ολιούχος της Σύμης, προστάτης της Δωδεκανήσου και παραστάτης των ναυτικών και των σφουγγαράδων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ο Πανορμίτης τιμάται από τους Συμιακούς, αλλά και τους Δωδεκανησίους σε όλη την οικουμένη. Η μονή του, που βρίσκεται στον κόλπο του Πανόρμου της Σύμης, από όπου έχει λάβει την προσωνύμια της, έχει καταστεί πανελλήνιο προσκύνημα. Η αγάπη του δωδεκανησιακού λαού μαρτυρείται και από το λαϊκό δίστιχο:
Του Γιώργου Κεφαλίδη
Επήα και στην Κρεμαστή, επήα και στην Πάτμο
Καλό μ’ Παερμιωτάκι μου, και πώς να σε ξεχάσω;
Χτισμένη μέσα σε αρκετό πράσινο, πάνω στη θάλασσα, υπάρχει τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα και στολίζεται από ένα πανέμορφο καμπαναριό, ρυθμού μπαρόκ-ροκοκό του 1905-1911, που μιμείται το ανάλογο της Μονής Ζαγκόρσκ, κοντά στη Μόσχα. Η επιβλητική, θαυματουργή εικόνα του, σύμφωνα με επιγραφή πάνω στην ασημένια ποδιά του, φιλοτεχνήθηκε το 1724 από τον αξιόλογο τεχνίτη Ιωάννη τον Πελοποννήσιο. Η μονή εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου και της Πεντηκοστής, με κοσμοσυρροή πιστών να κατευθύνεται εκεί για να προσκυνήσει.
Ο προσκυνητής θα μείνει έκπληκτος από το τεράστιο πλήθος αφιερωμάτων μπροστά από το εικόνισμα του Αρχαγγέλου, από τα οποία κατά καιρούς ορισμένα τοποθετούνται στο μουσείο, όπου φυλάσσεται μεγάλος αριθμός ομοιωμάτων καραβιών, ξύλινων, αλλά και ασημένιων, μικρών κουτιών και μπουκαλιών, που έφερε εκεί η θάλασσα από πολύ μακριά. Υπάρχει παράδοση, ιδίως στους ναυτικούς, να βάζουν μέσα σε μπουκάλια χρήματα και ονόματα για να διαβαστούν κατά τις Ακολουθίες και να τα ρίχνουν στη θάλασσα, τα κύματα της οποίας τα οδηγούν με θαυματουργικό τρόπο στον Πανορμίτη ή σε κάποιο μέρος που έχει κάποια σχέση με τον Αρχάγγελο.
Ένα τέτοιο θαύμα, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Ιωάννης Χατζηφώτης, είχε διηγηθεί ο αγιορείτης μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης, θεολόγος, φιλόλογος και συγγραφέας. Είχε συμβεί την εποχή που ήταν στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ιερομόναχος Νικόλαος Γρηγοριάτης έριξε στον αρσανά της Μονής Γρηγορίου ένα μπουκάλι με το τάμα του για να δει αν θα έφτανε στον Πανορμίτη. Το μπουκάλι περιφερόταν ένα εικοσιτετράωρο στη θάλασσα μπροστά από το μοναστήρι του και μετά χάθηκε. Έπειτα από έξι μήνες η θάλασσα το έβγαλε στον αρσανά της Μονής Κουτλουμουσίου, στην άλλη μεριά του Άθωνα, στην Καλλιάγρα. Το γεγονός δεν θα είχε καμιά σημασία, αν το κύμα δεν το απέθετε εμπρός από τον πύργο της Καλλιάγρας, ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η Μονή Κουτλουμουσίου αμέσως έγραψε και έστειλε το αφιέρωμα στον Πανορμίτη.
Έπειτα, όταν η κυρία Χ. από τη Θεσσαλονίκη αντιλήφθηκε ότι ο σύζυγός την απατούσε, έπαθε νευρικό κλονισμό. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο της τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να της λέει: «Έλα στο σπίτι μου και όλα θα πάνε καλά. Να έχεις πίστη και όλα θα διορθωθούν».
Κατέφυγε σε έναν διαπρεπή γιατρό, καθηγητή της Ψυχιατρικής και Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντή της Νοσηλευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, τον Συμαίο-Αγαπητό Διακογιάννη. Στο γραφείο του κρεμόταν μια μεγάλη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
«Βλέπω πως ευλαβείστε τον Ταξιάρχη, γιατρέ», του είπε. «Μα, πώς να μην τον ευλαβούμαι και να μην τον αγαπώ τον Πανορμίτη μας, που είναι ο πολιούχος και προστάτης όλων των Συμαίων, αλλά και των Δωδεκανησίων γενικώς», της αποκρίθηκε εκείνος και της μίλησε αρκετή ώρα για τη μονή και τα άπειρα θαύματα του Αγίου.
Η γυναίκα θυμήθηκε το όνειρο και το διηγήθηκε στον γιατρό, ο οποίος τη συμβούλεψε να επισκεφθεί το μοναστήρι, γιατί ο Άγγελος την καλούσε. Συμπλήρωσε επίσης ότι θα τη βοηθούσε αποτελεσματικά.
Η κυρία Χ. πήγε το καλοκαίρι στην ιδιαίτερη πατρίδα της και είπε στη μητέρα της την απόφασή της να ταξιδέψει στη Σύμη για να προσκυνήσει τον Αρχάγγελο. Εκείνη, όμως, της αντέτεινε ότι και στην πόλη τους υπήρχε Ταξιάρχης και ότι ήταν το ίδιο να πάει εκεί να προσκυνήσει, για να μην κάνει τόσο μακρινό ταξίδι. Την ίδια νύχτα, όμως, ο Πανορμίτης παρουσιάστηκε στον ύπνο της και της επανέλαβε τη σύσταση: «Σου είπα να έρθεις στο σπίτι μου, στη Σύμη».
Τότε η κυρία Χ. ταξίδεψε στη Σύμη και έφθασε στο Μοναστήρι του Πανορμίτη. Όταν αντίκρισε τη θαυματουργή εικόνα του αναγνώρισε τη χαμογελαστή μορφή που είχε παρουσιαστεί στον ύπνο της. Για πολλή ώρα προσευχήθηκε εκεί, κλαίγοντας και παρακαλώντας να επιστρέψει ο σύζυγός της στο σπίτι και να σωθεί η οικογένειά της. Πρωτόγνωρα γαληνεμένη, επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο σύζυγός της αντιλήφθηκε το λάθος του, ζήτησε συγγνώμη και έγινε ο παλιός, καλός άνθρωπος που εκείνη γνώριζε.
Ο Ιωάννης Βολανάκης, επιστάτης για πολλά χρόνια στη Μονή Πανορμίτου, είδε μια παραμονή της εορτής των Ταξιαρχών να επιπλέει μέσα στον μικρό όρμο της μονής ένα μεγάλο κουτί, διαστάσεων 0,90×0,40, από λαμαρίνα. Το κουτί ήταν σφραγισμένο με οξυγονοκόλληση. Προερχόταν από τη Σητεία της Κρήτης και προοριζόταν για τη Μονή Πανορμίτου, όπως έγραφε με ανεξίτηλα γράμματα επάνω του. Το μετέφερε στη μονή και οι παρευρισκόμενοι, μαζί με τον τότε ηγούμενο, τον π. Ιερόθεο Πετράκη, περίμεναν με ανυπομονησία να δουν τι περιείχε.
Όλοι έμειναν κατάπληκτοι όταν είδαν ότι μέσα βρίσκονταν πέντε φρεσκότατοι άρτοι για την αρτοκλασία της εορτής και χρήματα. Είχαν φθάσει εγκαίρως για τη γιορτή!