«Έχω τριάντα εννέα λεπτά. Είναι αρκετά για να ρίξετε μια ματιά;»
«Σίγουρα», είπε ο αγρότης ρίχνοντας ένα σφύριγμα. «Εδώ, Dolly!» φώναξε.
Από το σκυλόσπιτο έτρεξε ένα σκυλί, η Dolly, ακολουθούμενο από τέσσερα χνουδωτά μωρά. Τα σκυλιά κατέβηκαν τη ράμπα και πλησίασαν τον αγρότη.
Το μικρό αγόρι τρελάθηκε από τη χαρά του μόλις τα είδε!
Καθώς τα σκυλιά πλησίαζαν, το μικρό αγόρι παρατήρησε ότι και κάτι άλλο υπήρχε μέσα στο σκυλόσπιτο.
Σιγά-σιγά εμφανιζόταν ένα ακόμα μωρό, το οποίο ήταν αισθητά μικρότερο. Στην προσπάθειά του να κατέβει τη ράμπα, γλίστρησε. Στη συνέχεια, το μικρό σκυλί άρχισε να πηγαίνει με δυσκολία προς τα άλλα κουτάβια, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να φτάσει γρήγορα…
“Αυτό θέλω,” είπε το μικρό αγόρι, επισημαίνοντας το μικρότερο κουτάβι.
Ο αγρότης γονάτισε στο πλευρό του αγοριού. Είπε, «Γιε μου, δεν θέλεις αυτό το κουτάβι. Ποτέ δεν θα είναι σε θέση να τρέξει και να παίξει μαζί σου, όπως θα έκαναν τα άλλα σκυλιά…»
Τότε το μικρό αγόρι άρχισε να σηκώνει το ένα πατζάκι του παντελονιού του.
Με αυτό τον τρόπο του αποκάλυψε τα σίδερα που κρατούσαν τις δύο πλευρές του ποδιού του, τα οποία συνδέονταν με ένα ειδικά κατασκευασμένο παπούτσι.
Κοιτάζοντας ξανά τον αγρότη, του είπε, «Βλέπετε κύριε, ούτε εγώ μπορώ να τρέξω καλά, γι’ αυτό έχω ανάγκη κάποιον που να με καταλαβαίνει.»
Με δάκρυα στα μάτια, ο αγρότης πλησίασε και σήκωσε το μικρό σκυλί. Κρατώντας το προσεκτικά, το παρέδωσε στο μικρό αγόρι.
«Πόσο κάνει;» ρώτησε το μικρό αγόρι…
«Τίποτα», απάντησε ο αγρότης, «Δεν χρεώνεται η αγάπη…»
Πηγή: diaforetiko.gr