χάσει κάμποσα περιττά κιλά, αλλά τελικά έχασε τη ζωή της.
Η 33χρονη γυναίκα που μέχρι τότε ήταν υγιέστατη και οριακά παχύσαρκη, εισήχθη σε μεγάλο νοσοκομείο στη Βόρεια Ελλάδα με εσφαλμένη ένδειξη, ως πάσχουσα από «νοσογόνο παχυσαρκία», πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρειαζόταν να υποβληθεί σε επέμβαση, αλλά θα έπρεπε προηγουμένως να εξαντληθούν άλλες μέθοδοι για απώλεια βάρους μέσω ειδικής δίαιτας κάτι που ωστόσο, δεν της υπέδειξε ο ιατρός της.
Χωρίς να γίνει καμία καταγραφή της εισαγωγής της στα εξωτερικά ιατρεία ή στα επείγοντα περιστατικά, καθώς ο καθηγητής και διευθυντής της χειρουργικής κλινικής τότε θα έκανε την επέμβαση με «φακελάκι», έναντι προσωπικής αμοιβής 5.000 ευρώ, η άτυχη γυναίκα υπέστη τα πάνδεινα, μπαινοβγαίνοντας 4 φορές στο χειρουργείο, εξαιτίας τραγικών λαθών (ο ιατρός δεν «έκλεισε» καλά την τομή της), εσφαλμένων διαγνώσεων και εκτιμήσεων για τις επιπλοκές που ακολούθησαν, οδηγούμενη σε πολυοργανική ανεπάρκεια και καταλήγοντας δραματικά μετά από βαρύτατη μόλυνση.
Οι αρχικές ΕΔΕ, καταθέσεις και πραγματογνωμοσύνες δεν είχαν εντοπίσει για καιρό κανένα λάθος, εκτός από την καταβολή του χρηματικού ποσού, που οδήγησε σε πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες, αλλά αργότερα «άνοιξαν κάποια στόματα» και η Δικαιοσύνη, με ανατροπή των μέχρι τότε αρνητικών αποφάσεών της, επιτέλεσε το έργο της, επιβάλλοντας αυστηρή ποινική καταδίκη (18μηνη φυλάκιση), αλλά και μεγάλη αποζημίωση στην άτυχη οικογένεια, που μπορεί να ξεπεράσει τα 600.000 ευρώ συνολικά, με τους νόμιμους τόκους.
Το χρονικό της τραγωδίας
Ολα πήγαν στραβά από την αρχή και ίσως το σημείο-κλειδί για την πορεία προς το μοιραίο να ήταν το γεγονός ότι στο ξεκίνημα της επέμβασης προέκυψε απρόβλεπτο τεχνικό πρόβλημα με το λαπαροσκόπιο, καθώς χάλασε ο φωτισμός του ενδοσκοπίου και έτσι η λαπαροσκοπική τεχνική μετατράπηκε σε ανοιχτή, με μικρή τομή.
Από εκεί και πέρα ακολούθησε όμως μια απίστευτη σειρά ιατρικών λαθών και παραλείψεων, τα οποία στη συνέχεια επιχειρήθηκε να συγκαλυφθούν και σε πρώτο βαθμό η Δικαιοσύνη απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του καθηγητή και του νοσοκομείου, αφού δεν μπορούσε να στηριχθεί σε κάποια στοιχεία. Ωστόσο, οι καταγγελίες που ακολούθησαν από άλλους ιατρούς, με αναφορά και στην Εισαγγελία μπόρεσαν να «φωτίσουν» την υπόθεση, δείχνοντας ότι δεν έφταιγε μόνο το φωτάκι του ενδοσκοπίου.
Αποκρούοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς του νοσοκομείου ότι δεν υπήρχε καμία ιατρική ευθύνη, ότι η ίδια συμφώνησε για όλα λόγω της σφοδρής της επιθυμίας για απώλεια βάρους, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο καθηγητής όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της επέμβασης και να την παραπέμψει σε ενδοκρινολόγο και διαιτολόγο, καθώς πρέπει προηγουμένως να εξαντλούνται όλες οι πιθανότητες αντιμετώπισης του προβλήματος με συντηρητική μέθοδο (δίαιτα, άσκηση κλπ.).
Το γεγονός ότι η άτυχη γυναίκα επιχείρησε 2-3 φορές να κάνει δίαιτα, χωρίς ιατρική παρακολούθηση και βοήθεια, εγκαταλείποντάς την, όπως συνήθως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν σημαίνει ότι εξαντλήθηκαν όλες οι μη επεμβατικές μέθοδοι, όπως αβάσιμα προβάλλει το νοσοκομείο, σημείωσε η δικαστική απόφαση.
Το πρώτο μεγάλο λάθος έγινε στο κλείσιμο της τομής, όπου η συρραφή δεν ήταν καλή και υπήρξε διαφυγή του περιεχομένου του στομαχιού, κάτι που ο ιατρός δεν μπόρεσε να αντιληφθεί εγκαίρως, παρά τα παράπονα της ασθενούς για τη μετεγχειρητική της πορεία και το γεγονός ότι τέτοιες επιπλοκές περιγράφονταν και στο σύγγραμμα.
Αντίθετα με όσα υποστηρίχθηκαν, το δικαστήριο κατέληξε ότι η συρραφή δεν έγινε κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ότι ο καθηγητής κατάλαβε τη διαφυγή 5 μέρες μετά την αρχική επέμβαση, όταν είχε ξεκινήσει πια η μόλυνση του οργανισμού (που επίσης δεν έγινε αντιληπτή), ενώ το πρόβλημα επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με άλλες τρεις διορθωτικές επεμβάσεις (χωρίς να κρατηθεί η ασθενής στην εντατική, παρά μόνο για 7 ώρες), που αντί να προσφέρουν στην αποκατάσταση της υγείας της, επιβάρυναν και εξασθένησαν ακόμα περισσότερο τον οργανισμό της από ενδονοσοκομειακό μύκητα, που μολονότι ήταν εφικτό, δεν διαγνώστηκε.
Στην απόφαση τονίζεται ότι η φλεγμονώδης κατάσταση (αναφέρεται ότι είχε ταχυκαρδία, διέγερση, αίσθημα επικείμενου θανάτου, γενικευμένη φλεγμονή, πυρετό και ήταν σε προθάλαμο για σηψαιμία) δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα, με αποτέλεσμα την απαρχή της πολυοργανικής ανεπάρκειας, που οδήγησε στη μη αναστρέψιμη κατάσταση, με συνέπεια η γυναίκα να καταλήξει την 13η ημέρα μετά την επέμβαση.
Το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να αποζημιωθούν οι κοντινοί συγγενείς της για την ψυχική ταλαιπωρία και οδύνη τους για την απώλεια της γυναίκας, ενώ η υπόθεση έφθασε στο ΣτΕ, που επικύρωσε ότι τα χρηματικά ποσά πρέπει να δοθούν με τους νόμιμους τόκους και τώρα απομένει, σχεδόν 10 χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, ο τελικός προσδιορισμός τους και πάλι από το Δ. Εφετείο.