Καταρρακτώδης έπιπτε η βροχή επί του δασώδους όρους εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 1998, κατακλύζουσα τον αθέατον θύλακα, εις τας παρυφάς του οποίου, επί πλατώματος ικανού σχηματίζοντος αχειροποίητον εξώστην, έκειτο μονή αρχαία, κτισμένη κατά πως έλεγον οι παλαιοί την εποχή των Μακεδόνων.
Καθημαγμένη υπό της φθοράς του χρόνου, ένεκα της καταστροφικής μανίας των κατακτητών κατά το πρόσφατον και απώτερον παρελθόν και της επελθούσης ερημώσεως, ανέθαλλεν πάλιν υπό τας αόκνους προσπαθείας του διανύοντος την πέμπτην δεκαετίαν του βίου του ηγουμένου και της περί αυτόν συναχθείσης σμικράς αδελφότητος.
Αλλά αληθινός κτήτωρ και προστάτις της μονής ήτο η Υπεραγία Θεοτόκος, εις την οποίαν ήτο αφιερωμένο το Καθολικόν, το διασωθέν του εμπρησμού με δικήν της θαυματουργόν παρέμβασιν· τούτο δε διηγούντο πολλάκις οι αυτόπται μάρτυρες, εις προβεβηκώς ήδη αδελφός της μονής και κάτοικοι του παραπλησίου χωρίου.
Εκείνη την ημέρα η θύρα της μονής παρέμεινε κεκλεισμένη· προσκυνητές, πέραν των Κυριακών και μεγάλων εορτών, σπανίως διέσχιζον τον κακοτράχαλον χωματόδρομον, ο οποίος ένωνε την εσχατιάν του όρους με το σμικρόν χωρίον, το οριοθετούν τον κόσμον· πολλώ δε μάλλον δεν ανεμένετό τις να αποτολμήση, εν μέσω της θυέλλης, τοιαύτην ανάβασιν.
Μετά την πρωινήν ακολουθίαν, ο ηγούμενος ητοιμάζετο να μεταβή εις την πόλιν διά την εξυπηρέτησιν επειγούσης ανάγκης, ωστόσον ανέβαλλεν την αναχώρησίν του αναμένων όπως κοπάση η κακοκαιρία. Ανησύχει δε μάλλον ουχί διά τον καιρόν αλλά μήπως δεν επαρκέσουν τα χρήματα, καθότι άπαντα είχον δαπανηθή διά τας εργασίας της ανοικοδομήσεως, υπελείπετο δε μεγάλον χρέος εις τον μαραγκόν, όστις καλή τη πίστει είχε κατασκευάσει τας θύρας και τα παράθυρα.
Διά την ανακούφισιν του χρέους είχε συνεννοηθεί με φίλον του ιερέα της πρωτευούσης του νομού, όπως μεταφέρωσι την εφέστιον εικόνα της μονής, αναπαριστώσαν την Κοίμησιν της Θεοτόκου, διά να τελέσωσι ιεράν αγρυπνίαν κατά την εορτήν των Εισοδίων, συνδυάζοντες, κατά συνήθη παλαιάν και απανταχού τακτικήν, τον αγιασμόν των πιστών μετά της οικονομικής ενισχύσεως.
Πλησίαζε η μεσημβρία, όταν ηκούσθη ο κώδων της εξώθυρας, εις δε των μοναχών έσπευσεν να ανοίξη. Έξωθεν αυτής, ασκεπής υπό την βροχήν, ανέμενεν άγνωστος ανήρ. – Θέλω να προσκυνήσω την Παναγιά, είπε, γιατί με έσωσε από βέβαιον θάνατον. Ο αδελφός άνοιξε το Καθολικόν και τον άφησε να προσευχηθή ενώπιον της παλαιάς εικόνος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όταν εκείνος εξήλθε, τον ωδήγησε εις το μικρόν αρχονταρίκιον και απεσύρθη διά να ετοιμάση το κέρασμα. Όταν επέστρεψε με τον δίσκον, είδε εις το τραπέζι έναν σωρόν από χαρτονομίσματα.
– Αυτά είναι για το μοναστήρι, είπε ο άγνωστος, και σας παρακαλώ, θα ήθελα να ομιλήσω με τον ηγούμενον. Έτρεξε το καλογέρι να τον φωνάξη.
– Γέροντα, ήλθε ένας ξένος, πρώτη φορά τον βλέπω. Θέλει να σας μιλήσει και έχει φέρει ένα μάτσο χιλιάρικα!
Σταυροκοπήθηκε ο ηγούμενος, και εντός ολίγων λεπτών εισήλθε εις το αρχονταρίκιον. Μετά το καλωσόρισμα και τας αρχικάς συστάσεις, εισήλθεν ο ξένος εις τον σκοπόν της επισκέψεώς του.
– Άγιε ηγούμενε, με την εκκλησίαν δεν είχον ποτέ πολλάς σχέσεις, πιστεύω όμως εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν. Ήλθον σήμερα εδώ επειδή η Παναγιά με διέσωσε από ατύχημα και μου υπέδειξε η ίδια να έλθω.
– Πως έγινε τούτο;
– Το αμάξι μου διαλύθηκε ολοσχερώς, λογικά έπρεπε να είχα σκοτωθεί, αλλά σώθηκα δίχως την παραμικράν αμυχήν. Η Παναγιά με έσωσε, προσευχήθηκα δε παρακαλώντας την να μου υποδείξη τρόπους ευχαριστίας. Την είδα εις τον ύπνον μου, μου έδειξε την μονήν σας, δεν ήξερα ότι υπάρχει μοναστήριον εδώ. Δυσκολεύτηκα να εύρω τον δρόμον, διά τούτο συγχωρήσατέ με που ήλθα σε ακατάλληλον ώραν. Ορίστε, πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, μία μικρή ευχαριστία προς την Παναγία.
– Μην απολογείσθε, οποτεδήποτε κτυπήσει κανείς την θύραν του ανοίγουμε, διότι είναι μουσαφίρης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την δοξάζουμε και την ευχαριστούμε μαζί σας διά την θαυμαστήν διάσωσίν σας. Ευχαριστούμε και σας διά την βοήθειαν· ξέρετε, το μοναστήριον ήτο σχεδόν κατεστραμμένον και προσπαθούμε να το αναστήσουμε.
– Άγιε ηγούμενε, αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, διά τον οποίον ήλθα σήμερα, δίχως αναβολήν. Ή μάλλον ο κύριος λόγος. Επί τούτο ζήτησα να σας ομιλήσω προσωπικώς.
– Δηλαδή;
– Είδα την Παναγιά στον ύπνον μου, όπως σας είπα, η οποία μου υπέδειξε το μοναστήριον. Μου είπε δε και το εξής: «Να πείς στον ηγούμενο να μη με κάνει ζητιάνα!». Δεν το είδα μίαν μόνον φοράν, αλλά και δεύτερη και τρίτην· η τελευταία ήτο εψές το βράδι. Διά τούτο δεν ανέβαλλα άλλο και ήλθα σήμερον με τα χρήματα.
– Ξέρετε, αναγκαζόμαστε να στηριζόμαστε εις την βοήθειαν του κόσμου, διά την αποπεράτωσιν των έργων… οι πόροι της μονής είναι πενιχροί και δεν επαρκούν, οι δε ανάγκες πολλές και μεγάλες… χρωστάμε και ….
– Πόσα χρωστάτε; Θα τα δώσω εγώ. Την Παναγιά, όμως, ηγούμενε, μη την κάνεις ζητιάνα!
– Είναι πολλά… είπε με πικρίαν ο ηγούμενος.
– Πόσα πολλά;
– Πέντε εκατομμύρια.
– Θα τα φέρω σε ολίγες ημέρες.
Παρήλθον μερικές εβδομάδες και μίαν πρωίαν του Νοεμβρίου ενεφανίσθη και πάλιν ο θεόσταλτος ξένος εις την μονήν της Ξενιάς. Έφερε μαζί του, όπως είχεν υποσχεθεί, το ποσόν εις το ακέραιον. Επανέλαβε δε εις τον ηγούμενον:
«-Να μη κάνεις την Παναγιά ζητιάνα». Και ως κομήτης, όπως εφάνη ούτω και εξηφανίσθη.
Ενωρίτερα εις τον Όρθρον, υπό το τρεμάμενον φως των κανδήλων, είχε αναγνωσθεί: «Τη ΙΒ’ του αυτού μηνός, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, του Ελεήμονος. Ιωάννης πένησι δούς και σκορπίσας, Ω ποία Χριστώ νυν παρεστώς λαμβάνει! Ώχετο ακτεάνων δυοκαιδεκάτη Ελεητής».