«Όταν η τύχη σου χτυπάει την πόρτα το κάνει συνοδευόμενη πάντα από ένα τεράστιο χαμόγελο.
Ένα απόγευμα του 2002 λίγες μέρες πριν από το Πάσχα η τύχη χτύπησε τη δική μας πόρτα με μια «αγοραπωλησία». Βρέθηκαν στο δρόμο μου δυο πιτσιρίκια Ρομά. Το ένα από αυτά κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό, μαύρο κουταβάκι. «Τίνος είναι αυτό;» ρώτησα το αγόρι. «Δικό μου. Το πουλάω» μου απάντησε. «Πόσο;» το ρώτησα ξανά. «Πέντε ευρώ» μου απαντά. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ήρθε στην οικογένεια μας η Κλαίρη μας, η πολύτιμή μας.
Ήταν δεν ήταν σαράντα ημερών όταν την πρωτοπήρα στην αγκαλιά μου. Ήταν έντεκα ετών και δυο μηνών όταν την κράτησα σφιχτά για τελευταία φορά και της ψιθύρισα το πικρό αντίο. Η Κλαίρη ήταν ένα πλάσμα ξεχωριστό και μοναδικό. Ένα πλάσμα απίστευτης ομορφιάς. Ένα πλάσμα φινετσάτο. Θυμάμαι τα πρώτα βράδια που την έβαζα να κοιμηθεί δίπλα μου στο στρωματάκι της και ξυπνούσα με το κορμάκι της πάνω στο κεφάλι μου και τη μουσουδίτσα της να ακουμπάει στο μάγουλο μου.
Τη θυμάμαι να εξερευνεί το σπίτι και μια μέρα να τη ψάχνω παντού κι εκείνη να έχει πέσει με τα μούτρα μέσα στο ορειβατικό μποτάκι του συζύγου μου με τα πίσω ποδαράκια της στον αέρα. Τη θυμάμαι να περνά τη φάση της «καταστροφής» και να έχει φάει τα πάντα μέσα στο σπίτι, από παντόφλες και ρούχα μεχρι το στρώμα του κρεβατιού και τα σοβατεπιά των τοίχων!
Κι έπειτα να μεγαλώνει και να γίνεται μια πανέμορφη δεσποινίδα. Υπάκουη, τρυφερή, πανέξυπνη. Μεγάλωνε τόσο όμορφα κι αρμονικά με την κόρη μου. Περάσανε μαζί την εφηβεία τους.
Η Κλαίρη μου ήταν η συντροφιά μου. Το παρεάκι μου. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσαμε οι δυο μας. Της μιλούσα και ήξερα πως με άκουγε, με καταλάβαινε. Της έλεγα τα πάντα. Το πρόγραμμα της ημέρας, το φαγητό που θα μαγειρεύαμε, τα παράπονα μου, τον πόνο μου, τη χαρά μου. Κι εκείνη εκεί με άκουγε πάντα με την ίδια προσήλωση.
Πολλές φορές μου απαντούσε με εκείνο το χαρακτηριστικό μουρμουρογαύγισμα! Της έλεγα «έλα στη μανούλα» κι εκείνη ανέβαζε τα χεράκια της επάνω μου. Κρεμιόταν από το λαιμό μου και με γέμιζε φιλιά. Κάποιες φορές της τραγουδούσα και τότε γύριζε με κοίταζε, έπαιρνε εκείνο το ύφος το «αμάν πάλι τα ίδια» και περίμενε υπομονετικά να τελειώσω το φάλτσο τραγούδι μου. Κι όμως παρόλο που ήταν πολύ – πολύ φάλτσο με άκουγε να το τραγουδώ ολόκληρο εκεί, ακίνητη γιατί ήξερε πως το τραγουδούσα μόνο για εκείνην.
Της άρεσαν πολύ οι τηγανιτές πατάτες κι εγώ φρόντιζα κάθε φορά που τηγάνιζα να μου πέφτει κάτω στο πλακάκι δήθεν κατά λάθος μια πατατούλα κι η Κλαίρη μου ξέροντας πια πόσο αδέξια ήμουν περίμενε πάντα κάπου εκεί κοντά να την πάρει και να φύγει τρέχοντας. Κι εγώ κάθε φορά χαμογελούσα τόσο πλατιά. Το αγαπημένο της όμως φαγητό ήταν οι κουνουπιδοκεφτέδες. Εκεί ήταν που κατασκήνωνε για τα καλά δίπλα μου στην κουζίνα και τελικά καταλήγαμε πάντα να τρώει εκείνη τους περισσότερους.
Της άρεσε πάρα πολύ το κολύμπι. Έκανε υπέροχα μακροβούτια και όταν έβγαινε από τη θάλασσα έπαιρνε πάντα πρώτη θέση πάνω στη ψάθα γιατί μισούσε να γεμίζει το σώμα της άμμο. Απολάμβανε τόσο πολύ το αφρόλουτρο της και όλοι είχαν να λένε για το υπέροχο και γυαλιστερό τρίχωμα της!
Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει να κάτσω αγκαλιά με τον σύζυγο μου στον καναπέ. Έμπαινε με πείσμα ανάμεσα μας και μας χώριζε. Ήταν τόσο ζηλιάρα. Για να είμαι ειλικρινής πολλές φορές επίτηδες καθόμασταν αγκαλιά με το σύζυγό μου στον καναπέ και την προκαλούσαμε να χωθεί ανάμεσα μας. Τρελαινόμασταν όταν το έκανε.
Θυμάμαι τις δύσκολες ώρες που περάσαμε όταν χειρουργήθηκε για αφαίρεση πυομήτρας. Θυμάμαι την κόρη μου να την κρατά στην αγκαλιά της και να της διαβάζει με τις ώρες παιδικά παραμύθια για να απαλύνει τον πόνο της. Θυμάμαι να περνούν τα χρόνια, να πληθαίνουν οι άσπρες τρίχες στα μαλλιά μου και να ασπρίζει η μουσούδα της. Θυμάμαι να μεγαλώνουμε μαζί. Όλα αυτά μπορεί για κάποιους να είναι χαζές λεπτομέρειες όμως για μένα και την οικογένεια μου ήταν η ζωή και η χαρά μας.
Κι έπειτα καθώς έφτασε τα έντεκα χρόνια ζωής παρουσίασε πρόβλημα στην καρδούλα της. Έπαιρνε την αγωγή της κι εμείς αγωνιούσαμε καθημερινά χωρίς να το δείχνουμε ούτε καν ο ένας στον άλλο για την πορεία της υγείας της. Μέχρι εκείνο το ξημέρωμα Σαββάτου της 29ης Ιουνίου 2013 που ξαφνικά η Κλαίρη μας κατέρρευσε. Δε μπορούσε να αναπνεύσει. Δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Μας κοιτούσε μέσα στα μάτια και μας ζητούσε βοήθεια. Μαζί της καταρρεύσαμε κι εμείς. Πνευμονικό οίδημα.
Η καρδιά της πολύ αδύναμη για να αντέξει. Εκείνο το πρωί έφυγε. Πέταξε μακριά. Την κρατούσα στην αγκαλιά μου όταν άφησε την τελευταία της πνοή. Είμαι σίγουρη πως πήρε μαζί της τη λατρεία που της είχαμε και το τράνταγμα του κορμιού μου από τους λυγμούς. Είμαι σίγουρη πως ήξερε πολύ καλά πως την αγαπήσαμε τόσο πολύ. Τόσο που δε γινόταν περισσότερο. Είμαι σίγουρη πως κι εκείνη μας αγάπησε το ίδιο.
Αυτή ήταν η πολύτιμή μας. Η Κλαίρη μας. Η Κλαίρη των πέντε ευρώ. Η Κλαίρη ανεκτίμητης αξίας…»
Εύα Καραπιπέρη